Όσα ακολουθούν είναι ανακατωμένα αποσπάσματα από τη βιβλιοκριτική του Γιάννη Σ. Παπαδάτου.

Η Νηρίς, μια γοργόνα με θαυμάσια και όχι συνηθισμένη ουρά, γεννήθηκε στο βυθό και ζούσε σ’ ένα ναυαγισμένο πλοίο που βούλιαξε λόγω του φαινομένου «Στοχαστικού κυματοειδούς τραμπόλιου». Πρόκειται για φράση που μας μεταφέρει συνειρμικά στις κυματοειδείς ρυτιδώσεις του χωροχρόνου και η οποία κινητοποιεί τον αναγνώστη να ανακαλέσει στη μνήμη του εικόνες και να «ψάχνει»/ερευνά (σε βιβλία ή στο διαδίκτυο) αυτό το φαινόμενο, παράλληλα με τους επιστήμονες που βέβαια, ψάχνουν, όπως αναφέρεται ακόμα μέχρι και σήμερα. Το πλοίο έκρυβε χρυσάφι με το οποίο ζούσαν οι κάτοικοι του βυθού. Κι ήταν ένα μυστικό αυτό που δεν ήθελαν να διαρρεύσει.

Η γοργόνα, λοιπόν, ήταν ένα άτομο που ήθελε να προσφέρει στους άλλους. Οι φίλοι της περιποιούνταν τα μαλλιά της και την άφηναν στους βράχους. Κι όσο κι αν τους έλεγε να βοηθήσουν όποιον το είχε ανάγκη, εκείνοι αρνούνταν. Δεν την άφηναν να κάνει αυτό που της άρεσε. Να και μια έμμεση διδαχή. Που βγαίνει αβίαστα και υπόγεια. Η μικρή Νηρίς προσπαθούσε να κάνει αυτό που ήθελε κι οι άλλοι βουτηγμένοι στην τρυφηλότητα και στο χρυσάφι δεν την άφηναν. Βρήκε όμως το δρόμο μόνη της. Και γίνεται ένα- έμμεσο, δίχως διδακτισμό και με υψηλά μηνύματα- πρότυπο για τους αναγνώστες. Όταν κινδύνεψε ένας ψαράς εκείνη τον έσωσε. Έβαλε το χρέος πάνω από τον εαυτό της. Αλτρουισμός. Και ανατροπή τους στερεότυπου! Στοιχείο του σύγχρονου μεταμοντερνισμού. Όχι σαν την γνωστή που έπρεπε πρώτα να ρωτήσει! Αυτό το γεγονός της στοίχισε στην ουσία την παραμονή της στο βυθό. Εξορίστηκε, αφού τιμωρήθηκε με το να χάσει την ουρά της. Ανέβηκε στη γη και βρήκε τον ψαρά που είχε σώσει. Βρήκε την ελευθερία της, δηλαδή. Προηγουμένως παρατήρησε πράματα που δεν τα είχε δει όπως αρχαία βυθισμένα αγάλματα που χόρεψε μαζί τους στην εμφάνιση του συγκροτήματος «Σφυρίδες εν δράσει».

Υπάρχει επίσης η παιγνιώδης και το σπουδαιότερο εκφραστική εικονογράφηση, κοντά στα συναισθήματα του κειμένου, του Γεράσιμου Γαλιατσάτου.
Είναι εντυπωσιακό τουλάχιστον το πώς σε λίγες αράδες η ιστορία αφηγείται τόσα πολλά στιγμιότυπα παράταιρα μεταξύ τους, φαινομενικά όμως. Γιατί και από την πλευρά της ανάγνωσης, ο αναγνώστης μεταφέρεται από το βυθό της θάλασσας από ένα μυστικό κόσμο που του αποκαλύπτεται ως εάν ήταν γήινος με τα αρνητικά του από τη μια σε ένα κόσμο ανθρώπινο που θα έλεγε κάποιος πως όλα αρχίζουν από την αρχή και όλα είναι ανοιχτά. Κι ένα επιπλέον προσόν της ιστορίας: έχει ανοιχτό τέλος.

Διαβάζοντας την ιστορία της Πελαγίας Μπότση, πήγα πολύ μακριά στο χρόνο. Η Πελαγία Μπότση η οποία θαυμάσια -συνειδητά ή και ασύνειδα- εκμεταλλεύτηκε, σύμφωνα και με τους θεωρητικούς, το διακείμενο των μυθολογικών θαλάσσιων όντων και έδωσε μια ιστορία με ανανεωτικές τάσεις. Τι καλύτερο θα μπορεί να κάνει ένα βιβλίο από το να θέσει τους αναγνώστες σε κίνηση; Δεν το κάνουν πολλά βιβλία. Ένα σύγχρονο βιβλίο που εκμεταλλεύεται θαυμάσια σχετικές αφηγήσεις της μυθολογίας, στην ουσία τις ανανεώνει.