Τους τελευταίους μήνες πολλές απορίες διατυπώνονται από διάφορες κατευθύνσεις αναφορικά με το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.)
Πρόσφατα έχει επικρατήσει ο νεολογισμός «euroscepticism» στα αγγλικά, και «ευρωσκεπτικισμός» στα ελληνικά, και χρησιμοποιείται συχνά από άτομα που εκφράζουν τις επιφυλάξεις τους για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ε.Ε. με την παρούσα της δομή, και την οικονομική πολιτική που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια.
Το πρώτο συνθετικό «ευρω» του όρου «ευρωσκεπτικισμός» μπορεί να αναφέρεται στην Ε.Ε. στο σύνολό της, ή στο νόμισμα «ευρώ» που ισχύει για τα 18 κράτη-μέλη της που απαρτίζουν την Ευρωζώνη.

Σύμφωνα με το Λεξικό του Γιώργου Μπαμπινιώτη, μια από τις έννοιες του όρου «σκεπτικισμός» είναι η ακόλουθη:
«Η τάση να αντιμετωπίζει κανείς ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση με καχυποψία και δυσπιστία, θέτοντας υπό αμφισβήτηση οτιδήποτε σχετικό με αυτά».
Το γεγονός ότι ο «ευρωσκεπτικισμός» κερδίζει έδαφος με την πάροδο του χρόνου, φέρνει στην επικαιρότητα το ερώτημα αν η δομή της Ε.Ε., όπως την οραματίσθηκαν κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και όπως διαμορφώθηκε στη συνέχεια, ανταποκρίνεται στις ανάγκες των κρατών-μελών της στον 21ο αιώνα.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρωτίστως πολιτικός ήταν ο λόγος για τη σύσταση πρώτα του Οργανισμού «European Coal and Steel Community» το 1950, ο οποίος μετονομάσθηκε σε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, και στη συνέχεια σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλα λόγια, μετά από δύο Παγκόσμιους Πολέμους, οι οποίοι ξεκίνησαν από την Ευρώπη, πολιτικοί ηγέτες με ενόραση συνέλαβαν την ιδέα της σύστασης ενός διακρατικού μορφώματος, το οποίο θα απέκλειε την προοπτική ενός Γ’ Παγκόσμιου Πολέμου με κοιτίδα την Ευρώπη.

Η εξέλιξη των πραγμάτων πιστοποιεί πως ο αρχικός στόχος μέχρι στιγμής, αλλά και για το προβλέψιμο μέλλον, έχει επιτευχθεί. Παράλληλα, οι στόχοι έχουν διευρυνθεί, και σήμερα καλύπτουν τον οικονομικό, αλλά και πολιτισμικό τομέα.

Μέχρι το 2008, όταν έκανε την εμφάνισή της η διεθνής οικονομική κρίση, ο τρόπος λειτουργίας της Ε.Ε. ήταν άψογος, και τα οφέλη για τα κράτη-μέλη με ισχνές οικονομίες υπήρξαν, και σε κάποιες περιπτώσεις συνεχίζουν να είναι, σημαντικά.

Για παράδειγμα, όταν κάποιο από τα μέλη της Ε.Ε. πλήττεται από πλημμύρες ή άλλες φυσικές καταστροφές, λαμβάνει οικονομική ενίσχυση από τον κοινό προϋπολογισμό.
Επιπλέον, τα διαρθρωτικά ταμεία, τα οποία διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συχνά στηρίζουν τα οικονομικά προγράμματα των κρατών-μελών της.
Όμως η πολιτική της λιτότητας που ακολούθησε η Ε.Ε. για την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων κάποιων κρατών-μελών της τα τελευταία χρόνια, συνέβαλε στην επιδείνωση, και όχι στη βελτίωση, της κατάστασης.

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Το ευρώ εισήχθη τον Ιανουάριο 1999 ως κοινό νόμισμα για λογιστικούς λόγους, και από τον Ιανουάριο του 2002 κυκλοφόρησε ως χαρτονομίσματα και κέρματα για όλες τις οικονομικές συναλλαγές σε ατομικό, εμπορικό και διακρατικό επίπεδο στις χώρες της Ευρωζώνης, ο πληθυσμός των οποίων ανέρχεται σε 333 εκατομμύρια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το ευρώ, ως το κοινό νόμισμα της Ευρωζώνης, έχει δώσει ώθηση στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών-μελών, αφού έχουν εκλείψει οι συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ των διαφόρων νομισμάτων.

Έτσι διευκολύνεται η διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών, και μειώνεται το κόστος των εμπορικών συναλλαγών. Ένα άλλο σημαντικό όφελος είναι ότι με το κοινό νόμισμα εκλείπει ο κίνδυνος κερδοσκοπικών ενεργειών από διεθνείς κερδοσκοπικούς οργανισμούς εις βάρος των εθνικών νομισμάτων.
Επιπλέον, το κοινό νόμισμα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης καθιστά πιο αποτελεσματικό τον ανταγωνισμό στην διεθνή οικονομική αγορά, αφού έχει τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Υπάρχει όμως και «η άλλη πλευρά του κοινού νομίσματος», με τις αρνητικές της επιπτώσεις. Η πιο σημαντική από αυτές είναι η αδυναμία των κρατών-μελών της Ευρωζώνης να ασκούν την δική τους νομισματική πολιτική, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, και αυτό γιατί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθορίζει μια ενιαία νομισματική πολιτική για όλη την Ευρωζώνη. Για παράδειγμα, αν μια χώρα έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, όταν δηλαδή η αξία των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών είναι μικρότερη από την αξία εισαγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της, ούτως ώστε τα προϊόντα της να είναι πιο ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά.

Το ότι τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση έχει πλήξει κάποια κράτη-μέλη στην νοτιοδυτική περιφέρεια της Ε.Ε. οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην μη επίτευξη ενός βασικού της στόχου. Έτσι έχουμε τις πλούσιες χώρες του Βορρά και τις φτωχές του Νότου.

Αναμφισβήτητα, κερδισμένη από την κατάσταση αυτή βγαίνει η Γερμανία, με την ισχυρή βιομηχανία της, τα προϊόντα της οποίας εξάγονται στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα από τη μια τη συρρίκνωση των δικών τους βιομηχανιών, και από την άλλη τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών, και ως εκ τούτου την αύξηση του δημόσιου χρέους.

Σε αυτήν την κατάσταση οδηγήθηκαν χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Τα μέτρα λιτότητας που επέβαλε η Τρόικα -μέλος της οποίας είναι η Ε.Ε.- σε αυτές τις χώρες, επέτειναν την οικονομική ύφεση, με αποτέλεσμα την εκτίναξη της ανεργίας σε δυσθεώρητα ύψη.

ΕΠΕΙΓΕΙ Ο ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε.

Ο Γιάννης Βαρουφάκης, Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα της Ε.Ε.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις που εκφράζει σε ένα άρθρο του με τίτλο: «Το ευρώ πεθαίνει. Για αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Τι θέλουμε να συμβεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Τι πρέπει να κάνουμε εμείς, εδώ στην Ελλάδα;».
Η θέση του κ. Βαρουφάκη είναι πως ήταν λανθασμένη η απόφαση της Ελλάδας να γίνει μέλος της Ευρωζώνης, υιοθετώντας το ευρώ ως το εθνικό νόμισμα. Δεδομένου όμως ότι η Ελλάδα είχε επιλέξει να μπει στη ζώνη του ευρώ, ο Βαρουφάκης δεν εισηγείται την έξοδό της και την επαναφορά της δραχμής, γιατί μια τέτοια κίνηση θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την κρίση της ελληνικής οικονομίας.

Από το άρθρο αυτό σταχυολογώ κάποιες απόψεις του.
{… } «Το ευρώ πεθαίνει. Για αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Οι λόγοι έχουν εξηγηθεί πολλές φορές και δεν χρειάζεται να τους επανα-εξηγήσουμε εδώ».
{… } «Αν η κατάρρευση του ευρώ είναι σχεδόν αναπόφευκτη, και δεδομένου ότι το ισχυρό ευρώ συνθλίβει την ασθενική ελληνική οικονομία, μήπως ήρθε η ώρα της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα; Επιτρέψτε μου να απαντήσω άμεσα και κατηγορηματικά: Όχι, δεν έχει έρθει αυτή η ώρα! Και δεν θα έρθει όσο υπάρχει το ευρώ».
{… } «Πάγια θέση μου ήταν ότι το ευρώ χτίστηκε σε σαθρές βάσεις. Ότι ήταν λάθος μέγιστο η δόμησή του. Ότι, δεδομένης της αρχιτεκτονικής του, δεν έπρεπε να είχε εισέλθει η Ελλάδα σε αυτό».
{… } «Τι κάνουμε λοιπόν; Πρώτον, δεν συζητάμε την επιστροφή στην δραχμή όσο το ευρώ υφίσταται αλλού. – Αν το ευρώ πεθάνει, και το σκεπάσει η ταφόπλακα, τότε η δημιουργία ενός νέου νομίσματος θα είναι εύκολη υπόθεση».
{…} «Δεύτερον, δεν αποδεχόμαστε τις πολιτικές της Ε.Ε. που αποτελούν τον βασικό λόγο που το ευρώ σήμερα πεθαίνει… Τρίτον, ξεκινάμε συζητήσεις με την Ιταλία και την Ισπανία για μια πιθανή νομισματική ενοποίηση μαζί τους στην περίπτωση αποχώρησης των πλεονασματικών χωρών από την ευρωζώνη, και κατάργηση του ευρώ».
Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο ευρωσκεπτικισμός εντείνεται, με αποτέλεσμα οι προοπτικές μελλοντικών εξελίξεων στο μεγάλο μεταπολεμικό ευρωπαϊκό πείραμα να παραμένουν ασαφείς.

Παρόλο που η Ε.Ε. λειτουργεί για δεκαετίες τώρα, η οριστική μορφή της, καθώς και οι στόχοι της, παραμένουν ρευστοί. Για παράδειγμα, τα κράτη-μέλη δεν έχουν ακόμη εκπονήσει κανόνες για τις περαιτέρω εκχωρήσεις κυριαρχίας, τις αρχές της συνεργασίας και τα βάρη τα οποία θα πρέπει να αναλάβουν.
Ούτε η Ε.Ε. ως συλλογικός φορέας έχει προσδιορίσει τις κατευθυντήριες γραμμές για προγράμματα ανάπτυξης των κρατών-μελών, και για τον περιορισμό της ανισότητας στις κοινωνίες τους.

Ο λόγος δεν είναι για την αναγκαιότητα ύπαρξής της Ε.Ε. σε μια εποχή που τα εθνικά συμφέροντα εξυπηρετούνται αποτελεσματικότερα διά μέσου ενός συλλογικού φορέα.
Το ζητούμενο είναι η Ε.Ε. στο σύνολό της, και η Ευρωζώνη ως ο πυρήνας της με το κοινό νόμισμα, να καταστούν φορείς οι οποίοι θα συμβάλουν στην ενοποίηση των κρατών μελών τους όχι μόνο στον οικονομικό τομέα αλλά και στο πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Και επιπλέον, τα μέλη κράτη να έχουν τις ίδιες προοπτικές για οικονομική πρόοδο.