Το ταξίδι μίας συλλογής έργων τέχνης ή ιστορικών κειμηλίων από το σπίτι της, σε έναν εκθεσιακό χώρο εκτός των συνόρων του δεν είναι απλή υπόθεση. Είναι μεγάλη ευθύνη να είσαι ο φρουρός της ιστορίας όταν αυτή ταξιδεύει εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά και οι δυο τους. Και όταν λέμε και οι δυο τους αναφερόμαστε στους δύο συντηρητές του Μουσείου Μπενάκη, την Ελευθερία Γκούφα και τον Ναούμ Κοκκάλα που συνόδευσαν τα 201 ιστορικά αντικείμενα από την Ελλάδα στην Αυστραλία.
Ήταν ένα ταξίδι δύσκολο, που δεν το φόρτωνε μόνο η ευθύνη που κουβαλούσαν αλλά και η δουλειά που ακολούθησε στις αίθουσες του Ελληνικού Μουσείου. Γιατί η Ελευθερία και ο Ναούμ, ήταν επίσης αυτοί που άνοιξαν τα πολύτιμα κιβώτια του φορτίου τους, αυτοί που με μάτι χειρουργού, εξέτασαν τα ιστορικά αντικείμενα για να διαπιστώσουν αν έπαθαν κάποια ζημιά κατά τη μεταφορά τους.
Οι δύο φρουροί της ιστορίας εργάζονται για χρόνια τώρα στο Τμήμα Συντήρησης Έργων Τέχνης του Μουσείου Μπενάκη που λειτουργεί από το 1974 και αποτελείται από επτά, διαφορετικά κατά ειδικότητα, εργαστήρια.
Κύριο έργο τους είναι η εξέταση, η συντήρηση και η αποκατάσταση των έργων των συλλογών του Μουσείου και η πρόληψη της περαιτέρω φθοράς τους.
Ακόμα και τις σωστές περιβαλλοντικές συνθήκες στις οποίες θα εκτεθούν τα 201 αντικείμενα φρόντισαν αυτοί οι δύο άνθρωποι να εξασφαλίσουν.
Αυτή αν θέλετε είναι η επιστημονική σχέση των δύο φρουρών της ιστορίας με τα εκθέματα.
Υπάρχει όμως και μία άλλη πολύ πιο προσωπική που την είδα όταν λίγες μέρες πριν τα εγκαίνια κατάφερα να μπω κατ’ αποκλειστικότητα στο χώρο που θα εκτεθούν τα ιστορικά αντικείμενα της έκθεσης.
Δεν ξέρω αν μπορώ να σας μεταφέρω τη συγκίνηση που ένιωσα. Μπορώ όμως να σας μεταφέρω αυτό που είδα.
Οι δύο φρουροί της ιστορίας, σκυμμένοι με ένα ζευγάρι ειδικά ματογυάλια ο καθένας πάνω σε πίνακες, σε κεντήματα, σε κοσμήματα. Για το κάθε ένα επιφύλασσαν μία ιδιαίτερη ματιά. Για ολόκληρα λεπτά στέκονταν ακίνητοι μπροστά του, ένα πράγμα λες και σταματούσε ο χρόνος γι’ αυτούς.
Στη συνέχεια το αντικείμενο ή ο πίνακας είτε περνούσε από το ένα τους χέρι στο άλλο είτε το αναποδογύριζαν και πάλι για μερικά λεπτά ακίνητοι να συνεχίζουν το κοιτούν λες και δεν το είχαν ξαναδεί.
Τα ερευνητικά τους μάτια πήγαιναν από γωνία σε γωνία, από σημείο σε σημείο. Το ψηλαφούσαν, το χάιδευαν και αφού με περιττή αγάπη το σήκωναν τελικά το τοποθετούσαν με προσοχή στην προθήκη που προοριζόταν γι’ αυτό. Μετά έκαναν «βουτιά» σε ένα άλλο κιβώτιο από το οποίο αναδύονταν με ένα ακόμα άσπρο δεματάκι.
«Μη νομίσεις ότι ταξιδέψαμε μόνοι μας όλα αυτά τα χιλιόμετρα από την Αθήνα μέχρι εδώ» μου είπε η Κατερίνα καθώς ξεδίπλωνε με αργές γεμάτες σεβασμό κινήσεις το άσπρο δεματάκι που κρατούσε. «Για εμάς όλα αυτά τα αντικείμενα έχουν ζωή. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να στο πω» μου είπε.
Στα πεταχτά μιλήσαμε, στα πεταχτά χαιρετηθήκαμε με την Ελευθερία και τον Ναούμ. Η προσήλωσή τους στο έργο τους ήταν κάτι που με εξέπληξε. Οι «φρουροί» δεν είχαν καιρό για πολλές κουβέντες.
«Το καθένα απ’ αυτά κουβαλά μία ιστορία. Και η ιστορία του κάθε εκθέματος έχει επηρεαστεί και έχει διαμορφωθεί από την ιστορία πολλών ανθρώπων. Από τη στιγμή της γέννησής τους. Κάποιοι άνθρωποι τα δημιούργησαν, κάποιοι τα χρησιμοποίησαν, κάποιοι τα χάρηκαν, κάποιοι τα βρήκαν και κάποιοι μας τα παρέδωσαν. Βλέπεις τι εννοώ; Μπορεί να είπα ότι το καθένα έχει μία ιστορία αλλά αυτή η ιστορία είναι μία ιστορία που έχει γραφτεί από τις ιστορίες πολλών ανθρώπων. Η δική μας δουλειά είναι αρχικά να την πούμε όσο καλύτερα μπορούμε αλλά και να την συντηρήσουμε γιατί πιστεύουμε στην αξία της, πιστεύουμε ότι είναι μία σημαντική ιστορία για την ανθρωπότητα. Εργαζόμαστε για το Μουσείο Μπενάκη, στο μουσείο που δημιουργήθηκε πάνω στο όραμα ενός ανθρώπου που πίστευε σ’ αυτό ακριβώς» μου λέει η Ελευθερία.
Ο Ναούμ χαμογελά δίπλα της. Ψηλαφίζει με τα χέρια του μία κορνίζα που φιλοξενεί τον Παρθενώνα. Είναι μία υδατογραφία σε χαρτί του William Cole από το 1833 που φέρει τον τίτλο «Ο Παρθενώνας».
Δεν θέλω να τον διακόψω. Εκείνος επιστρέφει τα μάτια του στην κορνίζα.
Η Ελευθερία έκανε λόγο για την ιστορία του κάθε εκθέματος. Σίγουρα η επιμέλεια και η αφοσίωσή τους αποδεικνύει ότι και οι δύο τους είναι κομμάτι αυτής της ιστορίας. Είναι και αυτοί κάποιοι από τους ανθρώπους που τα άγγιξαν, τα φρόντισαν, ταξίδεψαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Μουσείο Μπενάκη μαζί τους. Η δική τους ιστορία όταν πριν από λίγες μέρες εμφανίστηκαν στο αεροδρόμιο της Μελβούρνης με τέσσερις φρουρούς να τους φρουρούν, είναι πλέον κομμάτι της ιστορίας αυτών των εκθεμάτων. Και βλέποντάς τους να τα φροντίζουν με λατρεία διαπιστώνω ότι έχουν πλήρη επίγνωση της ευθύνης τους οι «φρουροί» της ιστορίας.
Δουλεύουν ακούραστα για να δώσουν σε όλους εμάς την ευκαιρία να προσθέσουμε και εμείς τη δική μας ιστορία σ’ αυτούς τους θησαυρούς των οποίων για τα επόμενα 10 χρόνια θα γραφτεί μια άλλη ιστορία στο Ελληνικό Μουσείο, και θα «ζωγραφιστεί» στα δικά μας μάτια και στην δική μας φαντασία.