Δεύτερη φορά, την τελευταία δεκαετία, η μεγάλη σύμμαχός μας, η Αμερική, μας σέρνει στο Ιράκ. Το 2003 μας έσυρε -ως χώρα μέλος της συμμαχίας των «προθύμων»- στον πόλεμο κατά του Σαντάμ Χουσεΐν, του «στυγνού» δικτάτορα» του Ιράκ, του «χασάπη της Βαγδάτης» που «απειλούσε» την ανθρωπότητα με το βιολογικό οπλοστάσιό του.
Βέβαια, οπλοστάσιο δεν βρέθηκε, διότι δεν υπήρχε. Αυτό που υπήρχε ήταν η απειλή του σουνιτών μουσουλμάνων της Αλ Κάιντα να βλάψουν τα γεωπολιτικά συμφέροντα των Ηνωμένων πολιτειών Αμερικής, που η σύμμαχος δεν μπορούσε να αποτρέψει μόνη της και γι’ αυτό κινητοποίησε τους «πρόθυμους» συμμάχους της. Οι τρομοκράτες του Οσάμα Μπιν Λάντεν είχαν πληγώσει, ήδη, το γόητρο των ΗΠΑ με την επίθεση στους δίδυμους πύργους, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, που ευαισθητοποίησε και τον υπόλοιπο κόσμο κατά των αιμοσταγών τρομοκρατών και διευκόλυνε τη στρατολόγηση δυνάμεων για τον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας».
Από την παρελθούσα Κυριακή η Αυστραλία ετοιμάζεται -ο πρωθυπουργός μας είπε κατά παράκληση των Αμερικανών, άλλοι λένε κατ’ εντολήν της Ουάσιγκτον για νέο πόλεμο στο Ιράκ, με προβλεπόμενο ετήσιο κόστος 400 εκ. δολάρια, αυτή τη φορά εναντίον των τζιχαντιστών-φονιάδων του Ισλαμικού Κράτους, που απειλούν να επιβάλουν την κυριαρχία τους μακελεύοντας τον κόσμο.
ο πρωθυπουργός μας είπε, ότι η αρχική «συνεισφορά» μας στον πόλεμο κατά των «βάρβαρων» τζιχαντιστών του Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι θα είναι «δύναμη εξακοσίων ατόμων, 8 πολεμικά αεροπλάνα τύπου Hornet, κατασκοπευτικό αεροπλάνο και αεροπλάνο εφοδιασμού πολεμικών αεροσκαφών εν πτήσει».
Ακολουθούμε, λοιπόν, τυφλά τη μεγάλη μας σύμμαχο στη Μέση Ανατολή, παρ’ ότι έχει αποτύχει η διαχείριση κρίσεων στη νευραλγική περιοχή του πλανήτη, χωρίς να γνωρίζουμε γιατί, χωρίς να γνωρίζουμε πόσο θα μείνουμε στη Μέση Ανατολή, χωρίς να γνωρίζουμε τους πραγματικούς όρους εμπλοκής μας στον πόλεμο. Και ούτε πρόκειται να μάθουμε τους όρους εμπλοκής μας στον πόλεμο διότι οι Αμερικανοί τους αλλάζουν συνεχώς.
Σε διάστημα ημερών η «ανθρωπιστική» συνεισφορά μας εξελίσσεται σε «πολεμική» και σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ είναι πολύ πιθανή η εμπλοκή των συμμαχικών δυνάμεων σε μάχες εδάφους, αν το απαιτήσουν οι συνθήκες.
Ο προσχηματικός στόχος της νέας εκστρατείας στη Μέση Ανατολή είναι «η αποδυνάμωση και ακόλουθη διάλυση του Ισλαμικού Κράτους». Ο πραγματικός στόχος είναι η προστασία του μαύρου χρυσού της Σαουδικής Αραβίας από τις πολλαπλασιαζόμενες ορδές των φανατικών στρατιωτών του Μπαγντάντι.
Ως παραφυάδα της Αλ Κάιντα το Ισλαμικό Κράτος στοχεύει την ανάδειξή του σε ισχυρή, βιώσιμη θρησκευτική, πολιτική και οικονομική δύναμη στην περιοχή. Για να επιτύχει το στόχο του θα πρέπει να εξασφαλίσει τον έλεγχο των πετρελαίων της Σαουδικής Αραβίας και να συγκρουστεί επιτυχώς με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής -την υπερδύναμη που διατίθεται να προστατεύσει τα γεωπολιτικά ενδιαφέροντά της με κάθε κόστος.
Οι Αμερικανοί δηλώνουν έτοιμοι να «ισοπεδώσουν» το Ισλαμικό Κράτος με τη βοήθεια των συμμάχων τους. Η ορθολογιστική ανάλυση των γεγονότων συνιστά στους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους -συμπεριλαμβανομένης και της Αυστραλίας- να αναθεωρήσουν τις εκτιμήσεις τους, διότι το σχέδιο του «αντιπάλου» να θέσει υπό τον έλεγχό του τη Σαουδική Αραβία, το «επίκεντρο» του ισλαμισμού, αυξάνει καθημερινά τον αριθμό των «ευφάνταστων» νέων από τα τέσσερα σημεία του πλανήτη, που κατατάσσονται στο «στρατό των μαρτύρων» της πίστης στον Αλάχ. Άρα, ο πόλεμος εξόντωσης του Ισλαμικού Κράτους θα είναι χρονοβόρος, αιματηρός και απαιτητικός, οικονομικά, διότι θα φανατίσει περισσότερο τον μουσουλμανικό κόσμο.
Σε άρθρο τους στην εφημερίδα “New York Times” (8/9/2014) δύο διακεκριμένοι αναλυτές, ο Nawaf Obaid, συνεργάτης του Κέντρου Επιστημών και Διεθνών Υποθέσεων Belfer Center for Science and International Affairs του Πανεπιστημίου Harvard και ο Σαουδάραβας Saud al-Sarhan, διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνών και Ισλαμικών Μελετών King Faisal Center for Research and Islamic Studies, εκτιμούν ότι η μόνη χώρα που μπορεί να κινηθεί κατά του Ισλαμικού Κράτους, χωρίς να «προκαλέσει» τον ισλαμικό κόσμο, είναι η Σαουδική Αραβία.
Οι έγκριτοι αναλυτές διαφωνούν κάθετα με την άποψη διεθνών αναλυτών ότι η Σαουδική Αραβία είναι η χώρα που «γέννησε» το Ισλαμικό Κράτος και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι «η δύναμη» που μπορεί να «διαλύσει» το Ισλαμικό Κράτος. Η Σαουδική Αραβία είναι «η χώρα στόχος» λένε, διότι η δημιουργία χαλιφάτου (ισλαμικής αυτοκρατορίας, που διοικείται σύμφωνα με τη σαρία) περνά από τη Σαουδική Αραβία, χώρα επίκεντρο του Ισλαμισμού και «κηδεμόνα» της Μέκκας, ιερότερης πόλης των μουσουλμάνων και της Μεδίνας, της δεύτερης ιερότερης πόλης για τους Μουσουλμάνους (μετά τη Μέκκα) στην οποία έχει ταφεί ο προφήτης Μωάμεθ.
Το Ισλαμικό Κράτος, εξηγούν, «γεννήθηκε» από τις στάχτες του μεταπολεμικού Ιράκ, από τα σώματα αξιωματικών του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και των υποστηρικτών τους, στο Ιράκ και τη Συρία. Μέσω των οργανωμένων υποστηρικτών του το Ισλαμικό Κράτος Ιράκ και Συρίας (ISIS) εξασφάλισε οικονομική στήριξη, που το κατέστησε «αυτάρκες» οικονομικά.
Η οικονομική «αυτάρκεια» ενίσχυσε το σχέδιο για «αρπαγή» του πλούτου της Σαουδικής Αραβίας. Υπενθυμίζουν, επί τη ευκαιρία, ότι το Ισλαμικό Κράτος οργάνωσε εκστρατεία κατά της Σαουδικής Αραβίας με την επωνυμία “qadimun – ερχόμαστε» και στόχο την κατάληψη της χώρας. Η πολιτική ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας αντέδρασε επικηρύσσοντας το Ισλαμικό Κράτος ως «τρομοκρατική οργάνωση» και θεσπίζοντας σκληρά πρόστιμα για τους υποστηρικτές του.
Ουσιαστικά, λένε οι δύο αναλυτές, το Ισλαμικό Κράτος ακολούθησε -όσον αφορά τις υλικές διεκδικήσεις του από τη Σαουδική Αραβία – την τακτική της Αλ Κάϊντα του Οσάμα μπιν Λάντεν, αν και διαφώνησε -όπως και η Αλ Κάιντα- με την εκτροπή της «προικισμένης» χώρας από τον «ορθόδοξο» ισλαμισμό για να κεφαλαιοποιήσει τον πλούτο της.
Πώς δικαιολογείται, τότε, η άποψη ότι το Ισλαμικό Κράτος «γεννήθηκε» στη Σαουδική Αραβία;
Η άποψη αυτή, εξηγούν οι Nawaf Obaid και Saud al-Sarhan, θεμελιώνεται στην πίστη, ότι η Σαουδική Αραβία και το Ισλαμικό Κράτος Ιράκ και Συρίας εξασκούν την «ορθόδοξη», «πρωτομουσουλμανική» «υπερσυντηρητική» μορφή του σουνιτικού ισλάμ «Salafism”, γνωστή στη δύση ως “Wahhabism” – η Σαουδική Αραβία διαψεύδει τους ισχυρισμούς του ISIS ότι είναι «Σαλαφιστές».
Ο Gilles Kepel, Γάλλος πολιτικός επιστήμονας και μέλος του Institut Universitaire de France, με εξειδικευμένες γνώσεις για το ισλάμ και το σύγχρονο αραβικό κόσμο περιγράφει ως «Σαλαφιστές τζιχαντιστές» ένα κίνημα, το οποίον δημιουργήθηκε το 1990 και επιδίδεται στον ιερό πόλεμο. Ο Kepel σχολιάζει, ότι οι «Σαλαφιστές» που συνάντησε στην Ευρώπη στη δεκαετία του ’80 ήταν «παντελώς (α) πολιτικοί». Όμως «Σαλαφιστές» που συνάντησε στα μέσα του ’90 πίστευαν ότι ο ιερός πόλεμος με μορφή «βίαιης τρομοκρατίας» ήταν «δικαιολογημένο μέσο επίτευξης αντικειμενικών στόχων». (Bruce Livesey, The Salafist Movement). «Σαλαφιστές Τζιχαντιστές» ήταν και τα μέλη και οι υποστηρικτές της Αλ Κάιντα.
Οι Nawaf Obaid και Saud al-Sarhan εκτιμούν, ότι η ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτους είναι η ιδεολογία των Kharijites, μίας σχισματικής ομάδας η οποία «απέκλινε» από τη μουσουλμανική κοινότητα επί των ημερών του χαλίφη Αλή – τον οποίον εκτέλεσαν. «Οι Kharijites πίστευαν, ότι οποιοσδήποτε διαφωνούσε μαζί τους έπρεπε να εκτελεστεί ως άπιστος, δικαιολογούσαν τις μαζικές εκτελέσεις πολιτών – συμπεριλαμβανομένων και γυναικόπαιδων – και ανέκριναν σκληρά τους αντιπάλους τους, για να επιβεβαιώσουν την πίστη τους» σχολιάζουν.
Ως φορείς της ιδεολογίας των Kharijites τα μέλη και οι υποστηρικτές του Ισλαμικού Κράτους διαφέρουν ριζικά από τους «Σαλαφιστές» που, κατά τους Nawaf Obaid και Saud al-Sarhan, ενστερνίζονται την ιδεολογία του διανοουμένου, Θεολόγου του 19ου αιώνα, Αhbad bin Hanbali, η οποία απορρίπτει την ανταρσία, την αιματοχυσία και το βίαιο προσηλυτισμό.
Η εμβληματική αρχή της ιδεολογίας του Αhbad bin Hanbali «δόξα τω θεώ, δεν συναινώ στην αιματοχυσία μήτε την διατάσσω, η υπομονή είναι προτιμότερη της ανταρσίας, η οποία προκαλεί αιματοχυσία» αποτελεί αρχή της σύγχρονης θεολογία των «Σαλαφιστών» της Σαουδικής Αραβίας και ειδοποιό διαφορά τους από τους ορθόδοξους μουσουλμάνους του Ισλαμικού Κράτους.
Φανατικοί μουσουλμάνοι η ηγεσία και τα μέλη του Ισλαμικού Κράτους, ορκισμένοι να σκοτώνουν τους «νεωτεριστές» ομοδόξους τους και να πολεμούν μέχρι τελικής πτώσης τις χώρες, που εμποδίζουν τη δημιουργία νέου χαλιφάτου.
Εμείς, πόσο κινδυνεύουμε από τους αφιονισμένους στρατιώτες του Ισλαμικού Στρατού; Ο Dan Benjamin, καθηγητής στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Dartmouth και μέχρι το 2012 Συντονιστής των υπηρεσιών κατά της τρομοκρατίας στο αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωνε την Τρίτη το βράδυ στο τηλεοπτικό πρόγραμμα 7.30 Report του ABC, ότι δεν κινδυνεύουμε από επίθεση του Ισλαμικού Κράτους.
«Οι χώρες που πολεμούν στην περιοχή (Μέση Ανατολή) ή μεμονωμένοι πολίτες τους πολεμούν δίπλα στους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, ή έχουν θύλακες φανατισμένων μουσουλμάνων διατρέχουν περιορισμένο κίνδυνο» απάντησε σε σχετική ερώτηση και πρόσθεσε.
«Η βία είναι ενδημική και θα υπάρχει για πολύ, παρά πολύ καιρό. Η απειλή έναντι της οποίας πρέπει να προστατευτούμε είναι η απειλή επανάληψης των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Τέτοια απειλή δεν υφίσταται και δεν θα υπάρξει, αν εργαστούμε σωστά στην περιοχή, καταστρέψουμε τα ασφαλή καταφύγια εξτρεμιστών και περιορίσουμε το ρεύμα των ξένων πολεμιστών στην περιοχή. Όλα αυτά θα εξαλείψουν μακροπρόθεσμα μία τέτοια απειλή» κατέληξε.
Εμείς θα προσθέσουμε, ότι η Αυστραλία δεν κινδυνεύει, μήτε πρόκειται να κινδυνεύσει από τέτοια απειλή, γι’ αυτό καλά θα κάνουν τα αυστραλιανά ΜΜΕ να σταματήσουν να αντιγράφουν τα αμερικανικά που, κατά τον Dan Benjamin «υπερτονίζουν» τον κίνδυνο επίθεσης στην Αυστραλία και αλλαχού, διότι «το Ισλαμικό Κράτος δεν έχει ιστορία στην οργάνωση μυστικών, τρομοκρατικών επιθέσεων».