Έχουμε συνηθίσει τη Μελβούρνη, εδώ και χρόνια, να «φιγουράρει» στις κορυφαίες θέσεις των κατατάξεων με τις καλύτερες πόλεις για να ζει κανείς.
Με εξαίρεση βέβαια την περίοδο των lockdowns εν μέσω πανδημίας, οπότε κατέρριψε ένα παγκόσμιο ρεκόρ -αρνητικό- για τις περισσότερες ημέρες «εγκλεισμού» των κατοίκων της λόγω των αυστηρών μέτρων περιορισμού.
Με τα κρούσματα του κορονοϊού να υποχωρούν, η κανονικότητα επανήλθε και ειδικά το κέντρο της πόλης, που υποδέχεται τους περισσότερους επισκέπτες -από εντός και εκτός συνόρων της Βικτώριας και της Αυστραλίας- ανάκτησε τη ζωντάνια του.
Με ό,τι αυτό συνεπάγεται όμως -όπως δείχνουν τα στοιχεία και παραδέχεται η Αστυνομία- και για την εγκληματικότητα, ειδικά τα περιστατικά που αφορούν νεανική παραβατικότητα.
Η αστυνομική παρουσία ενισχύεται, αλλά οι πολίτες είναι ακόμη «μουδιασμένοι» από το πρόσφατο περιστατικό στο CBD με το όχημα να πέφτει επάνω σε πεζούς που περίμεναν σε στάση του τραμ, στην πολυσύχναστη διασταύρωση των Bourke Street και Swanston Street και στη συνέχεια επάνω σε άλλα αυτοκίνητα, παρασύροντας στον θάνατο τον 76χρονο John Haasz και τραυματίζοντας πέντε ακόμη ανθρώπους.
Σε ουκ ολίγους ξύπνησαν άσχημες μνήμες, από το 2017, όταν ο James Gargasoulas παρέσυρε στον θάνατο έξι ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 27.
Ο πρωθυπουργός Daniel Andrews αναγνώρισε ότι ήταν «ένα τρομερό περιστατικό» αυτό που συνέβη την περασμένη Παρασκευή, αλλά υποστήριξε ότι από πλευράς υποδομών και μέτρων που ελήφθησαν από το 2017 και έπειτα, δεν υπήρχαν άλλες διαθέσιμες ή πρακτικές τεχνικές που θα είχαν αποτρέψει το τραγικό συμβάν.
«Νομίζω ότι κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να ‘οχυρώσουμε’ τα πεζοδρόμια για να προσπαθήσουμε να ελέγξουμε την κίνηση της κυκλοφορίας … Δεν νομίζω ότι είναι σκόπιμο ή ιδιαίτερα χρήσιμο να χρησιμοποιήσουμε αυτό το τρομερό περιστατικό ως επιχείρημα υπέρ ή κατά του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το CBD».
Όσον αφορά στην υπόλοιπη πόλη, λίγες ώρες αργότερα «ήρθε» το φονικό έξω από καφετέρια στο Keilor Village -το Σάββατο το πρωί- με θύμα τον Gavin «Capable» Preston, που ήταν γνωστός στον υπόκοσμο της Μελβούρνης, τον οποίο εκτέλεσαν πυροβολώντας τον πολλές φορές.
Στο μεταξύ, οι Αρχές ήδη είχαν αρκετές υποθέσεις ανοιχτές, μεταξύ των οποίων και η αναζήτηση όλων των εμπλεκόμενων -εφήβων κυρίως- στην απαγωγή ενός 14χρονου μαθητή την ώρα που επέστρεφε από το σχολείο -στο Glen Huntly -στο σπίτι του, ο οποίος υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς και έδινε μάχη για τη ζωή του στο νοσοκομείο.
Επίσης, στο πιο πρόσφατο περιστατικό η Αστυνομία αναζητούσε δύο δράστες που πιστεύει ότι πυροβόλησαν προς ένα σπίτι στο Janmara Court του Endeavour Hills, τραυματίζοντας έναν έφηβο ενώ κοιμόταν στο δωμάτιό του.
Οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης κλήθηκαν στην οικία περίπου στις 1.20 π.μ. τα ξημερώματα της Τετάρτης. Ο Επιθεωρητής Al Hanson δήλωσε ότι ο 17χρονος ήταν «εξαιρετικά τυχερός» που ήταν ζωντανός. Η Αστυνομία πιστεύει ότι οι πυροβολισμοί ήταν «στοχευμένοι», αλλά δεν πιστεύει ότι ο έφηβος ήταν ο στόχος.
ΑΥΞΗΜΕΝΗ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ
Τα παραπάνω, μερικά μόνο από τα πιο πρόσφατα περιστατικά «τρόμου» στη Μελβούρνη, θέτουν ένα βασικό ερώτημα στις συζητήσεις που γίνονται στις παρέες και σε οικογενειακό περιβάλλον, με πολλούς -ανάμεσα τους και ομογενείς- να σκέφτονται αν η Μελβούρνη παραμένει ασφαλής και ειδικά το CBD.
Δεν είναι μόνο οι κάτοικοι όμως, που σχολιάζουν τα «τελευταία νέα», καθώς όπως επεσήμανε το ABC, χιλιάδες αναρτήσεις στο διαδίκτυο (κυρίως στην πλατφόρμα Reddit) αποκαλύπτουν την απροθυμία πολλών, εντός και εκτός συνόρων, να ταξιδέψουν στη Μελβούρνη.
Οι Αρχές έχουν ήδη λάβει πρόσθετα μέτρα. Η παρουσία των αστυνομικών είναι ενισχυμένη, ειδικά τις τελευταίες ημέρες και επισημαίνεται από τους αρμόδιους ότι σύμφωνα με τα στοιχεία η συνολική εγκληματικότητα στην πόλη είναι κατά 5,5% χαμηλότερη από τα προ της πανδημίας επίπεδα.
Το ABC ανέφερε ωστόσο ότι ανάλυση των στοιχείων για εγκλήματα μόνο στο CBD – με επίκεντρο τα 1,61 χλμ × 0,80 χλμ των δρόμων που οριοθετούνται από Flinders Street, Spring Street, La Trobe Street και Spencer Street – δείχνει άνοδο των περιστατικών.
Ειδικότερα, τα δεδομένα μόνο στις περιοχές του ταχυδρομικού κώδικα «3000», ο οποίος περιλαμβάνει επίσης την Queen Victoria Market και το RMIT, δείχνουν ότι τα «εγκλήματα κατά ανθρώπων» αυξήθηκαν κατά 25% το έτος που έληξε τον Μάρτιο του 2023 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι τα εγκλήματα αυτά βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι ήταν στα προ της πανδημίας έτη 2017-2020.
Οι επιθέσεις και τα συναφή αδικήματα (assaults & related offences) βρίσκονταν στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας, καταγράφοντας «άλμα» 23% μέσα σε ένα έτος.
Οι ληστείες (robberies) βρίσκονταν επίσης στο δεύτερο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 10 ετών, σημειώνοντας αύξηση 70% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Καταγράφηκε επίσης υψηλότερος αριθμός αδικημάτων δημόσιας τάξης και ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των παραβάσεων με όπλα και της ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Ωστόσο, παρά την άνοδο που σημειώθηκε στο έτος έως τον Μάρτιο, τα αδικήματα αυτά ήταν σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από ό,τι ήταν πριν από την πανδημία και ήταν περίπου το ένα τρίτο του αριθμού που καταγράφηκε το 2014.
Στον απόηχο των τελευταίων εξελίξεων, η Αστυνομία της Βικτώριας, ενισχύει την παρουσία της στους δρόμους, ειδικά στο CBD, γύρω από την Bourke Street, κάτι που προανήγγειλε μετά το πρόσφατο μακελειό ο Αρχηγός της, Shane Patton, «ώστε να διασφαλιστεί ότι το κοινό μπορεί να αισθάνεται ήρεμο πως η Μελβούρνη είναι μια εξαιρετικά ασφαλής πόλη».
Ο Διοικητής της Αστυνομίας (Commander) Mark Galliott, σχολίασε επίσης: «Θέλω να διαβεβαιώσω το κοινό ότι η Μελβούρνη είναι ασφαλής, αλλά ωστόσο, ως αποτέλεσμα του περιστατικού της περασμένης Παρασκευής το βράδυ, είναι προφανές ότι απαιτείται περαιτέρω διαβεβαίωση της κοινότητας».
«Θα έχουμε επίσης μια σειρά από επιχειρήσεις που αφορούν τους άστεγους, οι οποίοι αποτελούν ένα συνεχές πρόβλημα στη Μελβούρνη και γύρω από αυτήν».
Όταν ρωτήθηκε σχετικά με την αύξηση των περιστατικών στο CBD, απάντησε ότι η αναζωογόνηση του CBD μετά την πανδημία οδήγησε σε αναπόφευκτη αύξηση των εγκλημάτων και των επιθέσεων.
«Τα βράδια της Παρασκευής και του Σαββάτου, η κίνηση των πεζών μέσα και γύρω από την CBD είναι μεγαλύτερη από ποτέ, και μαζί με αυτό έρχεται φυσικά και η αυξημένη ‘ένταση’ μεταξύ των ανθρώπων».
«Αυτό είναι που ‘οδηγεί’ αυτά τα δεδομένα, είναι οι αυξημένες επιθέσεις γύρω από χώρους με άδεια λειτουργίας (για πώληση αλκοόλ)» (licensed premises).
Επεσήμανε δε ότι η Αστυνομία ανησυχεί κυρίως για τη νεανική παραβατικότητα, καθώς οι έφηβοι, ιδίως στην ηλικιακή ομάδα 10 έως 17 ετών, «υπερεκπροσωπούνται» τόσο στον αριθμό των θυμάτων, όσο και στον αριθμό των δραστών.
Ο Dave McDonald, ανώτερος λέκτορας Εγκληματολογίας στο University of Melbourne, μιλώντας στο ABC σχολίασε ότι οι περισσότερες περιπολίες στο CBD δεν σημαίνουν απαραίτητα και «διόρθωση» των στατιστικών της εγκληματικότητας.
«Όταν αυξάνουμε την ‘ορατή’ αστυνομική παρουσία, τότε μπορούμε πραγματικά να δούμε αυξήσεις στις στατιστικές», είπε, εξηγώντας ότι ο λόγος είναι πως όντας «εκεί» οι αστυνομικοί είναι σε θέση να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν άμεσα περισσότερα εγκλήματα από ό,τι αν δεν περιπολούσαν στο σημείο.
Ανέφερε δε ότι ενώ η ενίσχυση των περιπολιών μπορεί να κάνουν ορισμένους στη Μελβούρνη να νιώθουν πιο ασφαλείς, θα μπορούσε να έχει αντίθετα αποτελέσματα για τις «περιθωριοποιημένες κοινότητες».
Εξάλλου, η αυξημένη παρουσία αστυνομικών και η εστίαση στους άστεγους έχει προκαλέσει την ανησυχία ορισμένων στην κοινότητα ότι οι ευάλωτοι άνθρωποι θα «στιγματιστούν», γι’ αυτό και συνιστούν προσοχή και διάκριση ανάμεσα στην «ασφάλεια» και τη «δίωξη».
Ανάμεσα τους, ο Brendan Nottle, διοικητής του Salvation Army Melbourne, ο οποίος δήλωσε ότι «η πραγματική μας ανησυχία τώρα είναι ότι το ευρύ κοινό υποθέτει ότι οποιοσδήποτε άστεγος ή οποιοσδήποτε έχει πρόβλημα ψυχικής υγείας αποτελεί κίνδυνο, και αυτό δεν ισχύει κατηγορηματικά».
Αυτό, είπε, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αισθήματα θυμού ή απογοήτευσης για τους άστεγους.
«Νιώθουν ότι δεν είναι επιθυμητοί σε αυτή την πόλη και κάνουμε απολύτως ό,τι μπορούμε για να διαλύσουμε αυτή τη σκέψη», είπε ο κ. Nottle.
«Η Μελβούρνη στην καρδιά της είναι μια πόλη που λέει ότι όλοι είναι ευπρόσδεκτοι».
Υπογράμμισε άλλωστε ότι οι άστεγοι είναι εξίσου πιθανό να πέσουν θύματα βίας και να βρεθούν στο «στόχαστρο» εγκληματιών.
Σε κάθε περίπτωση, χαιρέτισε την αυξημένη παρουσία της Αστυνομίας που επικεντρώνεται στην ασφάλεια των πολιτών, σε αντίθεση με αυτή που «διώκει».
«Εάν η αστυνομική παρουσία αφορά όλους, όχι μόνο ορισμένων ομάδων, τότε το υποστηρίζουμε πολύ αυτό», τόνισε.
Από την πλευρά της, η Chloe Beevers, πρόεδρος του City Precinct -μιας ένωσης που αφορά τον ταχυδρομικό κώδικα «3000», η οποία συναντάται τακτικά με το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης για να παράσχει προοπτική για το πώς αισθάνονται οι επιχειρήσεις στο CBD – είπε ότι η ομάδα της υποστηρίζει επίσης την αύξηση της αστυνομικής παρουσίας για την αίσθηση ασφάλειας που θα προσφέρει τόσο στους εμπόρους, όσο και στους πελάτες τους.
«Ανεξάρτητα από το αν πραγματικά κινδυνεύεις ή όχι να πάθεις κακό, μπορεί να επηρεάσει την αίσθηση της ποιότητας ζωής σου», είπε.
«Αν περπατάς σε έναν δρόμο και δεν υπάρχει κανείς εκεί, αισθάνεσαι λίγο πιο νευρικός», πρόσθεσε.
«Αλλά αν περπατάς στο δρόμο και υπάρχουν μουσικοί, υπάρχει μουσική, τα καφέ και τα εστιατόρια είναι ανοιχτά – υπάρχει μια αίσθηση ζωντάνιας και ζωής – αισθάνεσαι πιο ασφαλής».