Και των παιδιών και των εγγονιών μας η διασκέδαση, την σήμερον ημέρα, είναι το κάτι άλλο. Ομολογώ πως όσο και αν προσπάθησα να εκσυγχρονιστώ και να γίνω μοντέρνος παππούς της σημερινής… προχωρημένης εποχής, δυστυχώς, δεν τα κατάφερα.
Παθαίνω, κάθε φορά που βλέπω στην τηλεόραση παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να σέρνονται λιώμα στο πεζοδρόμιο και να θεωρούν το χάλι τους κατάσταση φυσιολογική και αυτό το χάλι, την ξεφτίλα της εποχής, να την θεωρούν διασκέδαση.
Είναι η «αρρώστια μου», να κάνω κάποιες αναδρομές στο παρελθόν και να κάνω, θέλοντας και μη, κάποιες «τίμιες» συγκρίσεις. Προκαλώ τον οποιονδήποτε και αναφέρομαι σε εμάς τους παλαιότερους, τους γεροντότερους, να κάνει μια σύγκριση με τη διασκέδαση των δικών μας νεανικών χρόνων με τη σημερινή νεολαία της Αυστραλίας, της Ελλάδας και των άλλων προηγμένων και πολιτισμένων χωρών.
Θυμάμαι πως το 1957, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ένας υπαστυνόμος, γείτονάς μου στην Αθήνα, γύριζε κάθε βράδυ τα διάφορα νυχτερινά κέντρα της περιοχής για να ελέγξει αν εφαρμόζεται ο νόμος, που μόλις είχε τεθεί σε ισχύ. Το νομοσχέδιο προέβλεπε αυστηρές ποινές και πρόστιμα για τους παραβάτες και, απ’ ό,τι διάβαζα, είχε αρκετά καλά αποτελέσματα για μεγάλο διάστημα και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ακόμη και σήμερα.
«Μέτρα ηθικής προστασίας των ανηλίκων» περιελάμβανε το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και όριζε ότι «δεν επιτρέπεται η είσοδος ανηλίκων κάτω των 18 ετών σε δημόσια κέντρα, λέσχες, εντευκτήρια αθλητικών σωματείων εντός των οποίων διενεργούνται τυχερά παιχνίδια. Προέβλεπε, μάλιστα, το νομοσχέδιο και ποινή φυλακίσεως, τουλάχιστον τριών μηνών, σε όσους επέτρεπαν την είσοδο ανηλίκων στα κέντρα αυτού του είδους».
Μερικοί από τους αναγνώστες θα πουν πως οι εποχές έχουν αλλάξει. Πως οι νέοι μας σήμερα είναι πιο ώριμοι και γνωρίζουν τους κινδύνους (που είναι πολλοί περισσότεροι σήμερα απ’ ό,τι παλαιότερα) και ξέρουν να φυλάγονται. Άλλοι θα ισχυριστούν πως η κοινωνία μας πηγαίνει μπροστά και δεν μπορεί να επιστρέψει σε αναχρονιστικές διατάξεις που ίσχυαν προ σαράντα ή πενήντα ετών.
Αν το δεχτούμε αυτό, το ότι δηλαδή δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, μήπως θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο; Ας αναρωτηθούμε. Λαμβάνει η κοινωνία μας κάποια στοιχειώδη μέτρα για τη προστασία των παιδιών μας; Αν ναι, μπορεί κάποιος να τα απαριθμήσει; Σήμερα λειτουργούν στη χώρα που ζούμε κέντρα όλων των κατηγοριών. Από «χοροπηδάδικα» και μπαράκια, ντισκοτέκ και άπειρες αίθουσες ηλεκτρονικών παιχνιδιών και βάλε. Το περίεργο είναι πως αν μπει κάποιος σε ένα ή όλα τα παραπάνω, θα διαπιστώσει πως οι ενήλικες είναι μειοψηφία. Η συντριπτική πλειοψηφία των θαμώνων είναι κάτω των 18 ετών. Τα παρακολουθείς αυτά τα παιδιά και σκέφτεσαι τους κινδύνους που διατρέχουν και την ίδια στιγμή διαπιστώνεις πως ούτε η αστυνομία ούτε οι γονείς μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση.
Κατά τη γνώμη μου, οι σημερινοί γονείς, οι περισσότεροι, ζουν καθημερινά ένα δράμα. Κυρίως τα Σαββατοκύριακα βλέπουν τα παιδιά τους να φεύγουν από το σπίτι και να επιστρέφουν κάποιες ώρες… εξωφρενικές. Στις δύο, στις τρεις στις τέσσερις ή και στις έξη το πρωί. Οι γονείς ξέρουν πως δεν μπορούν να τα συγκρατήσουν, να τους απαγορεύσουν, να τα τιμωρήσουν. Σου λένε -και είναι αλήθεια- «έτσι γίνεται τώρα» όλα το ίδιο κάνουν, αυτές είναι οι ώρες διασκεδάσεως της εποχής μας. Αγωνιούν λοιπόν οι γονείς, αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Οι περισσότεροι αναγκάζονται να συμβιβαστούν με μια κατάσταση που είναι έξω από κάθε λογική. Αν τολμήσουν να αντιδράσουν έρχονται σε ρήξη με τα παιδιά τους και πολλές φορές τα αποτελέσματα είναι χειρότερα, πολύ χειρότερα.
Να πούμε πως η Πολιτεία δεν ενδιαφέρεται; Πως είναι ανύπαρκτη; Πως έχει αφήσει τα πάντα στην τύχη τους; Δεν ξέρω τι να πω. Μπαινοβγαίνουν παντού παιδιά κάθε ηλικίας, καταναλώνουν οινοπνευματώδη, «σφηνάκια», «μπόμπες», κοκτέιλ και ότι άλλο φανταστεί κανείς, χωρίς κανένα έλεγχο. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν και βρήκαν τους ρυθμούς τους . Τα εγγόνια μας ίσως βρίσκονται στην επικίνδυνη αυτή ηλικία και τη ζώνη της κατάστασης, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα. Τι μπορούμε να κάνουμε; Να φρενάρουμε την… «εξέλιξη» και τις «ελευθερίες»; Να πάμε ενάντια στο «ρεύμα» των πολλών και των «προχωρημένων» εμείς οι λίγοι; Ανήμποροι να αντιδράσουμε οι καταστάσεις μας υποχρεώνουν να περιοριστούμε, να κοιτάξουμε ψηλά και να ευχηθούμε να περάσει η μπόρα χωρίς ν’ αφήσει σημάδια.