*Υπεράγαθος Αυτός που είναι απόλυτα αγαθός.

*Υπεραγαπώ Αγαπώ υπερβολικά.

*Υπεραθλητής Αθλητής που πετυχαίνει επιδόσεις εντυπωσιακές.

*Υπεραίρομαι Υπερηφανεύομαι.

*Υπεραισθητός Αυτός που βρίσκεται πέρα από τον αισθητό κόσμο.

*Υπεραμύνομαι Καταβάλλω έντονη προσπάθεια για να υπερασπιστώ κάτι.

*Υπεράνω Ψηλότερα από κάτι.

*Υπεραξία Η αξία που υπολογίζεται πέρα από την αρχική εκτίμηση πράγματος.

*Υπεράξιος Πάρα πολύ άξιος.

*Υπερακοντίζω Είμαι πολύ ανώτερος.

*Υπερασπίζω Μάχομαι για να διατηρήσω και να προστατέψω κάτι.

*Υπερβαίνω Ξεπερνώ κάτι.

*Υπερβάλλω Παρουσιάζω κάτι μεγαλύτερο, σοβαρότερο από ότι πραγματικά είναι.

*Υπέρβαρος Βαρύς περισσότερο από το κανονικό.

*Υπέρβαση Το να ξεπερνά κάποιος επιτρεπτά ή καθορισμένα όρια.

*Υπερβατός Αυτός που μπορεί κάποιος να τον υπερβεί.

*Υπερβέβαιος Αυτός που είναι απολύτως βέβαιος.

*Υπερβολή Το να υπερβαίνει κάτι το κανονικό και συνηθισμένο.

*Υπέργειος Που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της Γης.

*Υπέργηρος Πάρα πολύ γέρος.

*Υπερδεξιός Αυτός που έχει υπερβολικά συντηρητικές πεποιθήσεις.

*Υπερδιέγερση Εντονότατη νευρική και ψυχική διέγερση.

*Υπερδύναμη Η υπερβολικά μεγάλη δύναμη.

*Υπερεθνικός Που ξεπερνά τα εθνικά όρια.

*Υπερεκτιμώ Εκτιμώ κάτι λανθασμένα.

*Υπερεκτείνω Εκτείνω πάρα πολύ.

*Υπερεκχειλίζω Ξεχειλίζω υπέρμετρα.

*Υπερένταση Η υπέρμετρη ένταση.

*Υπερέχω Είμαι καλύτερος από κάποιον.

*Υπερθέαμα Εντυπωσιακό θέαμα.

*Υπερθεματίζω Προσφέρω την υψηλότερη τιμή.

*Υπερθερμία Άνοδος της θερμοκρασία του σώματος πάνω από το φυσιολογικό.

*Υπερεπάρκεια Η πλήρης επάρκεια που δημιουργεί περίσσευμα.

*Υπερευαισθησία Υπερβολική ευαισθησία.

*Υπερέχω Είμαι καλύτερος από κάποιον.

*Υπερήλικος Αυτός που είναι προχωρημένης ηλικίας.

*Υπερημερία Υπέρβαση προθεσμίας για την εκπλήρωση υποχρέωσης.

*Υπερθέαμα Πλούσιο και εντυπωσιακό θέαμα.

*Υπερισχύω Αναδεικνύομαι ισχυρότερος από κάποιον.

*Υπερκόπωση Υπερβολική κόπωση.

*Υπέρλαμπρος Πάρα πολύ λαμπρός.

*Υπέρλογος Αυτός που βρίσκεται πέρα από τη λογική.

*Υπέρμαχος Αυτός που υπερασπίζεται πρόσωπο, θεσμό ή αξία.

*Υπερνικώ Καταβάλλω αντίπαλο.

*Υπερθερμαίνω Θερμαίνω πολύ.

*Ύπερθεν Από πάνω, πιο ψηλά από κάτι.

*Υπερισχύω Αναδεικνύομαι ισχυρότερος από κάποιον.

*Υπερκαλύπτω Καλύπτω εντελώς.

*Υπερκατανάλωση Υπερβολική κατανάλωση.

*Υπερκόπωση Υπερβολική κόπωση.

*Υπερκόσμιος Αυτός που βρίσκεται πάνω από τον αισθητό κόσμο.

*Υπέρλογος Αυτός που βρίσκεται πέρα ή πάνω από τη λογική.

*Υπέρμαχος Αυτός που υπερασπίζεται πρόσωπο, τόπο, θεσμό, αξία.

*Υπερμεγέθης Πάρα πολύ μεγάλος.

*Υπερνικώ Καταβάλλω αντίπαλο, είμαι ισχυρότερος από κάποιον.

*Υπέρογκος Υπερβολικά ογκώδης.

*Υπερόπτης Υπερβολικά και παράλογα υπερήφανος.

*Υπερπλήρης Αυτός που είναι υπερβολικά γεμάτος.

*Υπερσιτίζω Δίνω σε κάποιον υπερβολική τροφή.

*Υπέρταση Αύξηση της πίεσης του αίματος πάνω από το φυσιολογικό.

*Υπερτερώ Είμαι ή γίνομαι ανώτερος από άλλον.

*Υπέρτατος Αυτός που βρίσκεται πάνω από όλους.

*Υπερτίμηση Η απόδοση υπερβολικής αξίας σε κάτι.

*Υπερτιμολόγηση Ο καθορισμός της τιμής αγαθού ή υπηρεσίας σε υψηλό επίπεδο.

*Υπερτονίζω Υπογραμμίζω κάτι, εφιστώ την προσοχή σε κάτι.

*Υπερτραφής Υπερβολικά ευτραφής, πολύ χοντρός.

*Υπέρυθρος Αυτός που το χρώμα του κλίνει προς το ερυθρό, κόκκινο.

*Υπερφίαλος Αυτός που υπερηφανεύεται υπερβολικά.

*Υπερχειλίζω Υπερβαίνω την κοίτη ποταμού.

*Υπερψηφίζω Εγκρίνω κάτι με την ψήφο μου.

*Υπερωρία Το χρονικό διάστημα εργασίας πέρα από το κανονικό ωράριο.

*Υπερώριμος Αυτός που έχει ωριμάσει υπερβολικά.