Διάλεξα για σήμερα αυτό το βιβλίο επειδή ακριβώς βρίσκομαι σε μια φάση να «αφορίσω» -δηλαδή να αποκηρύξω ή να δώσω ένα τέλος στην όποια σχέση μου μαζί τους- πρόσωπα και καταστάσεις, μ’ ένα μεγαλόπρεπο «Όσοι ολιγωρείτε και συνεχίζετε να είστε προσδεδεμένοι σ’ αυτό το έτσι τα βρήκαμε κι έτσι θα τ’ αφήσουμε κάντε μου τη χάρη και κατεβείτε από το τρένο της ζωής μου – έτσι κι αλλιώς δεν σας κάλεσα».
Έχω διαβάσει πέντε-έξι φορές αυτό το βιβλίο και δεν το χορταίνω. Οι «Αφορισμοί» γράφτηκαν στο διάστημα 1917-1918, εν μέσω ενός καταιγιστικού παγκοσμίου πολέμου και συνταρακτικών ανακατατάξεων.
Ο κόσμος την εποχή που ο Κάφκα έγραψε τους περίφημους «Αφορισμούς» του ήταν κατά τι διαφορετικός από τον σημερινό, αν και προσωπικά -ειδικά τα τελευταία χρόνια- αναρωτιέμαι τι δεν πήγε καλά τις τελευταίες δεκαετίες. Κάθε τι (για το οποίο πολλοί από μας στα πρότερα χρόνια της ζωής μας αγωνιστήκαμε και οραματιστήκαμε έναν άλλο κόσμο, μέσα από οργανώσεις και ομάδες, διαδηλώσεις και επικά τρεχάματα) παραχώρησε τη θέση του σ’ αυτά που εμείς -και άλλοι πριν από μας- πολέμησαν και που θεωρήσαμε δεδομένο ότι κάποια στιγμή ανήκαν πλέον στον κάλαθο της ιστορίας, επιστρέφει και, μάλιστα, με τέτοια σφοδρότητα που σε κάνει να αναρωτιέσαι «ή εμείς κάναμε λάθος ή ο κόσμος δεν μας κατάλαβε ή μας κατάλαβε αλλά δεν ήθελε να αλλάξει».
Ωστόσο, επειδή αισθάνομαι ότι κάθε εποχή, όσο οπισθοδρομική και αν είναι, εμπεριέχει -και πρέπει- τις επαναστάσεις της, ένα από τα γραπτά απ’ όπου μπορούμε να αντλήσουμε διδάγματα είναι και οι «Αφορισμοί».
Μπορεί το έργο αυτό να φαντάζει παλιοκαιρίστικο σε όσους και όσες εξακολουθούν να πιστεύουν παραμύθια για βασιλοπούλες, μαρμαρωμένους βασιλιάδες και περιούσιους λαούς ή να ενστερνίζονται την κουλτούρα της ζωής-φαστ φουντ. Αλλά οι «Αφορισμοί» ξεπερνούν το φάσμα του χώρου και του χρόνου και μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα εν δυνάμει σημείο εκκίνησης, μια θρυαλλίδα αποσκίρτησης από τα ειωθότα, μια επαναστατική και λυτρωτική φλόγα, ένα προσάναμμα στα αποκαΐδια της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας.
Ο Τσεχοεβραίος και γερμανόφωνος Φραντς Κάφκα (Πράγα 1883-1924) δικαιούται να αφορίζει με τέτοια σιγουριά και οίστρο, μιας και είναι ένας από αυτούς που δέχτηκαν αλύπητα στο πετσί του την καταπιεστική εξουσία σε όλες τις υποστάσεις της, ειδικά την οικογενειακή μέσω της μορφής του πατέρα-αφέντη. Οι αδυσώπητες σχέσεις εξουσίας και υποταγής αποτυπώνονται πλήρως σε όλο το έργο του Κάφκα, και αποτελούν τον κύριο κορμό πάνω στον οποίο συγκροτείται η φιλοσοφία και η πολιτική του «στράτευση» που μετουσιώνεται σε λογοτεχνία. Μια λογοτεχνία που τείνει να πάρει τη μορφή μιας επανάστασης μέσω των γεφυρών που ο ίδιος επιδιώκει να οικοδομήσει με το εξωτερικό του περιβάλλον, προσπάθεια που όμως πέφτει στο κενό.
Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι “Betrachtuhgen uber Sunde, Leid, Hoffnung und den wahren” («Αφορισμοί – Παρατηρήσεις για την αμαρτία, τον πόνο, την ελπίδα και τον αληθινό δρόμο»).
Το βιβλίο αυτό έχει κάνει αρκετές εκδόσεις από διάφορους εκδοτικούς οίκους (Άγρα, Στιγμή, Επίκουρος παλαιότερα, και άλλους), αλλά για μένα η πιο καλαίσθητη είναι αυτή της Ερατούς.