Η Διονυσία έχει και ψυχή και ταλέντο!

Kέρδισε το πρώτο βραβείο του Διαγωνισμού 2014 Australian Hellenic Memorial Competition. Διαβάστε την ιστορία της!

H ομογενής μαθήτρια Dion Kouskouris (Διονυσία Κουσκουρή), μαθήτρια της πρώτης Λυκείου του Shelford Girls’ Grammar, κέρδισε το πρώτο βραβείο του Διαγωνισμού 2014 Australian Hellenic Memorial Competition για την ακόλουθη εργασία της:

“ΕΙΧΑ ΤΕΤΟΙΑ ΨΥΧΗ”

Πριν από μερικές εβδομάδες επισκέφτηκα τη γιαγιά μου. Άρχισε να μου εξιστορεί την ζωή της. Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1923 στα Χανιά της Κρήτης. Εκεί έζησε τα παιδικά της χρόνια με την οικογένειά της. Ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της ακόμα και σήμερα. Κάθε φορά που την βλέπω, ποτέ δεν χάνει την ευκαιρία να αναφέρει τη συμμετοχή της στον πόλεμο. Η εμπειρία της είναι μοναδική και νιώθω ότι πρέπει να σας πω την ιστορία της για να εξηγήσω τι άλλο έγινε την εποχή του πολέμου εκτός από αυτά στο μέτωπο. Άρχισε λοιπόν την ιστορία της και άκουγα με τα αυτιά τεντωμένα.

Πώς ήταν η ζωή σου πριν τον πόλεμο γιαγιά;
Απίθανη! Πήγαινα σχολείο, βοηθούσα την μητέρα μου και ζούσα με τα εννέα αδέλφια μου. Δεν είδα τον εαυτό μου σαν καμία ιδιαίτερη κοπέλα. Έκανα τα μαθήματά μου και ήμουν μια από τις πιο καλές μαθήτριες. Είχα πολλές φιλενάδες και όπως πολλά άλλα παιδιά, είχα και αυτούς που με ζήλευαν. Περίπου το 1939 ο πόλεμος άρχισε και όλα άλλαξαν. Αυτές οι λεπτομέρειες ήταν περιττές (η γιαγιά αναστενάζει και κοιτάει το πάτωμα για μια στιγμή).

Και τι έγινε τότε γιαγιά; Πώς ήταν οι συνθήκες του πολέμου;
Είχαμε πείνα! Όλοι μας πεινούσαμε! Μια φορά να δεις, πέρασε ένα αυτοκίνητο γεμάτο με ψωμιά! Δεν το πιστεύαμε! Το βλέπαμε από μακριά και τρέχαν τα σάλια μας. Έτρεξα με μερικές φιλενάδες μου πιο κοντά. Το φορτηγό είχε τώρα σταματήσει και βγήκαν δύο Γερμανοί. Όταν δεν μας έβλεπαν, αρχίσαμε να το ξεφορτώνουμε. Τα μετρήσαμε για να τα μοιράσουμε. Πρώτα δώσαμε στα παιδάκια που είχαν μαζευτεί από παντού. Πώς δεν μας έπιασαν τότε…


Πώς αλλιώς πήρες μέρος στον πόλεμο;

Τάιζα Εγγλέζους! Εγώ τους έβαζα και τρώγανε και μετά έφευγαν για τη μάχη. Τάισα στρατό ολόκληρο! Ψωμάκι ζητούσαν. Κατάλαβες; Είχα τέτοια ψυχή. Εσύ όμως να μην δίνεις σε κανέναν τίποτα, γιατί δεν ξέρεις τι άνθρωπος είναι. Εάν σου ζητήσει κανείς κάτι, πες του συγνώμη και να φωνάξεις τη μάνα σου να τους δώσει μια φετίτσα ψωμί. Φυλακή έκανα εγώ πολύ!

Φυλακή! Πόσο χρόνο έκανες φυλακή και γιατί;
Ήμουν στην φυλακή οχτώ μήνες. Τη νύχτα, στις δώδεκα, ήρθανε όταν κοιμόμουν. «Θέλουμε την Δεσποινίδα Κατερίνα! Θέλουμε τη Δεσποινίδα Κατερίνα τώρα! Σήκω! Ξέρουμε για τους Εγγλέζους!» «Δεν έχω Εγγλέζους!» τους είπα. Χτυπούσαν την πόρτα μας. Ο πατέρας μου δεν τους άνοιγε. «Μη με ρωτάτε! Δεν ξέρω! Μην με ρωτήσετε ξανά!» Προσπάθησαν να με κάνουν να μιλήσω. «Θα παρουσιάσουμε τον Εγγλέζο, επειδή ο Εγγλέζος σε γνωρίζει» μου είπαν. «Κάνετε λάθος. Είναι άλλη Κατερίνα». Στο τέλος δεν μπορούσα άλλο. Μου είπαν ότι θα περάσω από δικαστήριο και θα έπαιρναν την οικογένειά μου. Εντάξει. Ήρθε ένας Εγγλέζος και του έδωσα λίγο ψωμάκι. Έπρεπε να μη του δώσω;


Τι έκανες τότε στη φυλακή για οκτώ μήνες γιαγιά;

Στο κελί, μοναχή ήμουν. Είχα μόνο ένα σεντόνι του κρεβατιού μου. Είχα βρει λίγη κλωστή και μια βελόνα και έσκιζα ένα ύφασμα και το ξαναέραβα. Η αλήθεια είναι ότι έτσι περνούσα πολλές από τις ημέρες μου.

Σε βασάνισαν; Τι σου έκαναν;
Όχι δεν με βασάνιζαν. Δεν με χτύπησαν καθόλου. Άλλους στη φυλακή τους χτυπούσαν. Εμένα με πήραν με το καλό. Όμως δεν με άφηναν να μιλήσω σε κανέναν. Με έβγαζαν να παίρνω αέρα μια φορά την ημέρα. Μια από τις καλύτερες στιγμές ήταν όταν βγήκα έξω και έκοψα χόρτα. Τα καθάρισα και τους τα πήγα στην κουζίνα να μου τα βράσουν. Μου λέγανε «Τι είναι αυτά;» «Φάτε! Φάτε!» τους είπα. Τα τρώγανε σαν τα μακαρόνια (οι Εγγλέζοι στη φυλακή).


Πες μου, ήταν άλλες γυναίκες μαζί σου;

Ο καθένας είχε το δωμάτιό του. Δεν είχαμε παρέα με κανέναν. Ήταν γυναίκες στη φυλακή όμως όχι στο ίδιο δωμάτιο. Ήταν και άντρες, ήτανε και αγοράκια και κοριτσάκια. Τα αγόρια τα μαζεύανε και σκεφτόμουν πού τους πήγαιναν άραγε; Ήταν ένας καλός στρατιώτης και του είπα «Μπουμ! Μπουμ! Μπουμ! Ναι;» «Όχι, πάνε να σκουπίσουνε!» μου έκανε νόημα. Συνεννοούμασταν όπως μπορούσαμε.

Είχες καμιά φιλενάδα μέσα ή έξω από τη φυλακή που πηγαίνατε μαζί;
Όχι παιδί μου, απομόνωση. Ξέρεις τι θα πει απομόνωση; Το δωμάτιο μου ήταν δύο φορές τόσο μακρύ, να σαν αυτό το τραπέζι (περίπου ένα επί δύο μέτρα) και η πόρτα που έβγαινα έξω. Κλειδωμένοι ήμασταν. Μας φύλαγαν τέσσερα σκυλιά από μια μεριά και τέσσερα από την άλλη μαζί με δύο οπλισμένους Γερμανούς.


Σε άφησαν να μιλήσεις με την οικογένειά σου έξω από την φυλακή;

Έμμεσα, ναι. Έστελναν νέα στους δικούς μου από το γραφείο τους. Ήταν αυστηροί αλλά μ’ αγαπούσαν. Όλα τα γράμματά μας τα διάβαζαν. Η επαφή με την οικογένειά μου ήταν λίγη. Έλπιζα πώς γρήγορα θα έβγαινα από εκεί. Δυστυχώς όμως, οι μέρες δεν περνούσαν γρήγορα (αρχίζουν και βουρκώνουν τα μάτια της γιαγιάς).

Πόσο χρονών ήσουνα όταν σε έβαλαν φυλακή;
Ήμουν δέκα εφτά! Ήμουν όμως… ήμουν ατσίδα! (και μου κλείνει το μάτι η γιαγιά). Δέκα εφτά, αλλά το μυαλό μου είκοσι εφτά!


Έκανες παρέα με άλλους;

Με τα αγόρια, ναι. Με τα κορίτσια, αυτή είναι άλλη ιστορία. Μια φορά ήταν μία και φώναξε στους Γερμανούς «βάλε την μέσα να την κάνουμε να ψηθεί!» Μην ανησυχείς, την παρέλαβα μία μέρα την τσίκα.


Πώς βγήκες από τη φυλακή;

Με έβγαλε από μέσα μια γυναίκα. Πήγε στους Γερμανούς και τους ρώτησε γιατί με βαστάνε. Τους είπε: «Δεν ντρέπεστε; Είναι μικρή κοπέλα και έδωσε ένα ψωμάκι σ’ ένα παιδί; Σ’ έναν άντρα; Σε ένα γέρο;» Τους παρακάλεσε για ώρες ολόκληρες. Τελικά, η τύχη μου άλλαξε.


Γιατί αυτή η γυναίκα ήθελε να σε βοηθήσει; Ήξερε την μάνα σου; Πώς;

Όλες την ξέραμε. Στην γειτονιά μας ήταν. Προσπάθησε να με βγάλει έξω. Δεν ήθελε να με έχουνε μέσα. Ήμουν το καμάρι της Χαλέπας. Με αγαπούσαν όλοι γιατί ήμουν καλή και βοηθούσα τον κόσμο.

Έβγαλε και άλλες ή μόνο εσένα;
Εμένα. Εμένα μόνο. Αλλά έκανα όρκο ότι δεν θα ξαναδώσω ψωμί πουθενά, ούτε νερό. Δεν ήθελα πάλι το κελί. Ήθελα την οικογένειά μου και το σπίτι μας. Για τώρα, θα πρόσεχα μόνο τους γονείς και τα αδέλφια μου.

Πότε έφυγες από τη φυλακή;
Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Το 1944. Δέκα οχτώ χρονών ήμουνα. Μεγάλη κοπέλα τώρα. Αλλά έχω βραβείο όμως από την Αγγλία. Με ευχαριστούν για τη βοήθεια στο ναυτικό, το στρατό και το αεροναυτικό των Εγγλέζων, για να αποφύγουν τον εχθρό.

Όταν έφυγες από τη φυλακή ήταν πάλι ίδια τα πράγματα ή είχαν αλλάξει;
Όχι. Καλημέρα, καλησπέρα στο σπίτι μου, στη μάνα μου και πάλι εγώ. Έδωσα έναν όρκο να μην ξαναδώσω ψωμί σε κανέναν ξένο. Αυτό όμως ήταν που μ’ έτρωγε. Γιατί να μην μπορώ να δώσω; Κατάλαβες; Η ψυχή μου έδινε. Βοηθούσα πολύ τα νοσοκομεία, τις γυναίκες, τα παιδιά. Παντού έτρεχα, Κατίνα, Κατίνα. (Σκέφτεται η γιαγιά για τον καιρό τότε…) Όμως, καλά τα πέρασα. Μετά είχα μαγαζί, τσαντάδικο. Το είχε ο Βαγγέλης ο άντρας μου, το έκλινε και το άνοιγε. Εγώ παντρεύτηκα μεγάλη (είκοσι εννέα χρονών) και δούλευα στο μαγαζί του. Με πήρε επειδή ήμουν καλή κοπέλα.

Άστα όλα αυτά τώρα, περάσανε. Σήμερα έχω δύο κόρες. Τέσσερα εγγόνια και τρία δισέγγονα. Να είναι καλά και να έρχεστε πιο συχνά. (Εκείνη τη στιγμή, αγκαλιάζω την γιαγιά μου και μου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο!)».