Μην έχοντας την επιλογή ή την επιθυμία να επιστρέψουν στα πατρικά τους, καθώς το κόστος στέγασης -και ζωής εν γένει- έχει… ξεφύγει στην Αυστραλία όλο και περισσότεροι είναι αυτοί που αναζητούν συγκάτοικο/ους, ώστε να μοιραστούν τα δυσβάσταχτα έξοδα ενός σπιτιού ή διαμερίσματος.

Πιο συγκεκριμένα, η διαδικτυακή πλατφόρμα Flatmates.com.au, που εξειδικεύεται στη συγκατοίκηση, που κατέγραψε μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη αύξηση της ζήτησης τον περασμένο Οκτώβριο, με άνοδο 11,2% στα μέλη της σε σχέση με τον Σεπτέμβριο και +15,6% από τον Οκτώβριο του 2022.

Τα στοιχεία αναφέρουν επίσης ότι οι καταχωρίσεις ακινήτων στην πλατφόρμα αυξήθηκαν σημαντικά τον Οκτώβριο, κατά 9,7% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και κατά 38% από τον περασμένο χρόνο, καθώς δεν είναι λίγοι και αυτοί που λόγω της κρίσης κόστους ζωής θέλουν να δημιουργήσουν πρόσθετες πηγές εισοδήματος.

Μάλιστα, οι μισές από όλες τις καταχωρίσεις ακινήτων προέρχονται από ιδιοκτήτες, με την πλειονότητα αυτών που ζουν σε σπίτι και νοικιάζουν κάποιο επιπλέον δωμάτιο ή το «granny flat».

«Τον όγκο της κίνησης που είδαμε τον Οκτώβριο δεν τον βλέπουμε συνήθως μέχρι τον Δεκέμβριο, γεγονός που δείχνει ότι η ζήτηση για διαμονή με συγκατοίκηση ‘θερμαίνεται’ πολύ πριν από την περίοδο αιχμής μας», δήλωσε η υπεύθυνη της κοινότητας του Flatmates.com.au, Claudia Conley, επισημαίνοντας ότι ήταν ήδη η πιο πολυσύχναστη χρονιά που έχει καταγραφεί ποτέ.

Υπήρξε επίσης αύξηση των ενοικιαστών και αναζητούν να ‘γεμίσουν’ κάποιο δωμάτιο που τους περισσεύει.

«Λόγω του κόστους ζωής το έχουν μετατρέψει σε δεύτερο, τρίτο, τέταρτο υπνοδωμάτιο», ανέφερε η κα Conley.

Η πλατφόρμα διαθέτει πλέον περίπου 6.500 δωμάτια προς ενοικίαση στην ευρύτερη περιοχή της Μελβούρνης, αφού ο αριθμός των ατόμων που αναζητούν συγκάτοικο αυξήθηκε κατά 2.250 (53%) τον τελευταίο χρόνο.

Η τυπική τιμή για ένα δωμάτιο ήταν 270 δολάρια την εβδομάδα, αυξημένη κατά περίπου 40 δολάρια (17%) από πέρυσι.

Όσον αφορά στα δημογραφικά στοιχεία, σύμφωνα με την κα Conley τους τελευταίους 12 μήνες υπήρξε μείωση κατά 10% των μελών ηλικίας κάτω των 35 ετών που εντάχθηκαν στην πλατφόρμα και αύξηση κατά 10% των μελών ηλικίας 45 έως 65 ετών.

«Οι νεότεροι μένουν στο σπίτι για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν, επειδή είναι πολύ ακριβό να μετακομίσουν από το σπίτι», διευκρίνισε η ίδια (μία τάση που όπως έχει γράψει ο «Νέος Κόσμος» καταγράφεται και στην παροικίας μας).

Πρόσθεσε ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είτε αναζητούν οι ίδιοι ένα δωμάτιο είτε νοικιάζουν δωμάτιο που τους περισσεύει για να καλύψουν το κόστος της αποπληρωμής δόσης δανείου που διαρκώς αυξάνεται.

Όπως επεσήμανε ο συνιδρυτής και διευθυντής της The Demographics Group, Simon Kuestenmacher, οι νεότεροι δεν μπορούν να «υπερβούν» το κόστος απόκτησης μίας κατοικίας (καθώς αυξάνεται και η τιμή τους εκτός από το βάρος αποπληρωμής δανείου) γι’ αυτό και «τείνουν να εγκαταλείπουν» την προσπάθεια αποταμίευσης.

«Η ιδέα ότι αγοράζετε ένα σπίτι ή ένα ακίνητο πριν το χρειαστείτε, δηλαδή πριν αποκτήσετε παιδιά, αυτό θα γίνει λιγότερο συνηθισμένο φαινόμενο», δήλωσε.

Σε σχέση με τους μεγαλύτερους σε ηλικία, υποστήριξε πάντως είναι καλό να υπάρχει αύξηση αυτών που θα προτιμήσουν την κοινή διαβίωση.

«Στην πραγματικότητα θα ενθάρρυνα πάντα τους ανθρώπους που ζουν μόνοι τους, αν γίνετε χήρος στα 70 ή στα 80 σας, να εξετάσετε το ενδεχόμενο να έχετε κόσμο στο σπίτι σας», είπε.

«Τα οφέλη για την ψυχική υγεία είναι πραγματικά μεγάλα».

ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ 1990

Η RBA, υπενθυμίζεται, έχει αυξήσει το επιτόκιο της στο 4,35% πλέον, στο υψηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2011.

Το +0,25% της νέας αύξησης την περασμένη Τρίτη, προσθέτει περί τα 76 δολάρια το μήνα στο βάρος της αποπληρωμής ενός στεγαστικού δανείου 500.000 δολαρίων.

Το +4,25% της συνολικής αύξησης από τα μέσα του 2022 -οπότε το επιτόκιο ήταν στο ιστορικό χαμηλό του 0,10%- «μεταφράζεται» σε πάνω από 1.200 δολάρια επιπλέον (και 2.400 δολ. για ένα δάνειο 1.000.000) ή +52% στις δόσεις.

Αυτό αν συνδυαστεί με τις τιμές κατοικιών και τα εισοδήματα, ειδικά στο Σίδνεϊ και τη Μελβούρνη, καθιστά την οικονομική προσιτότητα των ενυπόθηκων δανείων τη χειρότερη από το 1990.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την The Age, ένα «μέσο» νοικοκυριό που αγοράζει σήμερα ένα «τυπικό» σπίτι θα έχει να αντιμετωπίσει δυσθεώρητες μηνιαίες δόσεις, που θα «απορροφούσαν» πάνω από τα τρία τέταρτα του εισοδήματός του στο Σίδνεϊ και πάνω από το μισό του εισοδήματός του στη Μελβούρνη.

Πρόκειται για το υψηλότερο ποσό που έπρεπε να πληρώσουν οι αγοραστές κατοικιών από τον Ιούνιο του 1990, όταν άρχισε η καταγραφή των τιμών κατοικιών, σύμφωνα με τον δείκτης προσιτότητας στέγασης της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων Betashares.

Στα στοιχεία δε λαμβάνεται υπόψη η κορύφωση των επιτοκίων νωρίτερα εκείνο το έτος.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Betashares, David Bassanese, δήλωσε ότι ο εν λόγω δείκτης δείχνει πόσο δύσκολο είναι πλέον για κάποιον να αποκτήσει σπίτι στην Αυστραλία, καθώς και οι τράπεζες δύσκολα δανείζουν τόσο μεγάλα ποσά, αν κάποιος δεν παρουσιάσει «εύρωστο» οικονομικό προφίλ.

«Οι εργαζόμενοι με μέσο εισόδημα δυσκολεύονται να αντέξουν οικονομικά ακόμη και ένα σπίτι με μέση τιμή αυτήν τη στιγμή», σημείωσε ο κ. Bassanese. «Η πραγματικότητα είναι ότι πρέπει να αγοράσουν ένα unit εκεί που κάποτε ονειρεύονταν ένα σπίτι, ή να μείνουν (πολύ) πιο μακριά από την πόλη».

Πιο αναλυτικά, ως έχει η κατάσταση στο Σίδνεϊ, οι αγοραστές θα πρέπει να δαπανήσουν το 76,1% του εισοδήματος του νοικοκυριού τους για την αποπληρωμή ενός σπιτιού μέσης αξίας 1.390.000 δολαρίων (βάση των στοιχείων της CoreLogic).

Το επιτόκιο του στεγαστικού δανείου υπολογίζεται στο 7,3%, το μέσο εισόδημα του νοικοκυριού υπολογίζεται στα 150.000 δολ. -για δύο άτομα πλήρους απασχόλησης- και το deposit στο 10%.

Στη Μελβούρνη θα πρέπει να πληρώσουν το 50,5% του εισοδήματος, με βάση μια μέση αξία 937.000 δολαρίων για ένα σπίτι.

Στο Μπρίσμπαν, είναι λίγο κάτω από το μέγιστο της εποχής της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, στο 47,5% του εισοδήματος για ένα σπίτι αξίας 860.465 δολαρίων, ενώ στο Περθ είναι πολύ κάτω από τα επίπεδα του 1990, στο πιο «μέτριο» 32,3%.