Στις 18 Νοεμβρίου ο συμπάροικος Θεόδωρος Σπανός, συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής.
Ο «Νέος Κόσμος» τον επισκέφθηκε στο σπίτι του στο Pascoe Vale South όπου ζει με τη σύζυγό του, Σταυρούλα, περιτριγυρισμένοι από τα τρία παιδιά και τα οκτώ εγγόνια τους, που είναι το σημαντικότερο επίτευγμα της ζωής του, όπως θα πει αργότερα ο αιωνόβιος πατέρας και παππούς.
Τον βρήκαμε να κάθεται στην πολυθρόνα του πλάι στο παράθυρο που βλέπει στο δρόμο, πίνοντας το τσάι του και διαβάζοντας τον δευτεριάτικο «Νέο Κόσμο», ενώ η τηλεόραση έπαιζε ένα τηλεπαιχνίδι ελληνικού καναλιού.
«Εδώ κάθομαι και περνώ την ώρα μου τον περισσότερο καιρό», μας λέει και παραπονιέται ελαφρά για το δεξί του γόνατο που τον πονά τις τελευταίες μέρες και δεν τον «αφήνει» να βγει έξω.

«Κάποτε πήγαινα και για κυνήγι. Κυνηγούσαμε λαγούς», λέει σαν να απολογείται που τον βρήκαμε καθηλωμένο στην πολυθρόνα.
Αργότερα, κατάλαβα προς τι η «απολογία».
Ο κ. Θεόδωρος Σπανός γεννημένος στο Μαρί Κυνουρίας Αρκαδίας στις 18 Νοεμβρίου 1923, υπήρξε σε όλη του τη ζωή δουλευταράς και δεν πέρασε μια μέρα που να μην σκέφθηκε ξυπνώντας το πρωί «τι έχω να κάνω σήμερα;».
«Έτσι με έμαθε ο πατέρας μου, έτσι έκανα στο χωριό μέχρι να φύγω για εδώ, έτσι δίδαξα και τα παιδιά μου. Δουλειά, δουλειά, δουλειά», λέει ο κ. Θεόδωρος.
Και, πράγματι, από όσα μαθαίνουμε για εκείνον στη συνέχεια, έτσι ήταν. Αν υπήρχε ένας τίτλος που να συνοψίζει τα πρώτα 100 χρόνια της ζωής του, αυτός θα ήταν μία και μόνο λέξη: «Δουλειά».
ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΙ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΗΝ BONEGILLA
Όταν η φτώχια «έσφιξε» πολύ και το μεροκάματο ήταν πλέον από περιστασιακό έως ανύπαρκτο, ο κ. Θεόδωρος, ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών νέων της εποχής, πήρε τη μεγάλη απόφαση να μεταναστεύσει στην Αυστραλία ελπίζοντας, όχι στην απόκτηση ξαφνικού πλούτου, αλλά στην εύρεση δουλειάς.
Μαζί με τον «κολλητό» του φίλο και συγχωριανό του, Γιώργο Λέων, με τον οποίο η μοίρα θα τους ένωνε δια βίου, άφησαν το Μαρί Κυνουρίας και επιβιβαζόμενοι στο υπερωκεάνιο «Τασμανία», στις 23 Αυγούστου 1955 αναχώρησαν από το λιμάνι του Πειραιά με προορισμό τη Μελβούρνη.

«Όταν φτάσαμε μας πήγαν στην Bonegilla. Πρώτη δουλειά ήταν στις τρενογραμμές με κασμά και φτυάρι. Δεν μας ένοιαζε. Είχαμε, όμως, στόχο να μαζέψουμε κάποια χρήματα και μετά να πάμε στη Νότια Αυστραλία να εργαστούμε λίγο κοντά σε κάποιους που γνωρίζαμε και να ξαναγυρίσουμε στη Μελβούρνη».
Πράγματι, ακολούθησαν το αρχικό τους σχέδιο και αφού εργάστηκαν για έναν περίπου χρόνο σε αμπέλια και αγροκτήματα σε διάφορες περιοχές της Νότιας Αυστραλίας, επέστρεψαν στη Μελβούρνη.
Το ημερολόγιο έγραφε 1956.
«Ήρθα στη Μελβούρνη, όπως το ήθελα και εδώ γέρασα», λέει ο κ. Θεόδωρος και στο γκριζοπράσινο βλέμμα του θαρρείς και καθρεφτίζεται ολόκληρη η ζωή του, από τότε μέχρι σήμερα.
Τον βλέπουμε στο σπίτι που έμενε στο Fitzroy, στην πρώτη του δουλειά να καθαρίζει γραφεία κάπου στο South Melbourne, μετά εργάτη στη General Motors και τη Ford και ύστερα παντρεμένο στο Brunswick όπου και έζησε και δημιούργησε μαζί με την οικογένειά του για πάρα πολλά χρόνια.
Πάνω στην ώρα, η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται η κυρία Σταυρούλα, η σύζυγος του κ. Θεόδωρου. Μπαίνει αμέσως στην κουβέντα και μας διηγείται ότι η ίδια ήρθε το 1957 από τη Σπάρτη, γνώρισε τον κ. Θεόδωρο με προξενιό –κατά τη συνήθη πρακτική της εποχής– και το 1958 ένωσαν τις ζωές τους με τα δεσμά του γάμου.
«Τρεις μήνες μετά, παντρεύτηκε η αδελφή μου το Γιώργο (το φίλο και συγχωριανό του κ. Θεόδωρου) και μείναμε όλοι μαζί σε ένα σπίτι για 11 χρόνια. Μετά εκείνοι πήραν ένα μαγαζί, εμείς ανοίξαμε δικό μας», λέει η κα Σταυρούλα και συνεχίζει συγκινημένη:
«Με την αδελφή μου, από τότε που γεννηθήκαμε είμαστε μαζί. Δεν παρεξηγηθήκαμε ποτέ. Το ίδιο και ο Γιώργος με τον Θόδωρο. Στην ίδια γειτονιά μεγάλωσαν, στο ίδιο χωριό και εδώ συνέχεια μαζί. Χωρίσαμε μόνο επαγγελματικά, όχι στη ζωή. Όλα τα περάσαμε μαζί: λύπες, χαρές, τα πάντα».
Ο Θεόδωρος και ο αδελφός της Σταυρούλας, Νίκος Βλάχος, άνοιξαν το 1963 το πρώτο σούπερ μάρκετ με προϊόντα από την Ελλάδα, το οποίο κράτησαν ανοιχτό με σκληρή δουλειά επί 35 χρόνια, μέχρι που «κουραστήκαμε πια».
Το σούπερ μάρκετ «Σπάρτη» βρισκόταν στη Sydney Road στο Brunswick κι όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο κ. Θεόδωρος, «ο κόσμος δεν ερχόταν μόνο για να ψωνίσει, αλλά και για κουβέντα. Βλέπεις τότε το Brunswick ήταν γεμάτο Λάκωνες».
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΕΑ
Ρώτησα τον κ. Σπανό τι κρατά από το εκατόχρονο σεργιάνι του στον κόσμο. «Τη δουλειά, το πρώτο ταξίδι μου στην πατρίδα το 1976, 21 χρόνια αφότου έφυγα, και την Κορέα», μας απάντησε.
Εκεί έκανε μια παύση και το βλέμμα του σκοτείνιασε πάλι. Όταν ξεκίνησε να μιλάει, ήταν φανερό ότι νοερά βρισκόταν μίλια και χρόνια μακριά. «Ήμουν στο πρώτο στρατιωτικό σώμα που έστειλε η Ελλάδα στην Κορέα. Ήμαστε περίπου 1.000 στρατιώτες τότε. Εννιάμισι μήνες μάχιμος στην πρώτη γραμμή. Με φύλαξε η τύχη και ξαναγύρισα στην πατρίδα», λέει.

Οι μνήμες από εκείνη την περίοδο τραυματικές και ο κ. Θεόδωρος τις μοιράζεται μαζί μας με όση ψυχραιμία θα μπορούσε να διαθέτει κάποιος που είδε συμπολεμιστές του να σκοτώνονται δίπλα του, βόμβες να σκάνε μπροστά του, σκόνταψε σε πτώματα νεκρών στρατιωτών που ήταν θαμμένα στο χιόνι, είδε αεροπλάνα να τον βομβαρδίζουν και σφαίρες να περνούν ξυστά από το σώμα του και να τον τραυματίζουν.
«Το βλέπεις αυτό εδώ;» με ρωτά δείχνοντάς μου το άκρο του μεσαίου δαχτύλου του δεξιού του χεριού. «Όπως κρατούσα τη λαβή του οπλοπολυβόλου μου, πέρασε μια σφαίρα και με βρήκε εκεί». Η ίδια σφαίρα, είχε πριν σκοτώσει τον διμοιρίτη του και είχε τραυματίσει πιο σοβαρά έναν άλλο στρατιώτη. Και οι δύο ήταν ακριβώς δίπλα του…
Ύστερα θυμάται πόσες φορές έμειναν και οκτώ μέρες νηστικοί γιατί δεν υπήρχαν προμήθειες ή τη βασανιστική φαγούρα από τις ψείρες που τρύπωναν στα ρούχα και στο σώμα τους.
«Πόσες φορές δε σηκώθηκα μέσα στη νύχτα για να τινάξω τα ρούχα μου στο χιόνι μήπως και ανακουφιστώ από τη φαγούρα», θυμάται ο κ. Θεόδωρος και κουνώντας μελαγχολικά το κεφάλι καταλήγει:
«Ο πόλεμος είναι άσχημος».
Η τελευταία ανάμνηση από τις μέρες της Κορέας είναι ο αποχαιρετισμός των νεκρών Ελλήνων στρατιωτών. «Φεύγοντας για την πατρίδα, σταθήκαμε στο νεκροταφείο όπου ήταν θαμμένοι οι 55 Έλληνες στρατιώτες που «έπεσαν» πολεμώντας στην Κορέα. Ήμουν στο άγημα που απηύθυνε τον τελευταίο χαιρετισμό», λέει και σωπαίνει. Θαρρείς πως νοερά τους αποχαιρετά για ακόμη μια φορά.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΖΩΙΑΣ
«Το μυστικό για να ζήσεις 100 χρόνια δεν στο λέει κανένας», δηλώνει ο κ. Θεόδωρος. Ωστόσο, ο ίδιος θεωρεί ότι «το θάρρος και η ψυχραιμία είναι πολύ αποτελεσματικά στη ζωή». Ως άνθρωπος που εργάστηκε σε νυχτερινές βάρδιες αλλά και ως επιχειρηματίας αργότερα, είχε το δικό του μερίδιο στις προκλήσεις, όμως, όπως λέει χαρακτηριστικά με σταθερή φωνή, «το παλικάρι, δεν εδείλιαζε».
Όσο για τον μακρύ έγγαμο βίο του με την σύντροφό του, κυρία Σταυρούλα, ομολογεί χαριτολογώντας: «Δόξα τω Θεώ, κάπου–κάπου διαφωνούμε».
Το σχόλιο αυτό, ζωντανεύει την κουβέντα μεταξύ του ιδίου, της συζύγου του, του γιου του, Δημήτρη, και του ανιψιού του, Παναγιώτη, που είναι εκεί. Λένε τα δικά τους και τα γέλια τους ζεσταίνουν την ατμόσφαιρα συμπαρασύροντας κι εμένα που αναπόφευκτα αισθάνομαι μέλος αυτής της όμορφης οικογένειας.
Μιας οικογένειας που για τον κ. Θεόδωρο Σπανό είναι το απαύγασμα των 100 χρόνων παρουσίας του στη Γη. Η σύζυγός του, τα τρία τους παιδιά και τα οκτώ εγγόνια τους είναι για εκείνον η σφραγίδα του στον κόσμο.
«Το μόνο που ήθελα ήταν να μεγαλώσουν τα παιδιά μου και να γίνουν εργατικοί και καλοί άνθρωποι. Δόξα τω Θεώ όλα έγιναν έτσι», λέει συγκινημένος.
Η ευχή του για το μέλλον είναι «να είναι τα παιδιά και οι συγγενείς μου καλά».
Η συμβουλή ενός ανθρώπου που ως ιδιοκτήτης καταστήματος επί 35 ολόκληρα χρόνια έζησε πολύ ανάμεσα σε κόσμο είναι «να αγαπάς τους ανθρώπους. Όταν αγαπάς τους ανθρώπους δεν θα μείνεις ποτέ μόνος σου. Όλο και κάποιος θα σου χτυπήσει την πόρτα ».
ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ
Πέρασα περίπου δύο ώρες κοντά στον κ. Θεόδωρο Σπανό και την όμορφη οικογένειά του και άκουσα τόσες ιστορίες και γεύτηκα τόσα συναισθήματα που ειλικρινά δεν ξέρω τι και πόσα από αυτά θα μπορούσα να μεταφέρω στους αναγνώστες του «Νέου Κόσμου».
Ωστόσο, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Το υπογράφει ο άνθρωπος στον οποίο είναι αφιερωμένο τούτο το άρθρο, ο οποίος δεν επαναπαύθηκε ποτέ, δεν σταμάτησε να σκέφτεται τι έχει να κάνει και που, μόλις περάσει το γόνατό του, θέλει να πάει για κυνήγι λαγών.
«Συμπληρώνοντας 100 χρόνια, θα ήθελα να γύριζα τη σελίδα στο βιβλίο της ζωής αλλά να ήταν όλα καθαρά και να το γεμίσω ξανά…», εύχεται ο κύριος Θεόδωρος καθώς ετοιμάζεται να «σβήσει» τα πρώτα 100 κεριά και να μπει στην πρώτη μέρα του νέου αιώνα της ζωής του.




