«Παπά παιδί, διαόλου εγγόνι»

Από αρχιζαχαροπλάστης του Intercontinental μετανάστης σεφ στο… down under

Με μια μπουκιά ψωμί στο στόμα τον γνώρισα τον Βασίλη Ματαρά. Το ψωμί ήταν απ’ τα χεράκια του όπως μου είπε και είπα και εγώ να μην τον προσβάλω τον άνθρωπο και να δοκιμάσω μία μπουκιά. Με τούτα και με εκείνα ο Βασίλης ο αρχιζαχαροπλάστης του Intercontinental στην Αθήνα, που για δύο χρόνια τώρα εργάζεται ως αρχιζαχαροπλάστης σε ένα από τα πιο γνωστά ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης, το Hellenic Republic, και σημειωτέον είναι παιδί παπά, εξελίχθηκε στα μάτια μου μέσα από την προσωπική του ιστορία σε… «διαόλου εγγόνι»! Πάντα με την καλή έννοια!

«ΓΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ… ΣΟΚΟΛΑΤΟΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ»

Μία μικρή περιπλάνηση όμοια με εκείνη πολλών Ελλήνων της διασποράς είναι η ζωή αυτού του σεφ. Γεννήθηκε στη Νότια Αφρική, σε ηλικία 5 ετών επέστρεψε με τους γονείς του στην Ελλάδα, στα 18 του χρόνια, η δουλειά του πατέρα του (ιερέας όπως προαναφέραμε) οδήγησε την οικογένεια στην Αιθιοπία και τρία χρόνια αργότερα βρέθηκε στην Αγγλία και ξανά μανά στην Ελλάδα.

Ο Βασίλης δεν ταξίδευε όμως μόνο «χωρικά» όλα αυτά τα χρόνια. Το γεγονός ότι με το που έφτασε στην Αυστραλία και πάτησε το πόδι του στο εστιατόριο Hellenic Republic, πήρε αυτόματα και τη θέση του αρχιζαχαροπλάστη λέει κάτι για την άλλη διάσταση των ταξιδιών είτε αυτά έγιναν χωρίς την θέλησή του είτε με αυτή.
Το δικό του ταξίδι ήταν κυρίως γευστικό καθώς από τα 18 του χρόνια και επειδή «του άρεσαν πολύ τα γλυκά» είχε θέσει με απόλυτη ακρίβεια την επαγγελματική του πυξίδα στην κουζίνα.

Από τις ξινές πίτες της Αιθιοπίας, τις τάρτες και άλλα εδέσματα στις κουζίνες εστιατορίων του Λονδίνου έως τα πολύσπορα ψωμιά του, τους μπακλαβάδες του και πολλές άλλες γλυκιές εκδόσεις του στο Intercontinental της Αθήνας και το Nafplia Palace όπου επίσης διετέλεσε ως αρχιμάγειρας, ο Βασίλης προσπαθούσε αφενός να βελτιώσει την τέχνη του και αφετέρου να μάθει όσα περισσότερα μυστικά της ήταν δυνατό.
«Το ψωμί που δοκίμασες δεν είναι η σπεσιαλιτέ μου. Τα σοκολατάκια είναι» μου λέει καθώς μου διηγούνταν τα ταξίδια του. Εύλογη και η απορία μου, γιατί το θεώρησε απαραίτητο από το πουθενά να κάνει αυτήν τη διευκρίνιση.

Και εδώ μου βγήκε η εκτίμηση ότι αυτός ο εισαγόμενος Έλληνας ζαχαροπλάστης είναι και λίγο «διαόλου εγγόνι».
Σηκώθηκε, άφησε τη δουλειά του στην Ελλάδα και πήγε στη Γαλλία για να σπουδάσει την τέχνη της σοκολάτας. «Τα χρήματα που είχα δεν έφθαναν ούτε για να πατήσω στην πόρτα της σχολής. Ήταν μία από τις καλύτερες σχολές σοκολατοποιίας το Ecole Chocolat με το όνομα και όταν διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να μπω πείσμωσα. Σκέφτηκα ότι αφού δεν μπορώ να μπω ως μαθητής ίσως θα μπορούσα να μπω ως λαντζέρης». Και έτσι έγινε ο πολυμήχανος Οδυσσέας της ζαχαροπλαστικής μπήκε στη σχολή ως λαντζέρης και για κάμποσους μήνες έπλενε πιάτα και παρακολουθούσε…

«Πώς στρώνουν τη σοκολάτα, άκουγα τεχνικές, συνταγές τη μέρα, τις απομνημόνευα και το βράδυ τις έγραφα. Έμαθα πολλά για τη σοκολάτα εκείνο τον καιρό. Και όλα αυτά που έμαθα θέλω να τα βάλω σε εφαρμογή εδώ στην Αυστραλία. Ονειρεύομαι μία μέρα να ανοίξω εδώ τηνδική μου σοκολατοποιία».

«Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΑΝ ΝΑ ΒΡΩ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ»

Μπορεί να έχω μπροστά μου έναν δυναμικό νέο άνθρωπο γεμάτο από ενέργεια, όνειρα και ταλέντο αλλά ο μετανάστης των τεσσάρων ηπείρων δεν ήταν πάντα έτσι. «Όταν έχασα τη δουλειά μου στην Ελλάδα έκανα τα πάντα ακόμα και αγροτικές δουλειές για να επιβιώσω αλλά και για να περνάω το χρόνο μου. Μελετούσα τη γη, έτσι θέλω να το βλέπω, αλλά ήταν δύσκολα. Έπεσα σε κατάθλιψη, δεν σήκωνα κεφάλι. Από έναν γνωστό, γνωστού κατέληξα το 2012 στην Αυστραλία. Θέλω να μείνω εδώ, θέλω να δουλέψω εδώ, θέλω να κάνω αυτή τη χώρα πατρίδα μου. Νομίζω ότι εδώ θα ριζώσω» λέει και προσθέτει ότι θεωρεί την Μελβούρνη όσον αφορά την τέχνη του, το Παρίσι του Νότου.

Ομολογεί ότι ήταν ο τυχερός μετανάστης του 21ου αιώνα και σίγουρα το γεγονός ότι ήταν μετανάστης από τα γεννοφάσκια του τον βοήθησε. «Δεν είχα προσδοκίες, όπως τότε που πήγα στη Γαλλία να σπουδάσω και βρήκα τον τρόπο, έτσι πίστευα ότι κάτι θετικό θα προκύψει και εδώ» λέει ο ευρηματικός Βασίλης και για άλλη μία φορά δεν έπεσε έξω.

Όπως διαπιστώνετε η ιστορία του Βασίλη ακούγεται κοινότυπη (ελπίζω η συνταγή του για ντόνατς με χαλούμι* να την κάνει λίγο πιο ενδιαφέρουσα), είναι όμως μία ιστορία που κρύβει το δικό της μήνυμα. Είναι μία ιστορία που επαναλαμβάνεται. Είναι μία μεταναστευτική ιστορία μόνο που δεν γράφτηκε πριν από 40 χρόνια, γράφεται σήμερα και είναι μία ιστορία από τις πολλές των Ελλήνων μαγείρων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται με την περίφημη βίζα 457 στις κουζίνες πολλών εστιατορίων της Μελβούρνης ή άλλων πόλεων της Αυστραλίας. Θυμάστε τις Ελληνίδες μετανάστριες νύφες του ’50; Κάποια στιγμή θα κάνουμε λόγο και για τους Έλληνες μετανάστες μαγείρους του 2010 που εν τω μεταξύ θα έχουν αλλάξει και τη γευστική ταυτότητα των ελληνικών εστιατορίων της χώρας μας.

*Ντόνατς με χαλούμι…
Υλικά

450 γρ. χαλούμι
6 αυγά
1/2 κούπα ζάχαρη κρυσταλλική
2 1/2 κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις
2 κουταλιές της σούπας μπεκιν πάουντερ
1 κουταλάκι του γλυκού υγρή βανίλια (essence)
200 ml γάλα.

Εκτέλεση
Τοποθετούμε το χαλούμι στο μπλέντερ έως να γίνει τρίμμα.
Στη συνέχεια τοποθετούμε και τα υπόλοιπα υλικά έως να ομογενοποιηθούν.
Αφήνουμε το μίγμα να ξεκουραστεί για περίπου 10 λεπτά.
Πρέπει να έχουμε προθερμάνει το λαδί μας στους 170 περίπου βαθμούς Κελσίου.
Τηγανίζουμε τόσο ώστε να πάρουν χρώμα και στραγγίζουμε σε απορροφητικό χαρτί.
Τελειώνουμε τοποθετώντας τους λουκουμάδες μας στο μίγμα της αρωματισμένης ζάχαρης (1 κούπα ζάχαρη, ένα κουταλάκι του γλυκού κανέλα και ένα τέταρτο του γλυκού κιτρικό οξύ