Πού ακριβώς πάει ο παλιός ο χρόνος, το παλιό σακάκι, το μολύβι το παιδικό και το μπακαλοτέφτερο των όποιων χρωστούμενων, αφού ήταν, είναι και θα είναι ο μέγας ελεγκτής κυκλοφορίας της ζωής μας που από την πρώτη τους κιόλας κουβέντα που θα ξεστομίσουν τα χείλη τους, αλλά και ό,τι γράφτηκε δεν ξεγράφεται, ό,τι μας φόρεσε μας φόρεσε, θα ‘ναι πάντα εκεί σε μια γωνία των συναισθήσεών μας.

Μα το αν θα ‘ναι ο κυρίαρχος του παιγνιδιού της όποιας ενηλικίωσης αλλά και της όποιας ανωριμότητάς μας, η απάντηση από ζητούμενο θα γίνεται δεδομένο. Ο «μη μου άπτου» χρόνος και ως παρελθόν και ως τώρα μα, έχει λόγο να τον σκεφτόμαστε και ως κεφάλαιο και ως παράγραφο της ζωής στο τι έγινε στην πορεία του.

Δρόμος μεγάλος είναι, γειτονιά και απουσία μα και κοινής μας μοίρας καλής ένα ακόμη ταξίδι μας στα νυχτοήμερά του είναι μια δοκιμασία. Όλα τα περιέχει εντός εκτός και επί τα αυτά του γεωμετρεί. Στους κύκλους, στις ευθείες και στις γωνίες του μαζί του συμπορευτήκαμε. Μα και στις μεγάλες μας στιγμές-διαδρομές ψυχής που κάνει το γινάτι ή το χατήρι του μα και στα και με δίσεκτα και μη δίσεκτα ψηφία τους μας γυροφέρνει, δίνει όμως και το φως του με αυθορμησία και χωρίς προαπαιτούμενα. Έτσι το πράσινο, το κόκκινο σαν φλασιά και χρώμα μα και σαν καλός τροχονόμος τους, στις διαβάσεις, στα πεζοδρόμια και στα πιθανόν λοξοτραβήγματά μας είναι παρόν στις όποιες μας επιθυμίες μα και σαν το παράγγελμα του περάστε, του δεν επιτρέπεται, του … μέχρι εδώ να ονειρεύεσαι, μέχρι εδώ και οι ανάγκες σας γιατί από εδώ και πιο κάτω… εκτελούνται έργα να προσέχεις, ζώνες να φοράτε και όχι παρακαμπτήριες διαδρομές όταν τα έχετε κουτσοπιεί, μα και τι τρως, το λάδι μην ξεχνάς είναι ακριβό, κάνε και οικονομία, μην ανοίγετε είναι ο πανταχού παρών των μικρών παρεκκλίσεων. Κάθε πρόταση και μια εικόνα. Συνεχώς και χωρίς προαπαιτούμενα ο κοφτός λόγος των στιγμών τους, ή χωρίς ημερομηνία λήξης, άγνωστη μεν αλλά αιωρείται και υπάρχει για την επιστασία της στιγμής.

Είναι και συμβουλάτορας και οικονομολόγος συν τοις άλλοις. Είναι και γιατρός και φίλος. Όλες οι ιδιότητές του έχουν την πινελιά του και την χάρη του. Μα δεν σταματάει μόνο εκεί. Πολυλογεί, μονολογεί, στα μόνα ζυγά των ημερών, παίζει κορόνα-γράμματα, εσωστρέφειες και φοβίες μας αλλά και πώς να περπατάς και πού θα αιθεροβατείς και να ‘χεις μάτια δεκατέσσερα παντού και πουθενά δηλώνει τον αέρα και τη χάρη του.

Κάπως έτσι με το χρόνο πια το παλεύω, τον ζουμάρω και τον κόβω να με συντροφεύει, να συμπάσχει. Όλα τα ρήματα με το συν και το μαζί.

Εικάζω, όμως ότι μπορεί να πάει όπου του καπνίσει, όπου τον βολεύει, σε καμιά ντουλάπα ρούχων φερειπείν ή σε κανένα σημειωματάριο παλιό μα και στο τι αφήνει πίσω του, το ξέρει ο καθείς, η καθεμιά μας. Οι σελίδες οι γραμμένες και οι άγραφες της ζωής ετούτης έχουν εμμονές, στιγμές και αλήθειες, μα και οι αναρτήσεις μας τα κρυφά αφανέρωτά μας και ποθητά μαζί. Μα τον νοιάζει άραγε το τι αφήνει όταν φεύγει. Όταν γερνάει … Μα πότε γερνάει ο χρόνος, με ποια βεβαιότητα ότι σε αυτό το σημείο ,σε αυτή την νύχτα, τέλος. Ακαριαίο. Ενδιαφέρεται όμως και χολοσκάει αν μας φόρτωσε τα καμώματα και τις ουτοπίες και τις χαρές στην πλάτη, στις ρυτίδες και στα σκέλια μας; Τον καταλάβαμε δηλαδή, ή όλα περάσανε στο ντούκου και άλλα λόγια να αγαπιόμαστε;

Μια ακόμη, λοιπόν, χρονιά και όσα ερωτήματα βασανιστικά, ακαριαία, υποθετικά μα και πρακτικά ειπωθούν για την πάρτη της και για το πού πάει η αφεντιά της, αναπάντητα και μισά θα μείνουν. Γιατί, στο τέλος, στο παρά ένα λεπτό, στο νανοδεύτερο του λεπτοδείκτη του ρολογιού, εκεί είναι που κάνεις ταμείο και μετράς απώλειες παράπλευρες και από τα θετικά και αρνητικά πρόσημα και σημάδια τους και ό,τι φυσικά έζησες μήνα το μήνα του προχωράς.

Ο καινούργιος χρόνος θα ‘ναι αλλιώς όταν έρθει. Έτσι κοιτάζονται στην πόρτα κλεφτά, πονηρά και με καλοσύνη με τον παλιό τον χρόνο τα λένε επί τροχάδην. Βγάζουν και μια σελφοφωτογραφία και «να ‘χεις ό,τι ποθείς», αντεύχονται. Μα τον φαντάζομαι, όμως, να ανοίγει την πόρτα, τα παράθυρα και σαν «Κύριος ήρθα και κύριος φεύγω», όπως λέει και το λαϊκό άσμα, να με κοιτάει στα ίσα και χωρίς τσαλιμάκια. Για λίγο έστω. Αυτό το λίγο της πόρτας. Κάτι που φεύγει κάτι που έρχεται ακούγεται ενδιαφέρον. Βίωμα γίνεται, στιγμή και ανάμνηση μαζί. Έτσι και «του χωρισμού μας η ώρα», όπως λέει και το τραγουδάκι της εποχής και της γιορτινής ατμόσφαιρας, μένει στην καρδιά, μένει και ο πόνος ο κοινός ή του καθενός.

Στην καρδιά την δικιά μου, την δικιά του ποια η διαφορά και τι αξία έχει να το σκαλίζεις … Να, λοιπόν, το πρώτο σημάδι, μια πρώτη εικόνα πώς είναι να φεύγει κάποιος, όταν τελειώνει … και ..ο χρόνος μα και η μπογιά των συναισθημάτων. Με αξιοπρέπεια κρεμάει και τα παπούτσια του – μάλλον τα πετάει στο τενεκέ – τόσους αγώνες έδωσε, τόσα τικ τοκ, τικ τακ, τόσες ψήφους δαγκωτούς επιστολικούς, δια ζώσης και εξ αποστάσεως πήρε το πρόγραμμά του, τα «θα» και τα «να», μα και όλες οι εκτιμήσεις δεν πήγαν λάθος. Μα και «μπράβο» και ιδρώτες πήρε από το «είναι», τα συκώτια και τις σιωπές μας. Φαταούλας, δηλαδή, ο χρόνος και ώρες – ώρες δεν «παίζεται». Είναι μια… Κατηγορία από μόνος του.

Κοπίασε, ίδρωσε την φανέλα, το βρακί και το θεαθήναι του στο παιγνίδι της κάθε μέρας. 360 μοίρες οι γεωμετρίες του και ο κύκλος του,12 μήνες τα ωράρια και τα μεροκάματα του, φίλοι φύγανε, φίλοι ήρθαν στο κονάκι και στις εκδρομές του και δώδεκα να ‘ναι οι ώρες του μα καλή τύχη η ζωή τους. Όλα συμπλέουν στην πορεία του.

Χαιρετά, αποχαιρετά ρολόγια, ημερολόγια, μικροζημιές, μικροχαρές, όριά μας. Και αν γίνονται κλιματιστικές, κλιματικές αλλαγές, μπαμ και μπουμ στους χάρτες του σε εστίες και μικροεστίες αναμετρήσεων λόγια και έργα μας συμπορευτήκανε μαζί του. Δώσαμε τον οβολό μας, δώσαμε γενικώς και γη και ύδωρ συναισθήσεων και ξεφυλλίσαμε νυχτοήμερα, κοιτώντας ή περιμένοντας μια βάρκα, ένα αύριο, μια ελπίδα, μια ματιά και ένα χέρι. Εννοείται ότι και η νύχτα της αλλαγής του χρόνου – του παλιού και του νέου – είναι πάντα καλή και άμεμπτη, χιόνια δεν υπάρχουν σε αυτό το ημισφαίριο τέτοια εποχή, αυτά ανήκουν σε άλλη ηλικία και σε άλλες βροχές και ό,τι έγινε και μεταξύ μας το γνωρίζουμε πολύ καλά.

Κάνουμε απολογισμό, το βιολογικό ρολογάκι ρυθμίζεται, η παροικία γερνάει, καρέκλες και πρόσωπα χάνονται από θέσεις κλειδιά – ποια είναι αυτά τα κλειδιά, άγνωστο – και οι νέες γενιές, αλλού ο χρόνος τους ο πολύτιμος καρπίζει και ξοδεύεται. Μα και τα έλατα τα κωνοφόρα, τα οποία αν είναι αληθινά ή πλαστικά στο σαλόνι κυριολεκτικά λάμπουν από τα φωτάκια που αναβοσβήνουν και τα χαμόγελα στα χείλη των παροικούντων και με το καινούργιου χρόνου το ποτήριο στα χέρια -απελθέτω δεν μπορείς μα ούτε και να του πεις- στα χείλη το τσούζουν. Τότε είναι που και οι κορδέλες και τα περιτυλίγματα των δώρων της εποχής δίνουν και παίρνουν μεταξύ των παροικούντων, των λίγων των πολλών και των μόνων ενοίκων της δανεισμένης επίγειας καταναλωτικής ζωής το καλύτερο τους εαυτό. Έρχεται ο καινούργιος, ο νέος χρόνος, ο παλιός είναι πάντα αλλιώς και στα παραγγέλματα, σε ασκήσεις επί χάρτου και επί του ουρανού του οι ελπίδες μας ενώ τρέχουν σαν δρομείς μεγάλων αποστάσεων προς ένα τέρμα, ένα κάποιο τέλος με ή χωρίς τελείες και παύλες κάπου έχουν να πουν και άλλα…

Όπως και να ‘χει, φαντάστηκα ότι το είδα τον παλιό το χρόνο σαν σκιά του εαυτού του, στο κοντινό πάρκο, να μπαρμπεκιάζει και να αγναντεύει τον ωκεανό και τον ηλιοβασίλεμα. Έτσι έφευγε με τα φθαρτά, φερτά του υλικά, με ό,τι του είχε απομείνει και στα κύματα τα θαλασσινά, σε κάτι αέρηδες που ερχόντανε αν και γύρω γύρω του σε ρυθμό τσάμικου και βαλς αντιλαλούσαν βεγγαλικά και κινητών θόρυβοι από τους παροικούντες της στιγμής σαν παρέα και αποχαιρετισμός κυμάτων μα καλοτάξιδων υποσχέσεων φτιάχνανε το τώρα τους, εντούτοις ό,τι έκανε τον κύκλο τους έμεινε μετέωρο και ταξιδιάρικο. Μα φεύγοντας ο παλιός ο χρόνος, δεν γύρισε τα μάτια του να κοιτάξει πίσω… Και είναι κάτι το θεωρώ και αυτό καλό σημάδι μα και δείγμα, ποιότητα και σθένος του χαρακτήρα του. Μια αποδοχή των πεπραγμένων του δηλαδή. Πρέπει να ξέρεις και να φεύγεις… είπα και… ελάλησα με χαρμολύπη και σταγόνα καλοκαιριού… Αποσιωπητικά ανοίγανε την επόμενη παράγραφο ζωή…