Όλη την εβδομάδα τα παιδιά της γειτονιάς μιλούσαν ενθουσιασμένα για την επερχόμενη επίσκεψη του Santa Claus. Αλλά δυστυχώς εγώ δεν είχα ιδέα ποιος ήταν αυτός ο μυστηριώδης άνθρωπος, καθώς είχα φτάσει σε αυτή τη μακρινή χώρα από ένα επαρχιακό χωριό της Ελλάδας πριν έξι μήνες.

Παρ΄ότι ήμουν μόνο οκτώ χρόνων, σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, είχα μάθει αρκετά καλά τη νέα γλώσσα, αλλά δεν είχα ακόμη γνωρίσει τα έθιμα της νέας κουλτούρας.

Μου είπαν ότι έπρεπε να γράψω στον Santa Claus ένα γράμμα για να του πω τι ήθελα για τα Χριστούγεννα. Από εκεί που είχα έρθει, δεν ήταν συνηθισμένο να παίρνουμε δώρα τα Χριστούγεννα, ή οποιαδήποτε άλλη μέρα, από κανέναν.

Αν και στο δημοτικό σχολείο είχαμε διαβάσει για έναν Άγιο Βασίλειο που έφερνε δώρα στα παιδιά την Πρωτοχρονιά, δυστυχώς, δεν κατάφερε ποτέ να βρει το δρόμο προς το απομονωμένο μικρό μας χωριό που ήταν κρυμμένο βαθιά στα βουνά.

Μα πώς θα μπορούσε να έρθει; Δεν υπήρχαν δρόμοι και είχε και πολύ χιόνι.

Τα μόνα δώρα που είχαμε πάρει ποτέ, ήταν από το υπερωκεάνιο «Πατρίς», του ναυτιλιακού Οίκου Χανδρή, το οποίο παρέδωσε ένα μικρό δέμα στον καθένα μας όταν αποβιβαστήκαμε στο λιμάνι της Μελβούρνης. Θυμάμαι, είχα ανοίξει με ανυπομονησία το δικό μου δέμα μόλις φτάσαμε στο καινούργιο σπίτι μας και βρήκα μέσα ένα μικρό παιχνίδι, ένα κουνελάκι.

Όλο αυτό ήταν τώρα μια μακρινή ανάμνηση καθώς πάνω στην εξερεύνησή μου να δω πώς λειτουργεί, το έσπασα.

Παρ’ ότι ήμασταν δύσπιστοι για την ύπαρξη του Santa Claus και δεν περιμέναμε πολλά, τα τρία αδέλφια μου και εγώ γράψαμε ένα γράμμα στον Santa Claus και το αφήσαμε στην μπροστινή βεράντα του σπιτιού που νοικιάζαμε στο Coburg.

Το πρωί των Χριστουγέννων, ανοίξαμε την εξώπορτα και διαπιστώσαμε ότι το γράμμα έλειπε και στη θέση του ήταν τέσσερα μικρά πακέτα τυλιγμένα σε έγχρωμο χαρτί.

Το κάθε πακέτο είχε τα ονόματά μας και καθώς τα ξετυλίγαμε με ανυπομονησία, ανακαλύψαμε ότι υπήρχε ένα παιχνίδι και γλυκά για τον καθένα μας.

Αναρωτηθήκαμε ποιος τα άφησε. Ρωτήσαμε τους γονείς μας, αλλά αρνήθηκαν κάθε γνώση των πακέτων. Τα παιδιά της γειτονιάς είπαν ότι ήταν ο “Santa Claus”, γιατί και αυτά είχαν λάβει δώρα από αυτόν, έτσι όπως ήταν άλλωστε το έθιμο.

Από τότε και εμείς αρχίσαμε να πιστεύουμε στη μαγεία και το πνεύμα των Χριστουγέννων και αρχίσαμε να υιοθετούμε μερικά από τα τοπικά έθιμα που είχε να προσφέρει αυτή η νέα χώρα.

Όπως έμαθα πολύ αργότερα, κάποιοι γείτονες είχαν συνεννοηθεί και κανόνισαν να αγοράσουν τα δώρα που υποτίθεται θα τα έφερε ο “Santa Claus” ένιωσα ότι αυτή η πράξη τους διέβρωσε την πίστη μου στην ύπαρξη του’, αλλά ωστόσο με έκανε να εκτιμήσω τη γενναιοδωρία, την καλοσύνη και τη στοχαστικότητα των γειτόνων μας.

Αυτή η κίνησή τους μας έκανε να νιώσουμε ευπρόσδεκτοι σε αυτή τη γειτονιά, εκείνη την πρώτη ημέρα των Χριστουγέννων που πραγματικά πιστέψαμε στην ύπαρξη του Santa Claus.