ΜΕΡΟΣ 1ο
Παρέκβαση: Μια φιλική και καλοπροαίρετη παρατήρηση στο «Σκεπτόγραμμα» του αγαπητού Θωμά («Ν.Κ.» 26/10/09). Η λέξη «διφθέρα» δεν μπορεί να περάσει στη Λατινική ως «littera», διότι: α) το ελληνικό «δ» δεν μετατρέπεται σε λατινικό «l» (βλ. «δάκτυλος» λατ. «dactylus», «δαίδαλος» λατ. «daedalus», «δημιουργός» λατ. «demiurgus», «δίγαμμα» λατ. «digamma», «δίπλωμα» λατ. «diploma», «Διονύσια» λατ. «Dionysia») και β) αν η λέξη «διφθέρα» περνούσε στη Λατινική, θα γραφόταν «diphthera» (βλ. «δίφθογγος» λατ. «diphthongus», «φθίσις» λατ. «phthisis»). Η λέξη «διφθέρα» ουδέποτε πέρασε στη λατινική γλώσσα. Σήμερα συναντούμε τη λέξη «diphtheria», αλλά αυτή χαλκεύτηκε αργότερα πάνω στη λέξη «διφθέρα». Τέλος παρέκβασης.
Ο λόγιος και πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1788 και έλαβε μέρος στην Επανάσταση. Ασχολήθηκε με την πολιτική και από το 1826 υπήρξε μέλος της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης. Στη διάρκεια της Αντιβασιλείας διορίστηκε Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών. Στην κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών και Παιδείας. Το 1857 κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το τετράτομο έργο του, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Όταν ο φιλέλληνας λόρδος Βύρων πέθανε στο Μεσολόγγι, ο Σπυρίδων Τρικούπης εκφώνησε τον επικήδειο λόγο, τον οποίο μεταφέρω εδώ ως έχει, (με εξαίρεση κάποιες ορθογραφικές αλλαγές).
«ΛΟΓΟΣ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
Εις τον Λόρδον Νοέλ Μπάιρον εκφωνηθείς εν Μεσολογγίω την 10 Απριλίου 1824.
»Τι ανέλπιστον συμβεβηκός! Τι αξιοθρήνητον δυστύχημα! Ολίγος καιρός είναι αφ’ ού ο λαός της πολύπαθης Ελλάδος, όλος χαρά και αγαλλίαση, εδέχθηκεν εις τους κόλπους του τον επίσημον τούτον άνδρα, και σήμερον, όλος θλίψις και κατήφεια, καταβρέχει το νεκρικόν του κρεβάττι με πικρότατα δάκρυα και οδύρεται απαρηγόρητα. Ο γλυκύτατος χαιρετισμός, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, έγινεν άχαρις την ημέραν του πάσχα εις τα χείλη του κάθε Έλληνος Χριστιανού, και απαντώντας ο ένας τον άλλον, πριν του ευχηθεί ταις καλαίς εορταίς, ερωτούσε «Πώς είναι ο Μυλόρδος;» χιλιάδες άνθρωποι, συναγμένοι να δώσουν μεταξύ τους το θείον φίλημα της αγάπης εις την ευρύχωρον πεδιάδα έξω από το τείχος της πόλεώς μας, εφαίνονταν ότι εσυνάχθησαν μόνον και μόνον να παρακαλέσουν τον ελευθερωτήν του παντός δια την υγείαν του συναγωνιστού της ελευθερίας του γένους μας.
»Και πώς ήτον δυνατόν να μη συντριβεί η καρδία όλων; Να μη καταπικρανθούν όλων τα χείλη; Ευρέθηκεν άλλην φοράν το μέρος τούτο της Ελλάδος εις περισσότερην χρείαν και ανάγκην παρά εις την εποχήν, εις την οποίαν ο πολυθρήνητος Μυλόρδ Μπάιρον επέρασε με κίνδυνον και αυτής της ζωής του εις το Μεσολόγγι; Και τότε, και εις όσον καιρόν συνέζησε μαζί μας, δεν εθεράπευσε το πλουσιοπάροχόν του χέρι ταις δεινόταταις χρείαις μας, χρείαις οπού η πτωχεία μας ταις άφινεν αδιόρθωταις; Πόσα άλλα καλά, πού ακόμη μεγαλύτερα, ελπίζαμεν από αυτόν τον άνδρα; Και σήμερον, αλοίμονον!, σήμερον ο πικρός τάφος καταπίνει και αυτόν και ταις ελπίδαις μας!
Αλλά δεν ημπορούσε τάχα καθήμενος και έξω από την Ελλάδα, αναπαυόμενος και χαιρόμενος τα καλά της Ευρώπης, να τρέξει με μόνην την μεγαλοδωρίαν της καρδίας του εις βοήθειάν μας; Τούτο αρκούσε δια ημάς, επειδή η δοκιμασμένη φρόνησις και βαθεία εμπειρία του προέδρου της βουλής και διοικητού μας θα εξοικονομούσε με μόνα τα μέσα αυτά την ασφάλειαν των μερών τούτων. Αλλά, αν αρκούσε τούτο δ’ ημάς, δεν αρκούσεν, όχι, δι’ αυτόν. Πλασμένος από την φύσιν, δια να υπερασπίζεται πάντοτε τα δικαιώματα του ανθρώπου όπου και αν τα έβλεπε καταπατημένα, γεννημένος εις ελεύθερον και πάνσοφον έθνος, θρεμμένος από μικρός με την ανάγνωσιν των συγγραμμάτων των αθανάτων προγόνων μας, τα οποία διδάσκουν όσους ηξεύρουν να διαβάσουν, όχι μόνον τι είναι, αλλά και τι πρέπει να είναι και τι ημπορεί να είναι ο άνθρωπος της Ελλάδος να αποφασίσει και να επιχειρισθεί να συντρίψει ταις φρικταίς άλυσαίς του και τα συντρίμματα των αλύσων του να κάμει κοφτερά σπαθιά δια να ξαναποχτήσει με την βίαν ό,τι του άρπαξεν η βία. Είδε και άφησεν όλαις ταις πνευματικαίς και σωματικαίς απόλαυσαις της Ευρώπης και ήλθε να κακοπαθήσει και να ταλαιπωρηθεί μαζί μας, συναγωνιζόμενος όχι μόνον με τον πλούτον του, τον οποίον δεν ελυπήθηκεν, όχι μόνον με την γνώσιν του της οποίας μας έδωκε τόσα σωτηριώδη σημεία, αλλά και με το σπαθί του ακονισμένον εναντίον τη τυραννίας και της βαρβαρότητος. Ήλθεν, εις ένα λόγον, κατά την μαρτυρίαν των οικιακών του, με απόφασιν να αποθάνει εις την Ελλάδα δια την Ελλάδα. Πώς λοιπόν να μη συντριβεί όλων μας η καρδία δια την στέρησιν ενός τοιούτου ανδρός; Πώς να μη κλαύσωμεν την στέρησίν του ως γενικήν στέρησιν όλου του Ελληνικού γένους;
»Αλλά έως αυτού, αδελφοί, είδατε τον φιλελεύθερον, τον πλούσιον, τον ανδρείον άνθρωπον, τον αληθινόν φιλέλληνα, είδατε τον ευεργέτην. Τούτο φθάνει βέβαια δια να μας κινήσει τα δάκρυα. Δεν φθάνει όμως, δεν φθάνει, δια την υπόληψίν του και δια το μέγεθος του ενδόξου επιχειρήματος του. Αυτός, του οποίου κλαίομεν τον θάνατον απαρηγόρητα, είναι άνθρωπος, ο οποίος εις το είδος του έδωκε το όνομά του εις τον αιώνα μας. Η ευρυχωρία του πνεύματός του, και το ύψος της φαντασίας του δεν τον άφησαν να πατήσει τα λαμπρά πλην κοινά ίχνη της φιλολογικής των παλαιών δόξας. Έπιασε νέον δρόμον, δρόμον τον οποίον η γεροντική πρόληψις επροσπάθησε και προσπαθεί ακόμη να κλείσει εις την σοφήν Ευρώπην. Αλλά όσω ζουν τα συγγράμματά του, και θα ζουν όσω ζει ο κόσμος, θα μείνει πάντοτε ο δρόμος αυτός ανοιχτός, επειδή και αυτός καθώς και ο άλλος είναι δρόμος αληθινής δόξας. Εδώ παρατρέχω όσα με βιάζει να σας κοινοποιήσω το βαθύ σέβας και ο μεγάλος ενθουσιασμός, όπου πάντοτε έμπνευσεν εις την καρδίαν μου η ανάγνωσις των συγγραμμάτων του και τον οποίον αισθάνομαι τώρα σφοδρότερον από άλλην φοράν. Εγκωμίασε και εγκωμιάζει τον ποιητήν του αιώνος μας όλη η σοφή Ευρώπη και θα τον εγκωμιάσουν όλοι οι αιώνες, επειδή εγεννήθηκε δια όλην την Ευρώπην και δια όλους τους αιώνας.
(Συνεχίζεται)