ΠΡΙΝ εμφανιστεί η γραφή (χονδρικά, πριν τρεις-τέσσερεις χιλιάδες χρόνια) η μυθολογία ήταν αυτή που κατέγραφε τα σημαντικά γεγονότα κάθε χώρας και τόπου.

ΕΚΑΝΕ δηλαδή (τότε), ό,τι άρχισε να κάνει μετά τον Όμηρο η γραπτή ιστορία, στην οποία όλοι σήμερα αναφερόμαστε με περηφάνια, γι’ αυτό άλλωστε και η γνώση της ταυτίστηκε με τη γνώση του Κόσμου.

ΠΑΝΩ στην άγραφη ιστορία, δηλαδή στους μύθους, τους θρύλους, τις παραδόσεις, τις παροιμίες, τα άγραφα τοπικά τραγούδια, τα ανέκδοτα και γενικά στην άγραφη ιστορία “χτίστηκε” η γλώσσα, ο πολιτισμός, η ηθική και πολλά “πιστεύω μας”…

ΚΑΙ για να ξαναπιάσω το νήμα από εκεί που το άφησα την περασμένη βδομάδα, να προσθέσω ότι ένας παρόμοιος (λαϊκός) μύθος, είναι αυτός που θέλει την παροικία μας… πρώτη, καλύτερη και μεγαλύτερη ελληνική παροικία του Κόσμου…

ΟΠΩΣ, ένας μύθος είναι (και παραμένει) ότι η Μελβούρνη, για πολλά χρόνια κατακτούσε τον… τίτλο της καλύτερης πόλης του Κόσμου του να ζει ένας άνθρωπος και φέτος που κατετάγη δεύτερη, κινδυνεύει να πέσει σε βαριά κατάθλιψη!

ΟΠΩΣ, πολλές φορές τα τελευταία 20 χρόνια έχω γράψει, οι… πρωτιές είναι ένα βαρέλι χωρίς πάτο, που όλοι χωράνε, γι’ αυτό χρόνο με το χρόνο πολλαπλασιάζονται γεωμετρικά, τόσο οι διάφοροι Οργανισμοί και Εταιρίες που δίνουν βραβεία, όσο και οι βραβευμένοι…

Σχεδόν μαύρη, σαν τη διάθεσή μου, ήταν προχθές η θάλασσα στο South Melbourne…

ΒΡΑΒΕΙΑ και πρωτιές δίνουν πλέον όλοι σε όλους! Δεν χρειάζεται πια να θέσει μια χώρα, πόλη, παραλία, εστιατόριο, ξενοδοχείο, τουριστικό, κτηματομεσητικό ή δικηγορικό γραφείο υποψηφιότητα…

ΚΑΠΟΙΟΣ “Οργανισμός” θα βρεθεί να σε βραβεύσει, τώρα… Ποιος σε πρότεινε και γιατί ακριβώς σε βράβευσαν, θα το μάθεις μετά την βράβευση, όταν σε επισκεφθεί ένας πωλητής να σου πάρει διαφήμιση…

ΜΕΤΑ από αυτό και κοτζάμ πρωτιά, πώς να αρνηθείς να δώσεις μια διαφημισούλα στην παντοδύναμη Google ή στον οργανισμό που μοιράζει βραβεία και πρωτιές. Τι ψυχή έχουν 200 δολάρια στις ημέρες μας!

ΚΑΙ μάλιστα τώρα, που οι προσπάθειές σου, η επιχείρησή σου, η πόλη σου “αναγνωρίστηκε” και βραβεύθηκε. Χρυσή ευκαιρία να αποκτήσεις και εσύ ένα brand name και να αυξήσεις τον τζίρο σου.

ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ, βέβαια, ότι τις βραβεύσεις κάποιου… “κύρους”, όπως του “διεθνούς οργανισμού” που βραβεύει τη Μελβούρνη και δεκάδες ακόμα… liveable πόλεις, τις κυνηγούν και όλα τα μέσα ενημέρωσης γιατί φέρνουν πολλά click…

ΓΙΑ τα… καθηγιασμένα social media, που τρέφουν πια, όχι μόνο τους influencers, αλλά και τους απανταχού νάρκισσους και όσες εφημερίδες έχουν απομείνει, μετά το ψηφιακό τσουνάμι, τα click μοιάζουν με σωσίβια, γι’ αυτό όλοι πουλούν και την ψυχή τους στο διάβολο για μια χούφτα click…

ΚΑΠΩΣ έτσι, μέχρι και πολύ (πολύ!) χειρότερα έχει η κατάσταση, γι’ αυτό σας συμβουλεύω να αποφεύγετε, όπως ο διάβολος το λιβάνι, τις ειδήσεις που αναφέρονται σε πρωτιές, διακρίσεις και βραβεία…

ΚΑΘΩΣ, επίσης, τις πιο… δημοφιλείς και πολυδιασμένες ειδήσεις, στις όποιες κολλάει και η γνωστή (και από μένα παραλλαγμένη) ρήση “όπως οι μύγες στα σκατά, έτσι και οι εκολόπιστοι στα κλικ και στα λεφτά”…

ΚΑΙ για να πάμε πιο κάτω, πριν παρεξηγηθώ (αν και δεν με νοιάζει) να διευκρινίσω ότι, κατά κύριο λόγο, όταν λέω “η παροικία μας” αναφέρομαι στην πρώτη γενιά, δηλαδή όσους ήρθαν από την πατρίδα μετά τον Εμφύλιο – χονδρικά από το 1950 και μετά.

ΔΕΧΟΜΑΙ ότι αυτό (έως ένα μεγάλο βαθμό) είναι λάθος, αφού η συντριπτική πλειοψηφία της δεύτερης γενιάς, δηλαδή των παιδιών μας, είναι πλέον άνω των 50 ετών και ορισμένοι από αυτούς, βγαίνουν σύντομα στη σύνταξη.

ΑΝ σκεφθεί κανείς ότι Σύλλογος Ηλικιωμένων της παροικίας μας, ιδρύθηκαν πριν… 40 χρόνια (!) κάνετε μια-δυό προσθέσεις και θα βρείτε τον μέσο όρο της ηλικίας της δεύτερης γενιάς.

ΠΟΙΟΣ από εμάς, τους άνω 65 (που τότε ήμασταν 30-35 χρόνων), να το περίμενε, ότι θα έφτανε η μέρα να δούμε και παιδιά μας συνταξιούχους! Πώς πέρασαν τόσα χρόνια; Πώς πέρασε η ζωή…

ΤΟΝ διαχωρισμό μεταξύ πρώτης και δεύτερης γενιάς τον κάνω: πρώτον, γιατί τον γιο μου (που μόλις πέρασε τα 50) τον θεωρώ ακόμα… “παιδί” και, δεύτερον, γιατί εδώ και πολλά χρόνια κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ανήκουμε σε δύο εντελώς (για μένα εντάξει) διαφορετικούς κόσμους…

ΚΑΙ επειδή το όλο θέμα είναι περίπλοκο, θα πω με δύο απλά λόγια, τι εννοώ: Λέγοντας “διαφορετικούς κόσμους”, εννοώ ότι εγώ αισθάνομαι, όχι μόνο Έλληνας, αλλά…

ΚΑΙ σαν να μην έφυγα ποτέ από την Ελλάδα και ο γιος μου Ελληνοαυστραλός. Εγώ αισθάνομαι εδώ προσωρινός και ο γιος στην Ελλάδα επισκέπτης…

ΑΛΛΟΣ κόσμος είμαστε, επίσης, από γλώσσα, κουλτούρα, εμφάνιση, συμπεριφορά και τρόπους. Εγώ, είτε είμαι εδώ είτε εκεί, παραμένω Έλληνας, ενώ ο γιος μου παραμένει (στην Ελλάδα) Ελληνοαυστραλός.

ΜΕΤΑ το τελευταίο του ταξίδι, το περασμένο καλοκαίρι (που εγώ μετά από έξι χρόνια έμεινα στην Μελβούρνη) γύρισε πολύ αλλαγμένος, (λίγο) περισσότερο Έλληνας, παρά Ελληνοαυστραλός, ενώ παράλληλα άρχισε να συγκεντρώνει τα απαραίτητα χαρτιά να βγάλει και ελληνικό διαβατήριο.

ΑΣΕ που ενδιαφέρεται να αγοράσει και ένα σπίτι και να κάθεται περσσότερους μήνες στην Ελλάδα. Με τη γλώσσα δεν είχε ποτέ πρόβλημα και με τα χρόνια και τις συχνότερες επισκέψεις τη βελτιώνει. Τον βοήθησε ότι πήγε και μια τάξη σε ελληνικό λύκειο.

Να και μια σπάνια φωτογραφία: πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, συναντώ δύο νέους ανθρώπους, να μην χαζεύουν στα κινητά τους, αλλά να διαβάζουν κάποιο βιβλίο. Τους συνάντησα στην παραλία του Middle Park και ζήτησα την άδεια να τους φωτογραφήσω και αφού με κοίταξαν λίγο περίεργα μου είπαν OK…

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, που δεν τα λες και λίγα, με την κόρη μου, που επίσης μιλάει καλά Ελληνικά και έχει και ελληνικό διαβατήριο (όταν είμαστε μαζί) μιλούν μόνο αγγλικά και δεν είναι λίγες οι φορές που αισθάνομαι “ξένος”…

ΔΕΝ πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε, ότι, ναι μεν, είναι παιδιά Ελλήνων, αλλά μεγάλωσαν και συνεχίζουν να ζουν σε μια ξένη και, μάλιστα, αγγλοσαξωνική και πολυπολιτισμική χώρα σαν την Αυστραλία…

ΠΟΥ σβήνει και αφανίζει με το… καλημέρα, “ταυτότητες”, ιδιαίτερες κουλτούρες και πολιτισμούς με ιστορίες χιλιετιών και, μάλιστα, σε μια εποχή που έχει σχεδόν επικρατήσει παγκοσμίως η αγγλική γλώσσα και η αγγλοσαξαξωνική (αμερικανική) κουλτούρα.

ΑΝ τα πιο πάνω σημαίνουν κάτι, αυτό είναι ότι η απόσταση, ο χρόνος και οι ανάγκες της ίδιας της ζωής, ήταν αυτές που καθόρισαν ουσιαστικά και την πορεία της δικής μας παροικίας, όπως…

ΚΑΙ την πορεία τόσων και τόσων άλλων παροικιών, που προηγήθηκαν, ήκμασαν και παρήκμασαν σαν διάττοντες αστέρες, με το πέρασμα χρόνων και αιώνων. Τα ποιήματα του Καβάφη (που γράφτηκαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπου πριν 140 χρόνια) είναι πολύ διαφωτιστικά…

ΕΤΣΙ, ακολουθώντας θέλοντας και μη την αναπόδραστη μοίρα, που καθόρισε για εμάς και την παροικία μας η Θεά Ανάγκη, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε κάνοντας ό,τι μπορούμε να κάνουμε…

(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η Θεά Ανάγκη, σύμφωνα με την Ορφική Μυθολογία, ταυτίζονταν με την Αδράστεια, που επιτελούσε την προσωποποίηση της “αναπόδραστης ανάγκης”. Η Ανάγκη με σύμμαχο τον Χρόνο και την Αδράστεια κατέκτησαν τον Αιθέρα, το Χάος και το Έρεβος και επέβαλαν μια τάξη στο σύμπαν που μέχρι τότε ήταν ένας “χυλός”…).

ΤΟ πρόσφορο έδαφος αυτής της “τακτοποίησης”, βρήκαν και των Ελλήνων οι Κοινότητες, για να δημιουργήσουν τον δικό τους Γαλαξία, και ο Διονύσης Σαββόπουλος να γράψει το πασίγνωστο και διαχρονικό τραγούδι του.

ΚΑΙ στο μεγάλο ερώτημα, για το τι μπορούμε να κάνουμε από εδώ και πέρα, τουλάχιστον στον τομέα της ελληνομάθειας (για την οποία όλοι κόπτονται χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα) η απάντηση κειμαίνεται από ελάχιστα μέχρι απόλυτως τίποτα…

ΑΝΤΕ, το πολύ-πολύ να καταφέρουμε να κάνουμε μια ακόμα Έδρα… Παγκόσμιας Ελληνικής Διασποράς, για να μελετήσουν και καταγράψουν οι ακαδημαϊκοί (μόνο στα αγγλικά!), τον επιθανάτειο ρόγχο της ελληνικής γλώσσας στα ξένα πανεπιστήμια.

Ο κυριότερος λόγος που η πρώτη γενιά αγωνίστηκε και έκανε ό,τι μπορούσε για την ελληνομάθεια και, κατ’ επέκταση, τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού, ήταν για να μπορεί να συνεννοηθεί με τα παιδιά της και να δημιουργήσει ένα οικείο περιβάλλον μέσα και έξω από το σπίτι.

ΓΙΑ αυτούς -και όχι μόνο- λόγους, έκανε ελληνικά σχολεία, έχτισε εκκλησίες, ίδρυσε Κοινότητες και Συλλόγους, φιλανθρωποκές οργανώσεις, ποδοσφαιρικές ομάδες και τόσα άλλα.

ΤΟΤΕ έγιναν όλα αυτά, γιατί υπήρχε ανάγκη να γίνουν. Τώρα, όλα αυτά η δεύτερη γενιά δεν τα χρειάζεται, γι’ αυτό αυτό η ελληνομάθεια αιμορραγεί και σιγά-σιγά τελειώνει, οι Σύλλογοι εγκαταλείπονται και οι Κοινότητες φυτοζωούν, και αυτό, λόγω των ναών, που ακόμα τελούνται λειτουργίες.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, μην ξεχνάμε ότι τη στιγμή που η αγγλική ομιλείται σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη και ελληνικά μιλούν περίπου 15 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, με το να θέλεις να έχεις Έδρα Ελληνικών σε πανεπιστήμιο, είναι σαν να προσπαθείς να ρίξεις γροθιές σε μαχαίρι.

ΤΟ πιο κάτω ποίημα, που έγραψε ο Κ. Καβάφης στην Αλεξάνδρεια, πριν 105 χρόνια, το αφιερώνω στην παροικία που γέρασε και τα χρόνια που πέρασανπιο γρήγορα και από τις ώρες…

Απ’ τες εννιά

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

ήλθε και με ηύρε και με θύμησε

κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,

και περασμένην ηδονή – τι τολμηρή ηδονή!

Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,

δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,

κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,

και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου

ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·

πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,

αισθήματα δικών μου, αισθήματα

των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.

Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.

Μπ. Στ.