«Πάντα με τραβούσαν οι άνθρωποι. Μου αρέσει να τους φωτογραφίζω. Είναι μεγάλη υπόθεση να βγάζεις φωτογραφία έναν άνθρωπο και ο άνθρωπος αυτός να γυρίζει και να σου λέει… ‘μ’ αρέσει’» λέει ο Αντώνης Μπαξεβανίδης. Στην πάνω από τρεις δεκαετίες θητεία του ως φωτογράφος του Φεστιβάλ «Αντίποδες», ο Αντώνης έχει αιχμαλωτίσει πρόσωπα και στιγμές χιλιάδων συμπαροίκων, εκατοντάδων προσωπικοτήτων από το ελληνικό και αυστραλιανό πολιτικό γίγνεσθαι, αλλά και από το καλλιτεχνικό στερέωμα της Ελλάδας και της Αυστραλίας.
Κάτι τέτοιες μέρες φεστιβαλικές, πολλά χρόνια πριν, ο Αντώνης, φορτωνόταν τη φωτογραφική του μηχανή και ξεχυνόταν στην ελληνική γωνιά της Μελβούρνης την Lonsdale Street, για να καταγράψει την ιστορία της παροικίας της Μελβούρνης, για να δώσει υλική υπόσταση «σ’ αυτόν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των νέων ανθρώπων και της καταγωγής τους», όπως ο ίδιος λέει σήμερα.
Θεσμός ο Αντώνης για το Φεστιβάλ, θεσμός και το φωτογραφείο του για την Lonsdale Street. Από το 1979 έως το 2009 εκεί στην γωνιά των οδών Lonsdale Street και Russel, στο ισόγειο του κτιρίου της Κοινότητας, το φωτογραφείο του Αντώνη είχε πάντα την πόρτα του ανοικτή για τους περαστικούς που ήθελαν να φωτογραφηθούν, αλλά και για τους φίλους, τους φίλους των φίλων και τα μέλη της Κοινότητας. Πού και πού όμως, έκλεινε και τις πόρτες του. Μεσημεράκια, ως επί το πλείστον, όταν ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργος Φουντάς και όχι μόνο του το ζητούσαν…
«Ερχόταν ο Γιώργος ο Φουντάς και μου έλεγε ‘Αντώνη έλα στο Τσίντος να βγάλεις μία φωτογραφία’. Τι να κάνω, έκλεινα το μαγαζί ακόμα και αν ήταν ώρα αιχμής και πήγαινα για να βγάλω φωτογραφίες για την Κοινότητα. Υπήρχε αυτή η οικειότητα μεταξύ μας. Ήμουν και βολικός».
«Εγώ δεν ήμουν φωτογράφος, σπούδαζα στη Δραματική Σχολή. Τότε είχα μία αντζέντισσα που μου ζήτησε να πάω να βγάλω κάτι φωτογραφίες για το προφίλ μου. Πλήρωσα μια περιουσία για εκείνες τις φωτογραφίες πολλά λεφτά. Πάνω από $260 τότε. Μιλάμε για πολλά λεφτά τότε. Έτσι μου μπήκε η ιδέα να γίνω φωτογράφος και άρχισα να σπουδάζω την τέχνη. Τη φωτογραφία την πήρα σοβαρά μου άρεσε, μου άρεσε περισσότερο όχι η τεχνική πλευρά της φωτογραφίας αλλά η καλλιτεχνική της πλευρά. Η σύνθεση, το ότι, μπορείς να πεις κάτι με μία φωτογραφία. Να, όπως τώρα, ας πούμε, να κάνεις ένα αρχείο ιστορικό. Και το πήρα σοβαρά και το κυνήγησα σοβαρά, καλλιτεχνικά».
ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΤΡΕΧΑΜΕΝΟΙ
Είδε, άκουσε και έζησε πολλά όλα αυτά τα χρόνια. Τον ρωτάω τι τον ενθουσίαζε περισσότερο να φωτογραφίζει στα Φεστιβάλ. Η συγκίνηση χρωματίζει τη φωνή του από την πρώτη στιγμή που αρχίζει να απαντά στην ερώτηση…
«Οι φωτογραφίες, που πραγματικά με συγκινούσαν ήταν αυτές του πλήθους, έστω και αν ήταν πολύ επικίνδυνο να ανεβώ πάνω στο κτίριο της Κοινότητας. Για μένα ήταν το αποκορύφωμα. Έχω βγάλει κάτι φωτογραφίες από ψηλά που πραγματικά μιλούν στην καρδιά μου. Και όταν έβλεπα αυτήν την ομοψυχία από ψηλά μαζί με το κλικ της φωτογραφικής μηχανής έκανε και ένα κλικ το παράπονο μέσα μου. Σκεφτόμουν γιατί δεν μπορούμε να είμαστε έτσι πάντα, ενωμένοι; Ήταν εκπληκτικό. Και έλεγα σαν Έλληνας γιατί αυτή η ομοψυχία στο φαγητό, στο ποτό, τη διασκέδαση και όχι σε όλους τους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής; Γιατί να προσπαθούμε να βγάλουμε ο ένας του μάτι του άλλου; Για μένα αυτές ήταν μεγάλες στιγμές της παροικίας. Το ίδιο ένιωσα και όταν φωτογράφισα την μεγάλη πορεία για το Μακεδονικό. Αιχμαλώτιζα με τον φακό την ατμόσφαιρα, μία ατμόσφαιρα που πιστεύω ότι δεν θα υπάρξει έτσι ποτέ πάλι. Αυτοί οι Έλληνες έχουν φύγει τώρα. Τότε το ζούσαμε, τώρα οι περισσότεροι άνθρωποι πάνε από περιέργεια. Είχε μία κοινωνικότητα το φεστιβάλ, πήγαιναν εκεί για να συναντήσουν, φίλους, γνωστούς».
Και ενώ το πλήθος τον ενθουσίαζε υπήρχαν και κάτι άλλοι, «παρατρεχάμενους» θα τους έλεγε ο απλός λαός, που τον εκνεύριζαν…
«Υπήρχαν και αυτοί… εκείνοι που μου χάλαγαν τις φωτογραφίες. Το σιχαινόμουν αυτό. Πήγαιναν πίσω από τους πολιτικούς και μου έκαναν νοήματα να τους φωτογραφίσω με τον πολιτικό. Αυτό ήταν ένα πράγμα που με ενοχλούσε τρομερά. Γιατί όταν τραβάς μία φωτογραφία, συνθέτεις, βλέπεις, συγκεντρώνεσαι για να αιχμαλωτίσεις εκείνη τη στιγμή, τη διάθεση της στιγμής. Όταν έχεις κάποιον και έρχεται πίσω από τον πολιτικό και χτυπιέται με νοήματα, σε εκνευρίζει αυτό το πράγμα. Και αυτό συνέβαινε συχνά. Και όλοι τους ήθελαν τη φωτογραφία για να την βάλουν στην εφημερίδα, να δείξουν κάτι στον κόσμο. Το συμπεραίνω αυτό γιατί η πρώτη κουβέντα που μου έλεγαν αφού τους έβγαζα τη φωτογραφία δεν ήταν ‘θέλω την φωτογραφία να την αγοράσω ως αναμνηστική’, ήταν ‘θα την βάλεις στο «Νέο Κόσμο»;’». Έχω χιλιάδες φωτογραφίες με όλους αυτούς που στήνονταν δίπλα στους πολιτικούς με το έτσι θέλω και κανένας δεν ήρθε να μου ζητήσει τη φωτογραφία του. Και επειδή τους γνώριζα ήμουν σε πολύ δύσκολη θέση. Πάμπολλες περιπτώσεις που μου έλεγαν να κανονίσω εγώ να τους βγάλω φωτογραφία με τον τάδε πολιτικό και αν τελικά δεν προέκυπτε, νευρίαζαν κιόλας και μου την έλεγαν».
Tο ίδιο όπως λέει συνέβαινε και με τους καλλιτέχνες, αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν άνθρωποι από το κοινό που κυνηγούσαν τον Αντώνη να τους βγάλει μία φωτογραφία με το ίνδαλμά τους. «Εκεί ήμουν πρόθυμος. Έβλεπες νεαρά παιδιά που ήθελαν να βγάλουν μία φωτογραφία με τον Νταλάρα. Το έβλεπες αυτό το παιδί που ήταν εκεί και τον έβλεπε και έκλαιγε. Μετά το να βγάλω αυτού του παιδιού μία φωτογραφία το έβλεπα ως καθήκον μου. Ήταν σαν να καλλιεργώ μέσα του, τους δεσμούς του με κάτι ελληνικό, με την κουλτούρα του. Αυτοί δεν ήθελαν την φωτογραφία τους για την εφημερίδα, την ήθελαν πραγματικά ως αναμνηστική» μου λέει.
ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ,
ΤΑ «ΠΡΟΣΩΠΑΤΑ» ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ
Του ζητώ να μου μιλήσει για τα καλύτερα της φεστιβαλικής του καριέρας. Θυμάται τα πρώτα φεστιβάλ με τον ροκ σταρ της πολιτικής, Bob Hawke, τον επιβλητικό Whitlam, τον εριστικό Kennett, τον ακαταμάχητο Νταλάρα, την φωνάρα Αλεξίου. «Ήταν πολύ πλούσια φεστιβάλ εκείνα, είχαν καλλιτεχνικές και άλλες εκδηλώσεις τέχνης, άρχισαν να κάνουν εκθέσεις, θέατρα. Τότε οι μάζες ήταν τεράστιες, όσο έπαιρνε το μάτι σου κόσμος, πολύς κόσμος».
Ο Αντώνης Μπαξεβανίδης δεν είναι τυχαίος φωτογράφος. Παράλληλα με τη δουλειά του στο Φεστιβάλ, δούλευε για μεγάλες εφημερίδες της Αυστραλίας, έχει φωτογραφίσει εκατοντάδες σημαντικούς πολιτικούς της υφηλίου και η φωτογραφία που τράβηξε στον Nelson Mandela χρησιμοποιήθηκε από την KODAK στην διαφήμιση της εταιρίας. Άσχετο γιατί, όπως λέει, το φεστιβάλ μιλούσε με διαφορετικό τρόπο στην καρδιά του. «Με συγκινούσε ο χορός, για παράδειγμα, έβγαζα πολλές φωτογραφίες όταν χόρευαν τα παιδιά μας, τα πρόσωπα των θεατών, τη λαχτάρα τους. Έβγαζα φωτογραφίες που εγώ ήθελα και όπως τις ήθελα, δεν με απασχολούσε πώς την έβλεπαν αυτοί. Και αυτό δεν το λέω μόνο για τον απλό κόσμο, αλλά και για τα σημαντικά πρόσωπα. Δεν είχα πολλά παράπονα. Είχα πολλά θετικά σχόλια θα έλεγα».
Αναφέρει αυτό που συνέβη όταν φωτογράφησε την Άντζελα Δημητρίου.
«Της έβγαλα κάτι φωτογραφίες και ένας φίλος μου, μου ζήτησε μία επειδή ήταν θαυμαστής της. Του έδωσα δύο φωτογραφίες και αυτός τις πήγε και της ζήτησε του δώσει αυτόγραφο. Όταν αυτή τις είδε τον ρώτησε πού τις βρήκε αυτές τις φωτογραφίες και ζήτησε να της τις πάω. Μου της ζήτησε δωρεάν, τελικά της πλήρωσε και τις πήρε. Της άρεσαν τρομερά. Και ο Νταλάρας είχε εκθειάσει τις φωτογραφίες που του είχα βγάλει. Είχα πάντα καλή κριτική και πιστεύω οφείλεται στο ότι εγώ ποτέ δεν έδινα τις φωτογραφίες μου όπως τις έβγαζα, καθόμουν στο dark room και τις έφτιαχνα όσο μπορούσα. Τις έδινα σε τελειωτική μορφή γιατί ήθελα πάντα να κάνω τη δουλειά μου σωστά».
Το αν ο Αντώνης έκανε τη δουλειά του σωστά το αποδεικνύει η πολύχρονη σχέση του με το Φεστιβάλ. Από αυτή την πολύχρονη σχέση του, όμως, προκύπτει και μία άλλη αξία πέρα απ’ αυτή της ποιοτικής δουλειάς του. Είναι η ιστορική αξία των φωτογραφιών του που αποτελούν ντοκουμέντο της παρουσίας μας σ’ αυτή τη χώρα. Τι έχει σκοπό να κάνει με τα 10.000 φιλμ του τελικά;
«Όταν έρθει η ώρα, θα δοθούν στο Μεταναστευτικό Μουσείο. Δεν θέλω να πέσουν σε λάθος χέρια» λέει.
Δεν λέει τίποτε άλλο. Ως καλλιτέχνης, ο Αντώνης δεν λέει ποτέ πολλά. Ακόμα και για το ότι δέχθηκε να μου μιλήσει, απόρησα. Με την τέχνη του θέλει να μιλά. Και με την τέχνη του, τόσα χρόνια εκεί στο Lonsdale Street, κατάφερε να καταγράψει ιστορίες χαρούμενες, ιστορίες νοσταλγίας, ιστορίες εθνικής περηφάνιας, ιστορίες ανθρώπινες, ιστορίες τέχνης και το πιο σημαντικό για κείνον τουλάχιστον, ιστορίες ομοψυχίας.
«Αυτό που η φωτογραφία αναπαράγει επ’ άπειρον δεν συμβαίνει παρά μόνο μια φορά» έγραψε ο Ρολάν Μπαρτ, ο μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος και σημειολόγος. Τα χρόνια δεν γυρίζουν πίσω, ο Αντώνης δεν θα επιστρέψει στο Lonsdale Street, όταν ήταν εκεί όμως έκανε το καθήκον του… Αυτό που συνέβη μία φορά κατάφερε να το τεκμηριώσει επ’ άπειρον με το τρίτο του μάτι και το ταλέντο του.