Η ΠΙΟ συχνή και (ξανα)ρωτημένη ερώτηση, που μου κάνουν φίλοι και αναγνώστες που συναντώ, είτε τυχαία στο δρόμο είτε σε κάποια καφετέρια στο Όκλι, είναι…
ΓΙΑΤΙ δεν σχολιάζεις πια (όπως παλιά), την τρέχουσα επικαιρότητα, δηλαδή, ό,τι λέγεται, ακούγεται και γράφεται στην παροικία μας, την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, τα κόμματα και τα σχετικά θέματα που συνήθως σχολίαζες;
(ΞΑΝΑ)ΑΠΑΝΤΩ, λοιπόν: πρώτον, γιατί ο κόσμος άλλαξε. Δεύτερον, γιατί ήθελα-δεν ήθελα, άλλαξα και εγώ (και ήρθε η σειρά σας…) ιδιαίτερα από τότε, που το μυαλό μας, “κατέβηκε” στο κινητό μας. Και τρίτον…
ΔΕΝ έχω πια, ούτε το μυαλό ούτε την υπομονή ούτε τη διάθεση να (ξανα)γράφω τα ίδια. Να “αντιγράψω”, δηλαδή, τον… άνυδρο ρομαντισμό και τις ουτοπικές ψευδαισθήσεις, εκείνου του εαυτού μου. Πάει αυτός…
ΩΣ εκ τούτου, εδώ και κάτι χρόνια, ακύρωσα όλα τα “αριστερά” ιδεολογικά μου ραντεβού με την ιστορία, για να… αλλάξουμε τον κόσμο, όταν πια εμπέδωσα, ότι η ζωή ακολουθεί το δικό της δρόμο και γελάει και αυτή (όπως ο Θεός) βλέποντας τα μακροπρόθεσμα σχέδια των ανθρώπων.

ΟΣΟ για τα “παροικιακά”, που ήταν πάντα η μεγάλη μου… αδυναμία, με την βοήθεια της πολιτικής (και νομικής) ορθότητας, έχουν μετατραπεί σε άβατο ναρκοπέδιο. Και όσο μακρύτερα τόσο καλύτερα…
ΑΚΟΜΑ και για μένα, που είμαι… εκπαιδευμένος, μιας και στον ελληνικό στρατό είχα υπηρετήσει 30 μήνες ως ναρκαλιευτής. Να προσθέσω εδώ, ότι το 1968 τοποθέτησα (και ζώσες!) νάρκες στον Έβρο…
ΘΥΜΑΜΑΙ, ότι όταν τοποθετούσα την πρώτη αντιαρματική νάρκη, με είχε κυριεύσει τόσος και τέτοιος φόβος, που με είχε λούσει κρύος ιδρώτας, όταν ετοιμαζόμουν να ενεργοποιήσω τον εκρηκτικό μηχανισμό.
ΑΥΤΟΣ, βέβαια, είναι ένας από τους πιο ασήμαντους λόγους που δεν γράφω “παροικιακά”, γιατί ο πραγματικός λόγος σχετίζεται, όχι μόνο με τα νομικά ναρκοπέδια, αλλά -κυρίως- με την αναποτελεσματικότητα των γραπτών μου…
ΔΗΛΑΔΗ, εγώ τα έγραφα και εγώ τα διάβαζα και αυτοθαυμαζόμουνα! Καλό; Καλύτερο, θα έλεγε κανείς, δεν γίνεται! Έλα μου, όμως, που υπάρχει και το κάλλιστον, που λίγοι μπορούν να πλησιάσουν…
ΕΝΑΣ από αυτούς, είναι ο Γιώργος Φουντάς, που διετέλεσε 17 ολόκληρα πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, ο οποίος, ναι μεν, “διάβαζε”, όχι όταν έγραφα (υπέρ ή κατά) της Κοινότητας, αλλά, μόνο όταν αναφερόμουν σε αυτόν ονομαστικά!
Ο ΦΟΥΝΤΑΣ, βέβαια, δεν αποτελεί εξαίρεση, αφού το ίδιο… χούι είχαν διαχρονικά, πολλοί ηγέτες και πρόεδροι Οργανισμών παροικίας μας: πρώτα το εγώ τους και οι φωτογραφίες τους και μετά το εμείς…
ΣΤΟ κάτω-κάτω της γραφής, ένας είναι ο πρόεδρος (!) και με τη βοήθεια του Θεού, μπορεί να καθίσει στην προεδρία, όχι μόνο… 17 χρόνια, αλλά όσα θέλει. Ας αφήσουμε, όμως, τα προεδριλίκια και ας επανέλθουμε στα… παροικιακά.
ΝΑ και δύο παραδείγματα, που μιλούν από μόνα τους για την σχεδόν πλήρη αναποτελεσματικότητα των γραπτών μου, στην πορεία της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και το καμάρι των Μακεδόνων, την Παμμακεδονική.
ΚΑΜΙΑ επιρροή δεν είχε η κριτική που ασκούσα και τα όσα έγραφα, για τη μαζική και χωρίς τέρμα εγγραφή μελών, που πάντα την χρησιμοποιούσαν ως καύσιμη εκλογική ύλη…
ΤΑ στρατευμένα μπουλούκια μπορεί να ψήφιζαν και να συνεχίζουν να ψηφίζουν κατά χιλιάδες, αλλά τα μέλη που πραγματικά ενδιαφέρονταν για την Κοινότητα, δεν ξεπέρασαν ποτέ στην ιστορία της τα 100!

ΤΑ ίδια που γίνονταν συνεχίζουν να γίνονται, σαν να μην πέρασε μια μέρα, που σημαίνει πως και τίποτα να μην είχα γράψει, τίποτα διαφορετικό (απ’ ό,τι έγινε) δεν θα είχε γίνει. Δηλαδή, τίποτα + τίποτα = τίποτα!
ΜΗΔΕΝΙΚΗ ήταν η προσφορά μου στο παροικιακό γίγνεσθαι. Αν απ’ όλα τα Συμβούλια και τους προέδρους που πέρασαν όλες αυτές τις δεκαετίες, απέτυχε κάποιος πέρα για πέρα, αυτός είναι η αφεντιά μου!
ΑΥΤΟ που χρόνια ψυχανεμιζόμουν, το εμπέδωσα πολύ καλά, στις 12 Φεβρουαρίου 2019, όταν ο “Νέος Κόσμος”, δεν δημοσίευσε γραπτό μου (και καλά έκανε) αφού τίποτα δεν θα άλλαζε…
ΣΤΟΝ σκουπιδοτενεκέ κατέληξε, κειμενάκι 300 λέξεων, που έστειλα το ίδιο βράδυ, που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων η Συμφωνία των Πρεσπών, από το χωριό μου, “ρωτώντας” την Παμμακεδονική (που με πολεμούσε λυσσασμένα 30 χρόνια) πώς σκέφτεται να γιορτάσει την… νίκη της;
ΣΤΟ μεταξύ και παρά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών με την Βόρεια Μακεδονία πια, η Παμμακεδονική, που από τότε ήθελε να γίνει… νονά των “ακατανόμαστων Σκοπιανών”, δεν έχει αποδεχθεί ακόμα (νομίζω…) την νέα ονομασία…
ΚΑΙ αυτό, παρά το γεγονός, ότι το ελληνικό Κράτος (και, μάλιστα, με δεξιά κυβέρνηση!), έχει αποδεχθεί το όνομα Βόρεια Μακεδονία, οι υπερεθνικιστές, τα τρία ακροδεξιά κόμματα στη Βουλή, οι απανταχού Χρυσαυγίτες και η εδώ Παμμακεδονική (αν δεν κάνω λάθος) παραμένουν στα κάγκελα…
ΤΩΡΑ θα μου πείτε και έχετε δίκιο, πως η Παμμακεδονική (και όλες οι Παμμακεδονικές της Διασποράς) παραμένει στο “ελιά ελιά και Κώτσο Βασιλιά” και ασπάζεται τη λαϊκή ρήση που λέει: “αλήθεια χωρίς ψέματα, φαΐ χωρίς αλάτι”. Εμ, δεν τρώγεται, πώς να το κάνουμε;
ΑΝ μετά απ’ όλα αυτά και πολλά άλλα παρόμοια (και χειρότερα), το μόνο νόημα θα μπορούσαν να έχουν, τα (ξανα)ζεσταμένα σχόλιά μου, θα ήταν ότι δεν πήρα το μάθημά μου…
ΑΛΛΑ, μιας και το πήρα (και κόντρα στην πιο πάνω μου αναφορά) θα πρέπει να αναγνωρίσω και την μεγάλη προσφορά του “Νέου Κόσμου” στην απομονωμένη και ξεχασμένη παροικία μας και να ξαναεπισκεφτώ τα “παροικιακά”…
ΠΟΛΛΕΣ φορές αναλογίζομαι, πως ευτυχώς και υπάρχει ακόμα ο “Νέος Κόσμος” και βρίσκουν καταφύγιο κείμενα, όπως αυτά που γράφτηκαν τελευταία, τόσο από τον γνωστό καθηγητή (και αδελφό του προέδρου της Κοινότητας), Νίκο Παπαστεργιάδη…
ΟΣΟ και από τον επίσης πολύ γνωστό, στους αναγνώστες της εφημερίδας, Κωνσταντίνο Καλυμνιό, που εκτός από νομικός, είναι ποιητής και σχολιαστής και, μάλιστα, από τους καλύτερους που έχουμε.
ΤΟΝ τελευταίο καιρό ο “Ν.Κ.” δημοσίευσε δύο αξιοπρόσεκτα και καλογραμμένα (για μένα) κείμενά τους, δύο του Νίκου Παπαστεργιάδη, που πραγματεύονταν τις αναμνήσεις της μητέρας του, για τον ξεριζωμό των προγόνων του από την Τραπεζούντα του Πόντου…
ΚΑΙ δύο ποιητικά του Κωνσταντίνου, που αναφέρονταν στην ποίηση, του δυστυχώς ξεχασμένου και πρόωρα λησμονημένου, πρώην Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού και στον Καβάφη.
ΤΟ δεύτερο κείμενο του Καλυμνιού συγγένευε με το πρώτο του Νίκου, μιας και αναφερόταν σε μια “ποιητική πορεία” του Καβάφη στην Σινώπη του Πόντου, που τότε (γύρω στο 70 π.Χ.) ήταν βασιλιάς ο θρυλικός Μιθριδάτης.
ΕΚΤΟΤΕ και μέχρι να επισκεφθεί, η 86χρονη Ελένη (μητέρα του Νίκου) την αρχέγονη ελληνική πηγή του Πόντου, για να αντλήσει με τη βοήθεια της γιαγιάς της Ειρήνης, τις αναμνήσεις που διηγήθηκε στο γιο της, πέρασαν 21 αιώνες, από την “επίσκεψη” του Καβάφη. Δεν περνούν γρήγορα μόνο οι ώρες και τα χρόνια, αλλά και οι αιώνες…
ΚΑΙ τελειώνω με την τελευταία παράγραφο που έγραψε ο Νίκος και που ήταν και ο τίτλος του κειμένου του: “Νone of my grandparents ever spoke that much about the past and no-one ever thought to ask.”
ΠΡΑΓΜΑΤΙ, έχουν γίνει τόσο διαστημικές οι ταχύτητες στις μέρες μας, που κανείς δεν έχει χρόνο ούτε να σκεφτεί ούτε να ρωτήσει, για το παρελθόν του και τις ρίζες του. Θα επανέλθω…
Μπ. Στ.