Πασίγνωστη ως η πόλη με τον μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό εκτός Ελλάδας, η Μελβούρνη έχει δει τα τελευταία χρόνια τις τάξεις των Ελλήνων να αυξάνονται, με την άφιξη χιλιάδων μεταναστών που εμπλουτίζουν με την παρουσία τους την παροικία. Παρ’ ότι η έλευση των νεοφερμένων έχει καταφέρει να αναζωπυρώσει το αίσθημα προσφοράς που ήταν πάντα ζωντανό ανάμεσα στα μέλη της παροικίας, η σχέση ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν είναι πάντα ανέφελη.
Πολλοί είναι οι μετανάστες που αναφέρουν ότι δεν έχουν συναντήσει το υποστηρικτικό περιβάλλον που ήλπιζαν και δηλώνουν απογοητευμένοι από την παροικία. Από την άλλη, υπάρχει και μία διάχυτη καχυποψία από την μεριά των Ελληνοαυστραλών για εκείνους που έρχονται για να ξεφύγουν από την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία, με την αντίληψη για τεμπέληδες, φοροφυγάδες που επιδιώκουν τον εύκολο πλουτισμό να είναι ιδιαίτερα έντονη. Στα καφενεία στο Oakleigh, στις σελίδες στο facebook, στα γραφεία και τους οργανισμούς της παροικίας, η συζήτηση είναι έντονη και η σύγκρουση φαίνεται να είναι έτοιμη να ξεσπάσει με την παραμικρή αφορμή. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Ο «Νέος Κόσμος» μίλησε με μερικούς ανθρώπους, νεοφερμένους και μη, οι οποίοι κάνουν μία ψύχραιμη αποτίμηση της σχέσης των Ελληνοαυστραλών με τους καινούριους μετανάστες, μέσα από τις προσωπικές τους εμπειρίες.
«Υπάρχει σίγουρα ένα ποσοστό Ελληνοαυστραλών που κοιτάει περίεργα τους νεοφερμένους, αλλά αυτό είναι λογικό» λέει ο κ. Δημήτρης Πρέκας, ο οποίος βρίσκεται στην Αυστραλία εδώ και έναν χρόνο. «Κι εμείς, όταν ήμασταν στην Ελλάδα την εποχή που ξεκίνησαν να έρχονται μετανάστες από τα Βαλκάνια, δεν τους κοιτάγαμε περίεργα;». Ο ίδιος δεν έχει παράπονα από την παροικία, δηλώνοντας ότι δεν συνάντησε καχυποψία ούτε προβλήματα προσαρμογής: «Είχα ξαναδουλέψει στο εξωτερικό, δεν ήρθα ουρανοκατέβατος» τονίζει. Αν και είναι πτυχιούχος Πολυτεχνείου, εργάζεται σε εταιρεία καθαρισμού. «Είναι δύσκολο να βρω δουλειά στο αντικείμενό μου, γιατί ζητούν τοπική εμπειρία και ο τρόπος που δουλεύουμε στην Ελλάδα είναι πολύ διαφορετικός» εξηγεί. «Η Αυστραλία, όμως, είναι μια χώρα που σου δίνει ευκαιρίες να κάνεις πολλά πράγματα». Λόγω της δουλειάς του, ο κ. Πρέκας συναναστρέφεται περισσότερο με Αυστραλούς και λιγότερο με την παροικία, αλλά δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι ο πρώτος που τον βοήθησε εδώ ήταν Ελληνοαυστραλός: «Πρόκειται για έναν πολύ καλό κύριο, που δεν τον ήξερα προηγουμένως. Έχει 55 χρόνια στην Αυστραλία και δεν ξέχασε ποτέ πώς ήρθε και πώς ήταν ο πρώτος του καιρός εδώ».
Εκεί εδράζει ένα μέρος των προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν στις σχέσεις των συμπάροικων με τους νεοφερμένους: στο ότι το πέρασμα των χρόνων έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στις δύο κατηγορίες Ελλήνων. «Ειδικά τα πρώτα χρόνια, ήταν σαν να προσπαθούσαν οι παλιοί να βγάλουν τα απωθημένα τους πάνω στους καινούριους, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ίδιοι όταν ήρθαν» τονίζει ο κ. Χ.Λ. (τα στοιχεία του υπάρχουν στη διάθεση της εφημερίδας), ο οποίος ήρθε στην Αυστραλία το 1965 και τα τελευταία χρόνια μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας .
ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
«Τώρα έχει ατονήσει αυτό» εξηγεί. Η βάση αυτής της στάσης οφείλεται εν μέρει στον ρατσισμό που αντιμετώπισε η πρώτη γενιά, κάτι που άφησε τραύματα: «Δεν μάς θέλανε οι Αγγλοσάξονες, μάς φωνάζανε wogs, τρώγαμε ξύλο στο σχολείο» λέει. Ένας άλλος παράγοντας είναι το ότι πολλοί από τους συμπάροικους, άφησαν πίσω τους περιουσίες, τις οποίες διαχειρίζονταν συγγενείς ή γείτονες με πληρεξούσιο και υπήρχαν πολλά περιστατικά καταπατήσεων και εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα πολλοί να νομίζουν ότι οι Έλληνες είναι συλλήβδην κλέφτες. Αλλά η βασική παρεξήγηση οφείλεται στη διαφορά τρόπου ζωής: «Αυτοί που ήρθαν το ‘50 και το ‘60 δεν ήταν από την Αθήνα, ούτε είχαν παιδεία. Ήταν αγρότες, έφυγαν από τα χωριά τους και ήρθαν εδώ κι έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά, στα εργοστάσια. Δούλεψαν σκληρά, έβγαλαν χρήματα, απέκτησαν σπίτια και κάποια στιγμή, μετά από 20 και 30 χρόνια ξαναπήγαν στην Ελλάδα και διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν εκεί» τονίζει ο κ. Χ.Λ.
«Επιπλέον, επειδή οι περισσότεροι επισκέπτονται την Ελλάδα για διακοπές, το καλοκαίρι, αποκομίζουν την εντύπωση ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, δεν δουλεύουν, δεν πληρώνουν φόρους, είναι συνέχεια στις καφετέριες και γυρίζουν και κατηγορούν την Ελλάδα. Δεν καταλαβαίνουν ότι οι περισσότεροι Έλληνες παλεύουν για τις δουλειές τους και δεν ευθύνονται για την χρεοκοπία και για τον τρόπο που λειτουργεί το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα». Ο ίδιος περιγράφει πολλά περιστατικά ανθρώπων που έχουν μεν πρόθεση να βοηθήσουν, αλλά έρχονται αντιμέτωποι με πρακτικά εμπόδια.
«Όταν έρχεται κάποιος σε μία καινούρια χώρα που δεν έχει ζήσει ποτέ, θέλει κάποιο χρόνο το κεφάλι του να καταλάβει πώς λειτουργούν τα πράγματα. Όλα τούς φαίνονται διαφορετικά. Πολλές φορές, οι προθέσεις είναι καλές από τις δύο πλευρές, όταν όμως κάποιος δυσκολεύεται να βρει δουλειά, απελπίζεται και δίνει την εντύπωση ότι δεν ενδιαφέρεται, ότι εγκαταλείπει. Εκεί συχνά εξαντλείται η υπομονή των Ελληνοαυστραλών και υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που διώχνουν τους συγγενείς τους από το σπίτι». Σημειώνονται επίσης περιστατικά εκμετάλλευσης από εργοδότες, οι οποίοι πληρώνουν τους νεοφερμένους λιγότερα από τον μισθό που θα όφειλαν. «Αλλά έχω συναντήσει και τα ακριβώς αντίθετα περιστατικά: Έλληνες επιχειρηματίες που θέλουν να βοηθήσουν και ανθρώπους που καταφέρνουν να βρουν δουλειά και να στήσουν την ζωή τους, παρά το ότι βρίσκονται μακριά από την Ελλάδα. Αν βγάλεις από το μυαλό σου αυτό, αν σκέφτεσαι ότι είσαι σε κάποιο σημείο στην Γη και προσπαθείς να κάνεις το καλύτερο, δεν έχεις προβλήματα. Αν ήρθες με μισή καρδιά, δεν θα αντέξεις και θα φύγεις. Το βασικό πρόβλημα είναι με τους ανθρώπους που δεν ήξεραν την γλώσσα και βασίστηκαν στην παροικία. Εκεί υπάρχει συχνά σύγκρουση».
Αυτήν την εκτίμηση διαψεύδει η περίπτωση του κ. Ηλία Ηλιάδη. «Ήρθα εδώ ακριβώς επειδή έχει πολλούς Έλληνες» τονίζει. «Επειδή δεν ξέρω αγγλικά, ήθελα να έχω Έλληνες γύρω μου. Στην αρχή φιλοξενήθηκα από τον κουνιάδο μου, αλλά με βοήθησαν πάρα πολύ και άνθρωποι που δεν τους ήξερα. Οι πρώτοι που με βοήθησαν δεν ήταν οι συγγενείς, αλλά οι ξένοι, οι Ελληνοαυστραλοί που μπήκα στα σπίτια τους να δουλέψω. Αυτοί μού είπαν να μην διστάσω να τους πάρω τηλέφωνο αν χρειάζομαι βοήθεια». Ο κ. Ηλιάδης πρωτοήρθε στην Αυστραλία το 2011, και έκτοτε πηγαινοέρχεται με την οικογένειά του, η οποία αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στην Ελλάδα, λόγω κάποιου οικογενειακού ζητήματος. Ο ίδιος είναι τεχνίτης, που έχει καταφέρει να μπει στην αγορά εργασίας.
«Έχω κάνει έναν καλό κύκλο από σοβαρούς ανθρώπους που με έχουν βοηθήσει κάθε φορά που είχα ανάγκη», τονίζει, «αλλά χρειάστηκε προσπάθεια. Με δοκίμασαν. Όταν πήγα να δουλέψω ζήτησα από έναν Έλληνα να με πάρει δοκιμαστικά, χωρίς μισθό, για να δει τι μπορώ να κάνω. Σιγά σιγά, έκατσε μία δουλειά κι από τότε έχω γνωρίσει πολύ κόσμο. Όσοι έχουν έρθει και ξέρουν κάποια τέχνη, είναι πιο εύκολο να βρουν τον δρόμο τους. Συναντάω πολλούς νεοφερμένους. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που εξάντλησαν όλα τα περιθώρια στην Ελλάδα. Πήγαιναν κάποτε καλά στις δουλειές τους και έχουν έρθει με την ελπίδα ότι θα στρώσουν κατ’ ευθείαν τα πράγματα. Έχουν έρθει και κάποιοι από την Ελλάδα που θέλουν να γίνουν τα πράγματα εύκολα. Δεν γίνεται αυτό. Είναι μικρά παιδιά, άπειρα που δεν έχουν εμπειρία από την ζωή ούτε στην Ελλάδα ούτε εδώ. Είναι σαν να έχεις ένα λιονταράκι στο σπίτι και να το πετάς στη ζούγκλα. Υπάρχουν κι αυτοί που προσπαθούν με τις απάτες και ψέματα και τις ξένες πλάτες. Αυτοί δίνουν κακό όνομα στους νεοφερμένους», τονίζει.
ΔΙΑΦΟΡεσ νοοτροπιασ
Πολλοί από τους νεοφερμένους που αντιμετωπίζουν προβλήματα προσαρμογής, απευθύνονται για βοήθεια στις υπηρεσίες της «Australian Greek Welfare Society». Έχοντας έρθει σε επαφή και με τις δύο πλευρές λόγω της δουλειάς της ως συντονίστρια των Κοινωνικών Υπηρεσιών της Πρόνοιας, η κ. Δήμητρα Λαγουδάκη έχει να κάνει μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις: «Υπάρχει μία διαφορά στην κουλτούρα» τονίζει. «Η πρώτη γενιά έχει διατηρήσει ένα άλλο είδος σκέψης, την νοοτροπία της εποχής που έφυγαν από την Ελλάδα, η οποία συχνά δεν ταιριάζει με την νοοτροπία του Νεοέλληνα. Κι ενώ υπάρχει πρόθεση βοήθειας, ταυτόχρονα δεν κατανοούν τις ανάγκες ο ένας του άλλου. Οι μετανάστες έχουν συχνά την αίσθηση ότι αυτός που τους κάλεσε είναι σε θέση να τους βοηθήσει με την παραμονή, με την βίζα, με την εύρεση εργασίας. Όμως η μεταναστευτική πολιτική δεν εξαρτάται από τον καθένα και έτσι, συχνά νιώθουν ανεπιθύμητοι, ότι οι Ελληνοαυστραλοί δεν θέλουν να τους κρατήσουν. Έχω δει πολλές περιπτώσεις όπου συμβαίνει αυτό», τονίζει, συμπληρώνοντας ότι είναι πολλά και τα περιστατικά που υπάρχει πραγματική στήριξη, «πρακτική, συναισθηματική, ψυχολογική και οικονομική», ειδικά σε επίπεδο προσαρμογής στην καθημερινότητα που μπορεί να είναι σοκ για τους νεοφερμένους, από τα έξοδα διαβίωσης μέχρι τον γενικότερο τρόπο ζωής.
«Όταν έρχονται σ’ εμάς, προσπαθούμε με σωστή πληροφόρηση να βάλουμε τα πράγματα στην θέση τους. Έχουμε οικογενειακούς συμβούλους για την προσαρμογή των παιδιών, έχουμε εθελοντές δικηγόρους και προσφέρουμε δωρεάν υπηρεσίες μεταναστευτικών συμβούλων» εξηγεί. «Ως ουδέτεροι μπορούμε να τους δώσουμε μία κατεύθυνση και να αφαιρέσουμε το βάρος από αυτόν που φιλοξενεί, γιατί κάθε πλευρά θεωρεί ότι η άλλη έχει κάποια υποχρέωση. Αν υπάρχει επιφυλακτικότητα, είναι υπεύθυνες και οι δύο πλευρές» τονίζει.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η κ. Ελένη Κιουρτίδoυ, η οποία άφησε την Ελλάδα -και τις δύο φοιτήτριες κόρες της- για την Αυστραλία, πριν από 4,5 χρόνια. Τώρα εργάζεται ως εκπαιδευτικός στα σχολεία της Κοινότητας και της ΑΧΕΠΑ, όμως στην αρχή τα πράγματα δεν ήταν ρόδινα. «Ήταν πιο δύσκολα από ό,τι περίμενα» περιγράφει. «Είχα έναν γνωστό, ο οποίος προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει, αλλά δεν είχε υπολογίσει τον σπιτονοικοκύρη του. Νοίκιαζε ένα σπίτι σε καλή τιμή, κάτω από ειδική συμφωνία, από έναν συγγενή του, ο οποίος πίστεψε ότι δεν πρόκειται για φιλοξενία, αλλά για υπενοικίαση, οπότε αναγκάστηκα να φύγω μετά από ένα βράδυ. Δεν είχα συγγενείς, δεν είχα χρήματα, έψαχνα από πού να κρατηθώ. Είχα μία λίστα με τηλέφωνα και άρχισα να παίρνω και να ψάχνω δωμάτιο, μέχρι που βρέθηκε ένας Ελληνοαυστραλός και με φιλοξένησε για έναν μήνα. Αυτή όμως ήταν η μόνη δυσάρεστη εμπειρία που είχα εδώ όλα αυτά τα χρόνια» τονίζει η κ. Κιουρτίδου, η οποία δεν πτοήθηκε από την αρχική αναποδιά και δεν θεωρεί ότι αυτή χαρακτηρίζει την παροικία.
«Είμαι πολύ ευχαριστημένη από τους ανθρώπους εδώ και το πώς μού στάθηκαν» λέει εξαίροντας τους εργοδότες της σε ένα γνωστό καφεζαχαροπλαστειίο στο Templestowe, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν πραγματικά γι’ αυτήν και της στάθηκαν, στηρίζοντάς την και φροντίζοντάς την όταν έτυχε να αρρωστήσει. «Επειδή δεν περίμενα τίποτε από κανέναν, ακόμη και το λίγο που μού έδιναν, μού φαινόταν πολύ», τονίζει. «Αυτό που έχω καταλάβει είναι ότι εδώ υπάρχουν κάθε είδους άνθρωποι. Είναι στο χέρι σου το αν θα αφήσεις κάποιον να σε εκμεταλλευτεί. Από εσένα εξαρτάται. Στην αρχή, βέβαια, είναι δύσκολο, αφού δεν ξέρεις πώς λειτουργεί η δομή της αγοράς. Στην συνέχεια όμως, αν πιστεύεις ότι σού αξίζει κάτι περισσότερο, πρέπει να το διεκδικήσεις, όχι να παραπονιέσαι γιατί δεν στο δίνουν. Αν κάποιος σού λέει ότι έχει να σου δώσει πορτοκάλια, δεν γίνεται του ζητάς να σού δώσει και μήλα. Πολλές φορές εμείς που ερχόμαστε εδώ έχουμε λανθασμένη νοοτροπία».
ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ
Αυτή η διαφορά νοοτροπίας εμφανίζεται ανάμεσα σε ανθρώπους της ίδιας ηλικίας, όπως για παράδειγμα στους φοιτητές που έρχονται από την Ελλάδα να σπουδάσουν και συναναστρέφονται τους Ελληνο-Αυστραλούς συνομηλίκους τους. «Οι νεοφερμένοι έχουν μία πιο σκοτεινή, απαισιόδοξη εικόνα για την Ελλάδα, από αυτήν που έχουμε εμείς εδώ» λέει ο κ. Τάσος Σγαρδέλης, πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Ελληνοαυστραλών Φοιτητών της Βικτώριας. «Αλλά είναι συναρπαστικό αυτό και προσπαθούμε να τους πλησιάσουμε και να τους γνωρίσουμε, να τους εντάξουμε στα δίκτυα και τις κοινωνικές δομές μας. Έχουμε αρκετά νέα μέλη από την Ελλάδα, ακόμη και στη διοικητική επιτροπή. Είναι πολύ ενδιαφέρον για μας να βλέπουμε τα πράγματα από διαφορετική οπτική γωνία. Πολλοί Έλληνες παθαίνουν ένα μικρό πολιτισμικό σοκ, προσπαθώντας να προσαρμοστούν στον διαφορετικό τρόπο ζωής. Τους φαίνεται παράξενος ο τρόπος που γίνονται κάποια πράγματα εδώ. Από την μουσική που παίζουμε στις εκδηλώσεις μας -ένα μίγμα από παλιά λαϊκά και πιο μοντέρνα- μέχρι την υπερηφάνεια που νιώθουμε για την ελληνική μας ταυτότητα. Καμιά φορά τους φαίνεται παράξενο το πόσο ψηλά κρατάμε την ελληνική ταυτότητα και τις παραδόσεις μας και γιατί ακολουθούμε ορισμένες παραδόσεις και άλλες όχι. Η οργάνωσή μας προσπαθεί να είναι μία δύναμη ενότητας. Προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι περνάνε, να τους βοηθήσουμε, βασισμένη στην κοινή καταγωγή, την ελληνική κληρονομιά και να ξεπεράσουμε τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στον ελληνικό και τον αυστραλιανό τρόπο ζωής».
Μέλος της ίδιας οργάνωσης, ο κ. Ιωάννης Πολυγένης, 21 ετών, ήρθε στην Αυστραλία τον Φεβρουάριο του 2012, για να σπουδάσει Χρηματοοικονομικά και γλώσσες. Η μητέρα του γεννήθηκε εδώ, κάτι που τον κατέστησε αυτομάτως Αυστραλό υπήκοο. «Οι γονείς μου είχαν την διορατικότητα και κίνησαν τις διαδικασίες για την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο εδώ. Όταν μού ήρθε το χαρτί από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, φοιτούσα ήδη στο πρώτο εξάμηνο στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δεν το σκέφτηκα πολύ, όμως και ήρθα παρ’ ότι δεν ήξερα κανέναν εδώ. Η μετάβαση δεν ήταν εύκολη, τους πρώτους μήνες πέρασα ένα μικρό σοκ, μέχρι να προσαρμοστώ στην κουλτούρα της χώρας, αλλά ήμουν τυχερός γιατί κατάφερα να μπω σε ένα από τα residential colleges. Αυτό, από την μια, μού έλυσε το πρόβλημα της στέγης, καθώς τα διαμερίσματα είναι πανάκριβα, αλλά, από την άλλη, με βοήθησε στην κοινωνικοποίηση, γιατί βρέθηκα ανάμεσα σε πολλά παιδιά που είναι στην ίδια κατάσταση με μένα – πρωτοετείς σε κολέγιο, που δεν ξέρουν πολύ κόσμο και προσπαθούν να κάνουν φίλους και να δικτυωθούν. Οι φίλοι μου λοιπόν είναι από την Σρι Λάνκα, την Ινδονησία, την Ιαπωνία, την Ινδία κ.ο.κ.» Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται, αστειευόμενος, ως το «μαύρο πρόβατο» στις φοιτητικές οργανώσεις που είναι μέλος. «Είμαι το χειρότερο παράδειγμα Έλληνα»λέει γελώντας. «Δεν μού αρέσει η εκκλησία, δεν ακολουθώ τις παραδόσεις, δεν τρώω ούτε αρνί. Μεγάλωσα με πολλές δυτικές επιρροές. Ήμουν ήδη στο τρίτο έτος όταν γνώρισα τους πρώτους Έλληνες. Δεν ήταν στις προτεραιότητές μου να έρθω σε επαφή με την ελληνική παροικία, γιατί δεν με ενδιέφερε πολύ η ελληνική μου ταυτότητα. Όμως οι φοιτητικές οργανώσεις μου έχουν φερθεί πάρα πολύ καλά, κι έχω γνωρίσει πολλά παιδιά που μού έχουν φερθεί πολύ σωστά μόνο και μόνο επειδή είμαι Έλληνας κι αυτό το εκτιμώ ιδιαίτερα. Είναι συγκινητική αυτή η νοοτροπία, ότι θα σε φροντίσουν, θα σε βοηθήσουν να βρεις δουλειά. Μέχρι και φαγητό μού φέρνουν κάποιες κοπέλες».
Όπως είναι σύνηθες ανάμεσα στους νεοφερμένους, έτσι κι εκείνος χαρακτηρίζει την επαφή με την παροικία ως ένα ταξίδι στον χρόνο και στις ελληνικές αξίες του παρελθόντος. «Είναι ενδιαφέρον γιατί γνωρίζω παιδιά που έχουν γεννηθεί εδώ και ζουν μέσα στην αυστραλιανή κοινωνία και έχουν μεγαλώσει με τις αυστραλιανές αξίες, αλλά όταν βρίσκονται σε εκδηλώσεις της παροικίας, είναι σαν να ξυπνούν μέσα τους οι αξίες της Ελλάδας του ‘60 – από την θέση της γυναίκας στην κοινωνία, μέχρι μια έχθρα για τους Τούρκους τελείως αδικαιολόγητη σήμερα πια. Έχω γνωρίσει και Χρυσαυγίτες, κάτι που μού φαίνεται εντελώς παράλογο. Συνολικά, όμως, εκτιμώ ιδιαίτερα και σέβομαι αυτό που κάνει η παροικία. Κρατά την παράδοση πάρα πολύ δυνατά, περισσότερο από ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Στην πατρίδα σιγά σιγά αυτό χάνεται, η αίσθηση της εθνικής ταυτότητας».
Από τους ανθρώπους που ενισχύουν αυτήν την αίσθηση και συμβάλλουν στην σύσφιξη των σχέσεων της παροικίας με τους νεοφερμένους, είναι και η κ. Ρούλα Τάσου, η οποία εργάζεται σε μεγάλο μεσιτικό γραφείο στο Oakleigh. Λόγω της δουλειάς της, έχει την ευκαιρία να γνωρίσει και να συναναστραφεί με πολλούς από τους νεοφερμένους που ψάχνουν για σπίτι κι έρχονται σε επαφή με τις δυσκολίες. «Αν κάποιος δεν έχει δουλειά, ή κάποιον γνωστό να εγγυηθεί, ή να δώσει σύσταση, είναι δύσκολο να βρει σπίτι, γιατί οι ιδιοκτήτες είναι διστακτικοί. Οι περισσότεροι όμως θέλουν να βοηθήσουν τους νεοφερμένους. Επειδή έχω πολύ καλές σχέσεις με τους ιδιοκτήτες, μεσολαβώ ώστε να γίνει πιο εύκολη η σχέση τους. Αν χρειαστεί, για παράδειγμα, να φύγουν πριν την λήξη του συμβολαίου, πολλές φορές οι ιδιοκτήτες είναι ελαστικοί, τους το επιτρέπουν. Πολλές φορές, επειδή δεν ξέρουν, δεν έχουν κάνει σωστά τα χαρτιά τους, οπότε προσπαθώ να τους βοηθήσω όσο μπορώ. Βλέπεις ότι είναι φοβισμένοι, δεν ξέρουν πώς δουλεύει το σύστημα. Με πολλούς έχω γίνει φίλη. Όταν πηγαίνω για τις επιθεωρήσεις, μού ζητάνε να κάτσω για καφέ, είναι πολύ ωραίο αυτό, να νιώθεις ότι κάποιος εκτιμά την βοήθεια που προσφέρεις».