Θυμάμαι να κλωτσάω μια μπάλα ποδοσφαίρου με ένα παχουλό παιδί με έντονο βλέμμα και προφορά όταν μιλούσε αγγλικά, στο πίσω μέρος της κερκίδας του γηπέδου της South Melbourne Hellas στο Middle Park, στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ο πατέρας μου έκανε ζέσταμα στο γήπεδο. Ο πατέρας του ήταν στις κερκίδες. Ο πατέρας μου ήταν ο αρχηγός της ομάδας, ο Stevie Walker, από την Γλασκώβη, ένας Ten-Pound Pom*, που τον τράβηξε στην Αυστραλία η έλλειψη ευκαιριών στην πατρίδα του, ποδοσφαιρικών ή άλλων. Έπαιζε στον σύλλογο παίρνοντας μια επιταγή που συμπλήρωνε τον μισθό του της πλήρους απασχόλησης. Η μαμά λέει ότι το παιδί αυτό ήταν ο Άγγελος Ποστέκογλου. Ο μπαμπάς του ήρθε στην Αυστραλία αφού έχασε την επιχείρησή του στην Αθήνα από το καθεστώς των συνταγματαρχών, και τον προσέλκυσε η South Melbourne Hellas λόγω της εγγενούς ελληνικότητάς της -το όνομά της, τα χρώματά της, η γλώσσα της- κάτι σαν ένα σπίτι μακριά από την πατρίδα. Το “Hellas” έχει αφαιρεθεί από το όνομα σε μια προσπάθεια να αποηθικοποιηθεί το αυστραλιανό ποδόσφαιρο, αλλά η στολή των παικτών παραμένει γαλανόλευκη, και τα ελληνικά αναμειγνύονται με τον καπνό από τα σουβλάκια στον αέρα.
Εμείς τα παιδιά κλωτσούσαμε την μπάλα στο σκονισμένο χωμάτινο πάρκινγκ μέχρι τη σέντρα, οπότε τρέχαμε μέσα από το τούνελ κάτω από την κερκίδα για να παρακολουθήσουμε τον αγώνα. Ο αδελφός μου και εγώ, μαζί με τα παιδιά του Jimmy McKay και του Jimmy Armstrong, τρέχαμε να πάρουμε θέση στις μπροστινές κερκίδες που ήταν κρατημένες για τις οικογένειες των παικτών. Το παχουλό Ελληνόπουλο πήγε να καθίσει με τον πατέρα του στην κερκίδα. Οι οπαδοί της South Melbourne Hellas ζητωκραύγαζαν καθώς ακούγονταν τα ονόματα των παικτών, κυρίως ελληνικής και σκωτσέζικης καταγωγής. Το μεγαλύτερο χειροκρότημα ήταν για τον πατέρα μου. Η Ελλάς κέρδιζε τις περισσότερες φορές. Κέρδιζε τρόπαια σχεδόν κάθε χρόνο εκείνη την εποχή. Αλλά έχουν προχωρήσει, το γήπεδο έχει ισοπεδωθεί και κάθε Μάρτιο τα αυτοκίνητα του GP της Formula One “πετούν” στην πίστα που έχει φτιαχτεί εκεί που κάποτε βρισκόταν το γήπεδο.
Ο Ποστέκογλου λέει ότι ως γιος σκληρά εργαζόμενων μεταναστών, το ποδόσφαιρο ήταν ο μόνος χρόνος που περνούσε με τον εκλιπόντα πατέρα του Τζιμ. “Το μόνο που θυμάμαι”, είπε, “είναι ότι ο πατέρας μου δούλευε σκληρά. Έφευγε για δουλειά πριν φάω το πρωινό μου και γύριζε σπίτι το βράδυ, έτρωγε βραδινό, καθόταν στον καναπέ και αποκοιμιόταν και πήγαινε να κάνει το ίδιο πράγμα την επόμενη μέρα. Η μόνη φορά που κατάφερα να δω χαρά στον πατέρα μου ήταν όταν πηγαίναμε για ποδόσφαιρο την Κυριακή. Οπότε αυτό μου έκανε εντύπωση, γιατί έκανα μια γρήγορη σύνδεση ότι το ποδόσφαιρο είναι κάτι που τον κάνει ευτυχισμένο… οπότε αν το αγαπώ όπως εκείνος, θα με φέρει κοντά του”. Ήταν χρόνια που πέρασαν καλά. Και οι δύο λάτρεις του… Beautiful Game, ο Ποστέκογλου είπε ότι “το κίνητρό μου είναι πάντα να παράγω ομάδες που θα ευχαριστιόταν να βλέπει [ο] μπαμπάς μου”. Ακόμα το κάνει και εύχεται ο Τζιμ να τον παρακολουθεί ακόμα.
Ο Ange έμελλε να αγωνισθεί και να προπονήσει τόσο την υιοθετημένη του ομάδα όσο και την υιοθετημένη του χώρα, κατακτώντας τρόπαια και με τις δύο, αν και θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί ποιος υιοθέτησε ποιον. Είναι περήφανος που είναι και Αυστραλός και Έλληνας, όπως ο πατέρας μου ήταν Αυστραλός και Σκωτσέζος. Ο Ποστέκογλου αγαπάει τόσο το … κανονικό ποδόσφαιρο όσο και το αυστραλιανό ποδόσφαιρο Aussie Rules. Ωστόσο, δεν ήταν εύκολο γι’ αυτόν. Εργαζόταν σε τράπεζα πριν υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο ως προπονητής πλήρους απασχόλησης σε επίπεδο Αυστραλίας σε ομάδες των μικρών ηλικιών, ο φόβος του να επιστρέψει πίσω από τα γκισέ τον ώθησε. Αφού το συμβόλαιό του δεν ανανεώθηκε, προπονούσε στην ελληνική τρίτη κατηγορία πριν επιστρέψει στην Αυστραλία, παλεύοντας να τα βγάλει πέρα. Για ένα διάστημα, ζούσε με τη σύζυγό του με τη μητέρα της, καθώς ο ίδιος προπονούσε μια ερασιτεχνική ομάδα και διοργάνωνε σεμινάρια ποδοσφαίρου (football clinic) στα προάστια της Μελβούρνης. Αλλά αυτό είναι που αρέσει ο κόσμος στον Ange. Θα μπορούσε να επιστρέψει στην τράπεζα, να αναζητήσει την ασφάλεια σε μια σταθερή δουλειά, αλλά όπως οι γονείς του έτσι και αυτός εμπιστεύτηκε το ένστικτό του έξω από τις ανέσεις.
Η πορεία του ως μάνατζερ δεν ήταν… ορθόδοξη. South Melbourne, Πάτρα, Μπρίσμπαν, Μελβούρνη ξανά, Yokohama, Γλασκώβη και τώρα Λονδίνο. Μπορεί να εντοπίσει τα ταλέντα, η πρώτη ομάδα της Σέλτικ επι εποχής του περιλάμβανε πέντε Ιάπωνες παίκτες, κανέναν που πιθανότατα δεν θα είχε υπογράψει άλλος προπονητής σε βρετανικό πρωτάθλημα, συμπεριλαμβανομένου του παίκτη της χρονιάς της σκωτσέζικης πρεμιέρας, του Kyogo Furihashi, ενώ και οι επιλογές του στην Τότεναμ ήταν εξαιρετικές.
Η επιτυχία του Ange είναι και δική μας επιτυχία, για τον σύλλογο, για τη χώρα, για όποιον βγαίνει από τη ζώνη των ανέσεών του – και τα καταφέρνει. Δεν είχα τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες του Ange, αλλά όπως και αυτός έχω ζήσει σε όλο τον κόσμο και έχω υποστηρίξει συλλόγους όπως οι Urawa Reds, Partick Thistle, Southampton και RCD Espanyol – ένας τυπικός Αυστραλός, που πάντα υποστηρίζει τα αουτσάιντερ. Αλλά τόσο για τον Ποστέκογλου όσο και για μένα η South Melbourne Hellas είναι το σημείο από όπου ξεκίνησαν όλα.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου πανδημικού καλοκαιριού του 2020, δεν μπορούσα να επιστρέψω στην Αυστραλία και είχα… κολλήσει στην Ευρώπη. Έχοντας τη δυνατότητα να ταξιδέψω ανάμεσα σε κάποιους συνοριακούς περιορισμούς, πήρα ένα πλοίο από τη Βαρκελώνη στην Civitavecchia κοντά στη Ρώμη και οδήγησα το Suzuki μου μέσα από την κενή Ιταλία και την Ελλάδα. Είχα μάθει πολλές ελληνικές λέξεις από τα άλλα αγόρια εκείνες τις μέρες στη South Melbourne, και σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, πριν καν πατήσω το πόδι μου στην Ελλάδα, γέλασα όταν άκουσα τους οδηγούς φορτηγών να χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις μεταξύ τους, άλλες άσχημες, άλλες ωραίες, μέσα από τις μάσκες των προσώπων τους στο άδειο πλοίο από το Μπρίντιζι στην Πάτρα.
Τρεις εβδομάδες στην Ελλάδα χωρίς τουρίστες έφεραν στο μυαλό μου αναμνήσεις από τα παιδικά μου Σαββατοκύριακα που περνούσα σε μεγάλο βαθμό στο South Melbourne Hellas (ή “Hellas Melbourne”, όπως είναι γνωστό εκεί). Μυρωδιές, μουσική, πρόσωπα και γλώσσα από μια εποχή που δεν υπήρχε εθνικό πρωτάθλημα Αυστραλίας και η Βικτώρια θεωρούνταν η ποδοσφαιρική δύναμη. Αναμνήσεις από τους γονείς μου που γύριζαν αργά στο σπίτι και μας έλεγαν για δείπνα με τον Πελέ και τον Τζορτζ Μπεστ. Αναμνήσεις από χαμένα από καιρό άρθρα του Stevie Walkerαπό την εφημερίδα Soccer Action, αναμνήσεις από τον πατέρα μου που άκουγε το ραδιόφωνο στην κουζίνα για να μάθει τα αποτελέσματα του σκωτσέζικου ποδοσφαίρου. Φαινόταν ότι η Partick Thistle έχανε πάντα. Θυμάμαι ότι πήγαινα σε περισσότερους ελληνορθόδοξους γάμους και βαπτίσεις από οποουδήποτε αλλού. Στα δείπνα μετά τον αγώνα, δοκίμασα ψητό καλαμάρι πριν δοκιμάσω μπριζόλα καγκουρό. Απόλαυσα μια ισχυρή γουλιά ούζο πριν από την πρώτη μου μπύρα.
Ο Stevie ήταν ο πατριός μου και αυτός και η μητέρα μου χώρισαν πριν από πολλά χρόνια.Δεν τον ήξερα καλά ως άνθρωπο, αλλά τότε που ένας στους δύο οδηγούς ταξί ήταν Έλληνας, όλοι τον ήξεραν. Πέθανε πριν από είκοσι χρόνια, με την ειρωνεία της τύχης να μπαίνει στο νοσοκομείο μια μέρα πριν η Ελλάδα κατακτήσει το Euro 2004 και άντεξε έξι εβδομάδες αργότερα μέχρι την επομένη της τελετής λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Δεν θυμάμαι πολλά από τα δύο.
Εμφύσησε σε μένα και στ’ αδέλφια μου την αγάπη για το ποδόσφαιρο, τη Σκωτία και την Hellas. Δεν πήγε ποτέ στην Ελλάδα, αλλά την αγαπούσε, όπως οι Έλληνες στη Μελβούρνη αγαπούσαν τον πατέρα Γεώργιό τους – Papa Yiorgo/Father George. Ήταν όμως ο ήρωας των παιδικών μου χρόνων, όπως ήταν γι’ αυτόν ο πατέρας του Ποστέκογλου, και εκείνο το θλιβερό, καυτό, άδειο καλοκαίρι, μόνος σε μια βεράντα στη σκιά μιας ελιάς, ήπια λίγη μπύρα Άλφα και λίγο ούζο στην υγειά των αναμνήσεών μας.
Γειά μας! Yiamas! Cheers!
*Ten Pound Poms αποκαλούνταν οι Βρετανοί πολίτες που μετανάστευσαν στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αυστραλιανή και η νεοζηλανδική κυβέρνηση εισήγαγαν το 1947 το Assisted Passage Migration Scheme in 1945, το οποίο, αν.αμεσα στα άλλα, προέβλεπε την καταβολή δέξκα πάουντς (Ten Pound Poms) ως μέρος των ναύλων του ταξιδίου αυτών που επρόκειτο να μεταναστεύσουν.

