«Με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού ταυτίζομαι περισσότερο απ’ ό,τι με οποιοδήποτε άλλο έργο μου, από κάθε άποψη: μουσική, ανθρώπινη, βιωματική, αγωνιστική και προπαντός «ελληνική», μιας και ο Εμφύλιος βύθισε την Ελλάδα στα δάκρυα, στο αίμα και στη δίχως τέλος δοκιμασία».

Μίκης Θεοδωράκης

Τη μετεμφυλιακή Ελλάδα αναβιώνει το μυθικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», για τα 90ά γενέθλια του, το οποίο ανεβαίνει μετά από 53 χρόνια στη σκηνή του θεάτρου Badminton της Αθήνας από τις 18 Μαρτίου έως τις 5 Απριλίου, σε σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου, ο οποίος το είχε παρουσιάσει ξανά πριν από 16 χρόνια.

Πρόκειται για ένα από τα εμβληματικότερα και επίκαιρα όσο ποτέ έργα του μεγάλου Έλληνα δημιουργού, σε μία ανανεωμένη εκδοχή, που επεξεργάστηκε ο ίδιος ο μεγάλος συνθέτης. Για τη νέα, μεγάλη παραγωγή του Θεάτρου Badminton, ο Μίκης Θεοδωράκης δημιούργησε μια εντελώς καινούρια εκδοχή, επιχειρώντας μια συνομιλία με το παρόν και προσθέτοντας μια ολόκληρη πράξη. Η πρώτη πράξη ασχολείται με τη σκοτεινή περίοδο, πριν και μετά τα Δεκεμβριανά και ο συνθέτης ενσωματώνει τα πρώτα τραγούδια από τα «Λυρικά» σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. Μία αυθεντική προσωπική μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη 70 χρόνια μετά, ένα έργο βαθιάς συγκίνησης και πνοής, «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» επαναφέρει στο προσκήνιο τα θεμελιώδη αιτήματα για μνήμη, αξιοπρέπεια και εθνική ομοψυχία.

Το έργο ανεβαίνει με έναν μεγάλο θίασο 40 ατόμων επί σκηνής με πρωταγωνιστικό καστ τηΝ Λήδα Πρωτοψάλτη, τον Κώστα Αρζόγλου, τον Νίκο Αρβανίτη και τον Χρήστο Πλαΐνη, με Λαϊκό τραγουδιστή τον Κώστα Μακεδόνα κι ερμηνευτές των «Λυρικών» τους Κώστα Θωμαΐδη, Καλλιόπη Βέττα και Μπέττυ Χαρλαύτη, ενώ όλο το μουσικό μέρος καλύπτει η Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης».

«Στο θέατρο Badminton συνεχίζουμε να γιορτάζουμε τα 90 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη μαζί με τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη, γιατί μαζί του σχεδιάζουμε τις μουσικές παραστάσεις και τον ευχαριστούμε γι’ αυτά τα ανεπανάληπτα έργα που μας έχει προσφέρει. Μετά την Αθήνα, η παράσταση θα ταξιδέψει σε πόλεις της Ελλάδας, ενώ είμαστε σε επαφές και για περιοδεία στο εξωτερικό» ανέφερε μιλώντας στο «Νέο Κόσμο» ο πρόεδρος του θεάτρου Badminton, Έλληνας της Διασποράς από τη Νέα Υόρκη Μιχάλης Αδάμ, μετά τη συνέντευξης Τύπου, παρουσία του δημιουργού.

Ο Μίκης Θεοδωράκης υπογράμμισε στη συνέντευξη Τύπου, μεταξύ άλλων, ότι «Σε στιγμές τόσο κρίσιμες για το έθνος και το λαό, πιστεύω πως ο ζωντανός καλλιτέχνης πρέπει να καταπιάνεται με έργα και με ενέργειες που θα βοηθήσουν άμεσα για να λυθεί η κρίση, για να βρεθεί διέξοδος. Πιστεύω πως ο μοναδικός δρόμος για να κερδίσουμε τη μάχη μπροστά στην ιστορία και στον πολιτισμό, είναι αυτή τη στιγμή η αληθινή ενότητα. Όχι ενότητα συμβατική, σκόπιμη, ενότητα τακτική -αλλά ενότητα ουσιαστική όλων των Ελλήνων. Στις αρχές τις δεκαετίας του εξήντα, όταν παρουσίασα «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», η εμπειρία του Εμφυλίου ήταν παρούσα μέσα στην πολιτική και την κοινωνική καθημερινότητα, το αποτύπωμά του, όπως άλλωστε και το αποτύπωμα της Κατοχής και του Δεκέμβρη, είναι ακόμη ορατό πάνω στα υλικά και τα ανθρώπινα ερείπια. Η μάχη του Δεκέμβρη με ατσάλωσε πρώτα απ’ όλα ως άνθρωπο, όπως κάθε πόλεμος στον οποίο αναγκάζεται κανείς να πάρει μέρος για να υπερασπίσει τα ιδανικά του. Κάθε στιγμή είχα τη βεβαιότητα ότι υπερασπίζομαι τον ελληνικό λαό στην συντριπτική του πλειοψηφία, πράγμα που διαπίστωνα στην πράξη, γιατί κυριολεκτικά εμείς οι μαχητές του ΕΛΑΣ κολυμπούσαμε μέσα στην αγάπη του λαού. Ήξερα όμως πως ο άξονας αυτός έβγαινε μέσα από την πεποίθησή μου ότι, ανάμεσα στο 1940 και στο 1945, γεννήθηκε ένας άλλος, καινούργιος διαφορετικός ελληνικός λαός, όπως τον είχα πλάσει μέσα στη φαντασία μου διαβάζοντας και ακούγοντας για τις κορυφαίες εποχές των Ελλήνων από την αρχαιότητα έως τους Βαλκανικούς πολέμους. Το ΕΑΜ ήταν για μένα μία τέτοια μεγάλη, μοναδική στιγμή με έναν λαό ελεύθερο και συγχρόνως επικίνδυνο για όσους είχαν πιστέψει -όπως οι Άγγλοι- ότι είχαν έως τότε να κάνουν με ανθρωπάκια που τρέμανε μπροστά στην εξουσία. Και για να μην πολυλογώ, όρμησα με το κεφάλι ψηλά μέσα στο καμίνι -από τα Δεκεμβριανά ως σήμερα- χτυπώντας με όσες δυνάμεις διέθετα τον ίδιο εχθρό που πολέμησα στον Μεγάλο Δεκέμβρη και που εξακολουθεί έως σήμερα να μας φοβάται και να μας υπολογίζει, γιατί αυτός μόνο ξέρει ότι αυτός ο γίγας λαός, που τόσο καλά γνώρισε στις μάχες του Δεκέμβρη, παραμένει ζωντανός, έτοιμος να ξαναδείξει το ωραίο του πρόσωπο στην πρώτη ευκαιρία που θα βρεθεί μπροστά του».

Μιλώντας αποκλειστικά στο «Νέο Κόσμο», ο σκηνοθέτης, Θανάσης Παπαγεωργίου, τόνισε ότι στα 90 χρόνια του Μίκη, του κάνουμε αυτό το δώρο, υπενθυμίζοντας ότι τα γεγονότα του ’44-’49 του Εμφυλίου δεν θέλουμε να επαναληφθούν ποτέ. Γραμμένο το 1961-’62, το ‘Τραγούδι του νεκρού αδελφού’, μοιάζει σαν να έχει γραφτεί για το κοινό του 2014, αφού και στο τωρινό ανέβασμά του, βρίσκει τη χώρα να έχει απόλυτη ανάγκη από συμφιλίωση για να γλιτώσει από την καταστροφή που ορθώνεται απειλητικά μπροστά της. Έχοντας ζήσει κυριολεκτικά πάνω στο πετσί του τα αποτελέσματα ενός εθνικού διχασμού, ο Μίκης δεν μοιράζει τις ευθύνες που αναλογούν στον καθένα από τους πρωταγωνιστές της εθνικής συμφοράς, αλλά προσπαθεί να κάνει σαφές ότι τα παιχνίδια των ξένων ισχυρών βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στους αδύναμους ηγέτες κάθε εποχής, με μοναδικό αποτέλεσμα την αλληλοσφαγή. Θα ήθελα «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» να παρουσιαστεί στον Ελληνισμό της Αυστραλίας, όπου έχω πάει μαζί με τον Νίκο Κούρκουλο το 1976 και μείναμε 6 εβδομάδες, ταξιδεύοντας με την παράσταση «Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες» σε όλες τις εστίες του Ελληνισμού. Θυμάμαι τη ζωντάνια και τη δίψα για την Ελλάδα της ομογένειας εκεί, θέλω να ξαναδώ τους Έλληνες εκεί με αυτήν την υπέροχη, διαχρονική και επίκαιρη παράστασή μας, τόνισε ο σκηνοθέτης Θανάσης Παπαγεωργίου.

Από την πλευρά της, η ερμηνεύτρια Καλλιόπη Βέττα, μιλώντας αποκλειστικά στο «Νέο Κόσμο» ανέφερε: «Με τον Μίκη και τη λαϊκή ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» το 2003 ταξίδεψα σε όλα τα μεγάλα Φεστιβάλ της Αυστραλίας. Μου έχει μείνει αξέχαστη η επαφή μας με την Ομογένεια της Αυστραλίας, η οποία έδειχνε κάθε στιγμή την αγάπη της στο πρόσωπο και τη μουσική του μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη. Θέλω να ξαναπάω στην Αυστραλία για να ξαναδώ τους Έλληνες της μακρινής αυτής ηπείρου με την τωρινή μας παράσταση, η οποία στέλνει ένα διαχρονικό μήνυμα ενότητας σε εποχές δύσκολες του τότε και του τώρα. Πρέπει να είμαστε όλοι οι Έλληνες μια γροθιά για να ξεπεράσουμε τα προβλήματα από όπου και αν προέρχονται».

«ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ»

Γραμμένο το 1961 στο Παρίσι, το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» είναι ένα από τα κορυφαία έργα του μεγάλου Έλληνα δημιουργού. Το έργο είναι μια λαϊκή τραγωδία εμπνευσμένη από τον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό που ξέσπασε μετά από την εθνική εποποιία κατά του φασισμού. Το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» περιλαμβάνει οκτώ ανυπέρβλητα λαϊκά τραγούδια, σε μουσική και στίχους του συνθέτη (πλην ενός, τους στίχους του οποίου έγραψε ο Κώστας Βίρβος). Το έργο, που διαπνέεται από μια συγκίνηση αρχετυπική -σχεδόν θρησκευτική-, είναι ένας ύμνος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στη συλλογική ανάγκη για μνήμη. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα γενναίο κάλεσμα σε εθνική ομοψυχία, σκύβοντας με συγκλονιστική ωριμότητα πάνω στις πληγές του Εμφυλίου, οι οποίες την εποχή που γράφτηκε ήταν ακόμα ανοιχτές.

«Το Τραγούδι του νεκρού αδελφού» πρωτοπαρουσιάστηκε το 1962. Οι ερμηνευτές της πρώτης παρουσίασης ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Βέρα Ζαβιτσιάνου. Αρχικά, το έργο περιελήφθη στο ρεπερτόριο του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, ενώ λίγο αργότερα ανέβηκε από το Ελληνικό Λαϊκό θέατρο του Μάνου Κατράκη, σε σκηνοθεσία Πέλλου Κατσέλη. Πρωταγωνιστές της παράστασης ήταν ο Μάνος Κατράκης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Μαρία Κωνσταντάρου, ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη και η Μπέτυ Αρβανίτη. Η πρώτη ηχογράφηση του έργου έγινε το 1963, ήταν όμως κομμένη, καθώς η λογοκρισία απαγόρευσε το τραγούδι «Αλυσίδα» (Την αλυσίδα τη βαριά/ την κάνω χελιδόνι/ τη φυλακή τη σκοτεινή/ την κάνω ξαστεριά). Έκτοτε ακολούθησαν κι άλλες παραστάσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωριστή θέση κατέχουν εκείνες του Θανάση Παπαγεωργίου του Θεάτρου Στοά το 1999.

«Το Τραγούδι του νεκρού αδελφού» είναι ένας από τους πρώτους «λαϊκούς» κύκλους τραγουδιών του συνθέτη. Το έργο περιλαμβάνει οκτώ κλασικά τραγούδια, που σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή. Κυρίως, όμως, αποτελεί έναν ύμνο του Μίκη Θεοδωράκη στο ζεϊμπέκικο: πέντε από τα οκτώ τραγούδια του έργου είναι ζεϊμπέκικα («Ένα δειλινό», «Τον Παύλο και τον Νικολιό», «Το όνειρο», «Τα περβόλια» και «Ενωθείτε») – και μάλιστα μερικά από τα καλύτερα ζεϊμπέκικα που γράφτηκαν ποτέ.