Ο πρώτος όροφος του επιβλητικού κτιρίου της Ελληνικής Κοινότητας προσφέρει μία θαυμάσια θέα από ψηλά στους δρόμους του κέντρου της Μελβούρνης, όμως οι παρευρισκόμενοι την περασμένη Τετάρτη είχαν το βλέμμα στραμμένο σε κάτι πολύ διαφορετικό και πρωταρχικής σημασίας: στο μέλλον τους στην Αυστραλία.

Μία ομάδα νέων μεταναστών στην χώρα ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της Αυστραλο-Ελληνικής Κοινωνικής Πρόνοιας και έσπευσε να συμμετάσχει στο τριήμερο εργαστήριο με γενικό τίτλο Get-toWork, το οποίο αποσκοπεί στην εξοικείωσή τους με την αγορά εργασίας. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες, σπουδαστές, άνθρωποι με εμπειρία σε διαφορετικά επαγγέλματα στην Ελλάδα -από την νοσηλευτική και την παιδαγωγική, μέχρι την εγκατάσταση συστημάτων ψύξης και την ανάπτυξη διαδικτυακών εφαρμογών- όλοι με την αγωνία να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να ενταχτούν στην αγορά εργασίας και την αυστραλιανή κοινωνία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κυρίως, με μία κοινή εμπειρία: όχι μόνο αυτήν της μετάβασης από μία χώρα στην άλλη, αλλά κυρίως την αντιμετώπιση των ίδιων εμποδίων στην αναζήτηση απασχόλησης – την διαφορετική γλώσσα, την διαφορετική κουλτούρα, την έλλειψη του απαραίτητου δικτύου γνωριμιών και την έλλειψη των απαιτούμενων προσόντων, με πρώτο την εμπειρία στην τοπική αγορά. Παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε απογοήτευση και να αυξήσουν την πίεση, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο μία ήδη δύσκολη προσαρμογή. Διάσημο για την κοινωνική του πολιτική και τον τρόπο που στέκεται στους πολίτες του, το αυστραλιανό κράτος δείχνει ότι δεν είναι πάντα σε θέση να καλύψει τις σχετικές ανάγκες, απαντώντας στις απαιτήσεις των μεταναστών. Αυτό το κενό έρχονται να καλύψουν πρωτοβουλίες όπως αυτή της Πρόνοιας:

«Ως οργανισμός που ‘τρέχει’ μια σειρά προγραμμάτων για τους νέους μετανάστες, παρέχοντας πληροφορίες, νομικές συμβουλές και εκπαίδευση, ήταν φυσικό επακόλουθο το ότι θα προσπαθήσουμε να τούς προσφέρουμε υποστήριξη στην προσπάθειά τους να βρουν μία δουλειά με νόημα γι’ αυτούς» δήλωσε στον «Νέο Κόσμο» η κ. Τίνα Δούβου, αναπληρώτρια εκτελεστική διευθύντρια της Αυστραλοελληνικής Κοινωνικής Πρόνοιας και διευθύντρια των Οικογενειακών και Κοινωνικών Υπηρεσιών του οργανισμού.

«Έχουμε μία εμπειρία δεκαετιών και ξέρουμε την σημασία που έχουν οι ευκαιρίες απασχόλησης στην προσπάθεια των ανθρώπων να αποκτήσουν την ποιότητα ζωής που επιθυμούν και να καταφέρουν να παίρνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις για τη ζωή τους. Βλέπουμε καθημερινά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέοι μετανάστες για να μπουν στην αγορά εργασίας. Οι νέοι μετανάστες είναι πολύ διαφορετικοί σε σχέση με το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα. Διαθέτουν προσόντα, γνώση και επαγγελματική εμπειρία. Προσπαθούμε να κάνουμε τη διαφορά γι’ αυτούς, βοηθώντας τους να αποκτήσουν πρόσβαση στον εργασιακό χώρο» τόνισε.

Όσο για τις βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νεοφερμένοι, είναι «η έλλειψη εμπειρίας στη χώρα, που δυσκολεύει, όχι μόνο την αναζήτηση εργασίας την ίδια, αλλά δημιουργεί και άλλες δυσκολίες, όπως την κατανόηση πρακτικών ζητημάτων, σχετικών με τις διαδικασίες, τον τρόπο κατάρτισης ενός βιογραφικού σημειώματος, ή τον τρόπο διεξαγωγής μίας επαγγελματικής συνέντευξης» συμπλήρωσε η κ. Δούβου.

«Προσπαθούμε να τους ενημερώσουμε, να τους παρουσιάσουμε τον καλύτερο τρόπο να βγουν προς τα έξω». Στην προκειμένη περίπτωση, η Πρόνοια αξιοποίησε δύο ανθρώπους με σημαντική εμπειρία στον χώρο της εργασίας: την Μεταξία Κλάδη, νεοφερμένη και εκείνη, με μεγάλη προϋπηρεσία σε οργανισμούς στελέχωσης και αξιοποίησης ανθρώπινου δυναμικού, (η οποία εκπόνησε το πρόγραμμα του συγκεκριμένου εργαστηρίου) και τον Χρήστο Κοτσώνη, σύμβουλο καριέρας και επαγγελματικής εκπαίδευσης με τριάντα χρόνια εμπειρίας στην αυστραλιανή αγορά εργασίας.

Πληθωρική προσωπικότητα και γοητευτικός ομιλητής, ο κ. Κοτσώνης κατάφερε με χιούμορ και θεατρικότητα να κερδίσει με άνεση το ακροατήριό του, ξεπερνώντας την εύλογη νευρικότητα των ανθρώπων που ήθελαν να επωφεληθούν από τις γνώσεις του, αναζητώντας καθοδήγηση. Αφετηρία του ήταν το δεδομένο ότι σήμερα, ο σχεδιασμός καριέρας είναι μία εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία σχετικά με ό,τι συνέβαινε τις περασμένες δεκαετίες, όταν ένας άνθρωπος επέλεγε το αντικείμενο της εργασίας του σε νεαρή ηλικία και ακολουθούσε μία σταδιοδρομία σε ολόκληρη την ζωή του. Σήμερα, αυτό είναι μία διαδικασία σε εξέλιξη, που μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια.

Μέσα από παραδείγματα και ασκήσεις, ο κ. Κοτσώνης προέτρεψε τους συμμετέχοντες να εστιάσουν στις δεξιότητες που απέκτησαν μέσα από τις σπουδές τους και την επαγγελματική τους εμπειρία, αλλά και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τις ικανότητές τους, οι οποίες μπορούν να φανούν χρήσιμες στην μελλοντική τους απασχόληση: «Είναι πιθανότερο να σάς προσλάβει ένας εργοδότης βάσει των χαρακτηριστικών σας παρά για τις δεξιότητές σας», τόνισε, καλώντας τους να μπουν στον ρόλο του δυνητικού εργοδότη και να θέσουν στον εαυτό τους το ερώτημα «για ποιο λόγο θα προσλάμβανα τον εαυτό μου».

Εξαιρετικά χρήσιμη για τους παρευρισκόμενους ήταν και η ενημέρωση για εργασιακούς τομείς στην πολιτεία της Βικτώριας που έχουν αυτήν την στιγμή ανάγκη εξειδικευμένου προσωπικού, όπως είναι η νοσηλευτική και οι υπηρεσίες υγείας, ο κατασκευαστικός τομέας, κυρίως όμως η παροχή φροντίδας παιδιών, ηλικιωμένων και ατόμων με αναπηρίες.

«Η πρόνοια αναλογίστηκε τις ανάγκες και τα όνειρά μας σε μία χώρα με ποικίλες κουλτούρες και μας βοήθησε να καταλάβουμε πώς λειτουργεί το Αυστραλιανό εργασιακό σύστημα. Πάνω από όλα όμως, βοηθάνε να αισθανθείς οικειότητα και την ζεστασιά μιας νέας χώρας», δήλωσε μετά το πέρας της πρώτης μέρας του τριήμερου σεμιναρίου η κ. Ίρις Φιλόλλι, η οποία σπούδασε Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Δημόσιες Σχέσεις, αλλά προς το παρόν απασχολείται σε ελληνικό εστιατόριο, ως σερβιτόρα. Αυτή η άποψη βρίσκει σύμφωνο και τον κ. Κώστα Παπακωνσταντίνου: «Αν τέτοιου είδους προγράμματα ήταν διαθέσιμα πριν από 2,5 χρόνια, πολλοί από όσους είχαν έρθει τότε δεν θα είχαν φύγει» τόνισε, μεταφέροντας την απογοήτευση πολλών ανθρώπων που ήρθαν στην Αυστραλία αναζητώντας μία καλύτερη τύχη και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν, αντιμέτωποι με τις δυσκολίες. Με εμπειρία στον χώρο των πωλήσεων ο ίδιος, εργάστηκε ως ιατρικός επισκέπτης στην Ελλάδα και τώρα απασχολείται σε δύο τρεις διαφορετικούς τομείς, επιθυμώντας να αναζητήσει μία νέα καριέρα στην νοσηλευτική. «Η βασική χρησιμότητα ενός τέτοιου εργαστηρίου είναι ότι συμβάλλει στην καλύτερη ενσωμάτωση των νεοφερμένων, μάς βοηθά να καταλάβουμε και να συντονιστούμε με την λογική των Αυστραλών».

«Οι νεοφερμένοι χρειάζονται στήριξη και ευκαιρίες» δήλωσε η κ. Κλάδη. «Όχι σαν χάρη, ή από διάθεση φιλανθρωπίας, αλλά γιατί μπορούν με τις δεξιότητες και τις γνώσεις τους να δώσουν πραγματική αξία στους οργανισμούς που θα απασχοληθούν. Η επινοητικότητα, η ευελιξία και το επιχειρηματικό πνεύμα που πολλοί από αυτούς ανέπτυξαν ως εργαζόμενοι μέσα στην κρίση είναι στοιχεία πολύτιμα για κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα από γεωγραφικό μήκος και πλάτος». Εθελόντρια που έθεσε στην υπηρεσία της Πρόνοιας την μακρά της εμπειρία στον χώρο της ανάπτυξης προγραμμάτων μετάβασης στην αγορά εργασίας, η κ. Κλάδη εξήρε την πρωτοβουλία, τονίζοντας όμως ότι «το μέγεθος του προβλήματος είναι τέτοιο που η προσπάθεια ενός οργανισμού δεν αρκεί. Απαιτείται συντονισμός περισσότερων φορέων κι ένα δομημένο πρόγραμμα μέσω του οποίου οι επιχειρήσεις της παροικίας θα αποκτούν πρόσβαση σε σωστά αξιολογημένο, εκπαιδευμένο κι έτοιμο για εργασία ανθρώπινο δυναμικό. Μοντέλα αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας υπάρχουν ήδη και μπορούν να προσαρμοστούν στις παρούσες ανάγκες». Καταλήγοντας, πρότεινε, ως επόμενο λογικό βήμα την συνεργασία γι’ αυτόν τον σκοπό των σχετικών φορέων της παροικίας, όπως είναι η Πρόνοια, η Ελληνική Κοινότητα και το Ελληνο-Αυστραλιανό Επιμελητήριο, οι οποίοι ήδη δραστηριοποιούνται στην στήριξη των νεοφερμένων, για την εκπαίδευση και την αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού που θα στελεχώσει τις ελληνικές επιχειρήσεις. «Είναι μία δέσμευση που έχουμε αναλάβει ως οργανισμός», συμφωνεί η κ. Δούβου. «Προφανώς χρειάζεται να αναπτύξουμε συνεργασίες όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς και να βρούμε δυνατότητες χρηματοδότησης, ώστε να καταφέρουν αυτοί οι άνθρωποι να βρουν εργασία, όχι μόνο για να υποστηρίξουν τον τρόπο ζωής τους, αλλά κυρίως για να συμβάλλουν στην πρόοδο της κοινωνίας»,

Υπερθεματίζοντας, ο κ. Κοτσώνης τόνισε ότι το κίνητρο για τους Έλληνες επιχειρηματίες θα ήταν ακριβώς η ποιότητα των εργαζομένων, οι οποίοι «δεν διαφέρουν από τους Αυστραλούς που πασχίζουν να μπουν στην αγορά εργασίας. Αν μη τι άλλο, είναι περισσότερο αποφασισμένοι, με πιο ισχυρά κίνητρα». Εξηγώντας ότι η πρώτη γενιά θα πρέπει να θυμηθεί την προέλευσή της, έκανε μία μάλλον αιχμηρή παρατήρηση: «οι Ελληνοαυστραλοί δεν εμπιστεύονται τους νεοφερμένους, δεν τους έχουν υποδεχτεί με την θέρμη που θα έπρεπε», παρατήρησε. «Πρέπει οι Έλληνες ιδιοκτήτες επιχειρήσεων να τους βοηθήσουν να μπουν στην αγορά, να πειστούν ότι είναι καλό από επιχειρηματικής άποψης».