Οι συμπεριφορές που έμαθαν γενιές γυναικών μεγαλώνοντας σ’ ένα περιβάλλον όπως της ελληνικής Κοινότητας στην Αυστραλία, τα εμπόδια που τις κρατούν πίσω, αλλά και οι λόγοι που ωθούν πολλές στα όρια, ήταν μερικά από τα σημαντικά θέματα που συζητήσαμε με την Maraya Rodostianos, θεραπεύτρια, και μέντορας γυναικών που αναζητούν μια πιο αυθεντική έκφραση και πρόθεση στη ζωή τους.
«Η δύναμη που έχουμε για να δημιουργήσουμε τον κόσμο στον οποίο θέλουμε να ζήσουμε, στηρίζεται στην ικανότητά μας να δώσουμε «φωνή» στα πράγματα που είναι σημαντικά για εμάς. Οι λέξεις μας κυριολεκτικά ‘χτίζουν’ τον κόσμο μας».
Η ομογενής θεραπεύτρια μίλησε στον «Νέο Κόσμο» για το δικό της «ταξίδι» προς την αυθεντικότητα, τις δυσκολίες που πέρασε, και όλα όσα έμαθε στην πορεία που την οδήγησαν στο να ξεκινήσει τη δική της Πρακτική όπου προσφέρει Σωματική Ψυχοθεραπεία σε γυναίκες που αναζητούν τρόπους να ξεπεράσουν μοτίβα αποσιώπησης της φωνής τους και καταπίεσης του αληθινού τους εαυτού.
Έχει, επίσης, ξεκινήσει ένα νέο εγχείρημα, το «SheSpeaks», έναν ασφαλή «κύκλο» ομιλίας, όπου μικρές ομάδες γυναικών συναντιούνται τακτικά για να εξασκηθούν στη χρήση και ενδυνάμωση της αυθεντικής φωνής τους.
«Όπως αρκετές γυναίκες της δικής μου γενιάς, μεγάλωσα σε μια παραδοσιακή ελληνική οικογένεια. Παρατηρώντας τη μητέρα μου, έμαθα ότι οι γυναίκες έπρεπε να είναι υποταγμένες, ότι έπρεπε να βάζουν τον εαυτό τους τελευταίο.
Παρ’ ότι η οικογένειά μου με στήριζε πάντα όταν ήμουν μικρή και με ενθάρρυνε να δοκιμάσω πολλά διαφορετικά πράγματα, δεν με άφηναν να εκφράσω τον θυμό μου, ή οποιαδήποτε μορφή απογοήτευσης ή δυσαρέσκειας. Θυμάμαι, για παράδειγμα, όταν ήμουν πολύ αναστατωμένη να μου λένε «χαμογέλα», παρά το γεγονός ότι μέσα μου έβραζα».
Έτσι, όπως πολλές γυναίκες, αλλά και άνδρες επίσης, συνεχίζει, «έμαθα ότι για να μου δώσουν την αγάπη και την προσοχή που χρειαζόμουν και την αίσθηση ασφάλειας, έπρεπε να είμαι ήσυχη, να είμαι πραγματικά σιωπηλή. Ειδικά αν η έκφρασή μου ήταν να αναστατώσω ή να απογοητεύσω κάποιον άλλον. Ως αποτέλεσμα, μεγάλωσα χωρίς να ξέρω πώς να λέω «Όχι» ή πώς να βάζω όρια, ή πώς να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, γεγονός που οδήγησε αργότερα σε σχεσιακό τραύμα και σε πολλές χαμένες ευκαιρίες».
Μελετώντας για χρόνια το ψυχολογικό τραύμα και τις συνέπειές του, η Maraya καταλαβαίνει τώρα ότι αυτή η ανικανότητά της να πει «όχι» σε καταστάσεις που δεν ήθελε, βασίζεται στο ένστικτο της επιβίωσης.
«Είναι ο φόβος του ότι αν πω ‘Όχι’, θα με απορρίψουν, ήθα με επικρίνουν. Κάτω από όλα αυτά βρίσκεται στην πραγματικότητα μια αντίδραση του νευρικού συστήματος που μοιάζει με τον τρόμο».
Η Maraya διευκρινίζει ότι αυτός ο φόβος να μιλήσουμε διαπερνά τόσο την προσωπική όσο και την επαγγελματική μας ζωή, επηρεάζοντας τις σχέσεις, τις ευκαιρίες και τη συνολική ευημερία μας, καθώς καταπιέζουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε να πούμε.
Περιγράφει το σύνδρομο του «καλού παιδιού», τη δουλοπρέπεια (fawning), που πρόκειται για μια συμπεριφορά που μαθαίνουμε μεγαλώνοντας για να κατευνάσουμε ή να αποφύγουμε συγκρούσεις, και παρουσιάζεται πολύ συχνά στις γυναίκες.
Αυτό που η Maraya βρίσκει ενδιαφέρον σε αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς, είναι ότι παρουσιάζει τις ιδιότητες που θαυμάζονται στην κοινωνία, όπως η συμπόνια, η ευγένεια, η στοργή.
«Αλλά όταν αυτές οι ιδιότητες προέρχονται από έναν χώρο αυτοσυμβιβασμού, δεν είναι αυθεντικές και διαβρώνουν την αίσθηση του εαυτού, το ‘εγώ’ μας».
«Συχνά χρειάζεται να συμβεί κάτι μεγάλο στη ζωή μας, για να αρχίσουμε να κοιτάμε προς τα μέσα», συνεχίζει η Maraya. «Μια ασθένεια, ένα διαζύγιο, ένας θάνατος, ή άλλες μεγάλες μεταβάσεις στη ζωή».
«Οι άνθρωποι δεν θα ψάξουν μέσα τους, αν έχουν βρει τρόπους να χειριστούν ή να δραπετεύσουν από τον πόνο τους».
Πριν από δύο δεκαετίες, η Maraya έφυγε από τη Μελβούρνη, σε αναζήση μιας πιο πνευματικής για εκείνην ζωή. Έζησε στο Sunshine Coast, στην Ελλάδα και για χρόνια στο Byron Bay, πριν επιστρέψει ξανά στον τόπο όπου γεννήθηκε το 2020.
Ωστόσο, ήταν ένα τραγικό γεγονός που την ώθησε σε μια βαθύτερη ενδοσκόπηση, στην κατανόηση του τραύματος και της επούλωσης.
Μετά την απώλεια του συζύγου της, του πατέρα των παιδιών της, από αυτοκτονία, η Maraya έπρεπε να ψάξει βαθύτερα για να συμβιβαστεί με τo συγκλονιστικό γεγονός και το πένθος της.
Βρήκε τελικά έναν τρόπο να συμφιλιωθεί με ό,τι είχε συμβεί, μοιραζόμενη την ιστορία της, στο πλαίσιο της εκπαίδευσής της με το Woman Speak.
«Ήταν μεταμορφωτικό το πόσο επουλωτικό ήταν να μπορείς να μοιραστείς τα πιο βαθιά και σκοτεινά βιώματά σου σ’ έναν κύκλο γυναικών, σε ένα περιβάλλον που ήταν ασφαλές. Ήταν απίστευτα θεραπευτικό»
Το μεγαλύτερο μάθημα όμως, ήταν όταν άρχισε να σκέφτεται το δικό της ρόλο σε αυτό το τραγικό συμβάν.
«Αν και καταλαβαίνω ότι δεν ήμουν υπεύθυνη για την επιλογή του να «φύγει»… ότι δεν έφταιγα εγώ, συνειδητοποίησα ότι ήμουν υπεύθυνη για το γεγονός ότι στη σχέση μας δεν μιλούσα. Προσπαθούσα να ελέγξω το αποτέλεσμα δημιουργώντας ένα περιβάλλον αρμονικό, ειρηνικό και ευτυχισμένο, ευχάριστο και κατευναστικό, αποφεύγοντας συζητήσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σύγκρουση, επειδή η ίδια δεν ένιωθα άνετα με τις συγκρούσεις».
«Πώς όμως είναι δυνατόν να έχουμε μια ουσιαστική σχέση με κάποιον αν σιωπούμε την ώρα που θέλουμε να μιλήσουμε ή να αντιδράσουμε; Η βαθιά οικειότητα χτίζεται πάνω στη δύναμή μας να είμαστε ευάλωτοι, να είμαστε αληθινοί».
Από εκείνη τη στιγμή στόχος της ζωής της ήταν να είναι πάντα αληθινή. «Να εκφράζω πάντα τη δική μου αλήθεια. Το τι θα συμβεί από εκεί και πέρα, δεν εξαρτάται από εμένα και πρέπει να νιώθω άνετα με αυτό».
Από την εμπειρία της καθοδηγώντας «κύκλους» γυναικών με την οργάνωση Woman Speak, και στη συνέχεια θεραπεύτρια στη δική της Πρακτική, η Maraya ανακάλυψε ότι οι περισσότερες γυναίκες που έρχονται για υποστήριξη είναι γυναίκες που δεν νιώθουν ασφαλείς να δείξουν τον εαυτό τους.
«Για κάποιους αυτό συνέβη μετά από τραυματικά γεγονότα όπως η κακοποίηση, αλλά σε άλλους μπορεί να συμβεί από κάτι τόσο απλό όσο το να έχεις έναν γονιό που σου απαγορεύει να κλαις. Μπορεί να είναι μεγάλα πράγματα ή φαινομενικά μικρά πράγματα που έχουν δημιουργήσει αυτό το μοτίβο της αυτοκαταπίεσης».
«Αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον είναι ότι οι περισσότερες από τις γυναίκες που έρχονται, είναι τρομερά αποδοτικές. Μέρος του συνδρόμου του «καλού παιδιού» είναι να υπερλειτουργούν, οπότε έχουν πετύχει πολλά. Δεν σταματούν, πιέζουν τον εαυτό τους μέχρι να ‘καούν’». Επιφανειακά φαίνεται ότι τα έχουν όλα υπό έλεγχο. Αλλά μέσα τους, νιώθουν ότι έχουν χάσει τον εαυτό τους. Κάποιες από αυτές έχουν χάσει τον εαυτό τους στη μητρότητα ή στις σχέσεις τους και νιώθουν ότι έχουν πιέσει τον εαυτό τους πάρα πολύ».
«Όταν ζούσα ακόμα στο Byron Bay, συχνά σκεφτόμουν πώς θα ήταν να μεταφέρω τις θεραπευτικές αυτές μεθόδους στην ελληνική κοινότητα στην οποία μεγάλωσα. Σε γυναίκες σαν εμένα, που μεγάλωσαν σε οικογένειες σαν τη δική μου, που έζησαν σε σπίτια σαν το δικό μου», λέει η Maraya περιγράφοντας τον πλήρη κύκλο που έχει κάνει, επιστρέφοντας πίσω στην γενέτειρά της, και το ενδιαφέρον της να δουλέψει με γυναίκες από το δικό της περιβάλλον, που έχουν παρόμοια ανατροφή και εμπειρίες.
Αντιλαμβάνεται τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ελληνίδες της Αυστραλίας της γενιάς της, πολλές από τις οποίες έχουν πετύχει τόσα πολλά, γεγονός που την κάνει να αναρωτιέται μερικές φορές «πόσα επιτεύγματα είναι απαραίτητα για να φτάσουμε στην αυτοεκτίμηση;»
Επειδή η εικόνα που βγάζουμε προς τα έξω, προσθέτει, είναι πολύ σημαντική στην ελληνική κοινωνία.
«Για να είμαι ξεκάθαρη, δεν το επικρίνω καθόλου. Αυτό που εννοώ είναι ότι υπάρχει μια επιφανειακή παρουσίαση, μια ιδιαίτερη σημασία που δίνουμε στο πώς παρουσιάζουμε τον εαυτό μας, κάτι που από την εμπειρία που είχα, δουλεύοντας με πολλές γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια, συμπεριλαμβανομένου και εμού, ενισχύει μια εσωτερική σύγκρουση».
Επιστρέφοντας τη συζήτηση για την Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας, η Maraya πιστεύει ότι το φεμινιστικό κίνημα έχει σίγουρα ενδυναμώσει τις γυναίκες με πολλούς τρόπους, αλλά τις έχει επίσης αποδυναμώσει.
«Μας είπαν ότι είμαστε ίσες με τους άνδρες και σε αυτή τη συζήτηση νιώσαμε ότι πρέπει να είμαστε ακριβώς όπως οι άνδρες. Και κάπου στην πορεία χάσαμε τη θηλυκή μας υπόσταση. Νομίζω ότι, ιδιαίτερα σε εταιρικά και ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα, οι γυναίκες αισθάνονται ότι για να ακουστούν, για να γίνουν σεβαστές εξίσου, πρέπει να είναι σαν τους άνδρες».
Όμως είμαστε πολύ διαφορετικές, τονίζει.
«Σκεφτόμαστε διαφορετικά. Αισθανόμαστε διαφορετικά. Παίρνουμε αποφάσεις με διαφορετικό τρόπο. Οι γυναίκες σκέφτονται πιο συγκυριακά, για παράδειγμα. Πριν αποφασίσουν να παράγουν κάτι, θα εξετάσουν τη συνολική εικόνα και τι θα επηρεαστεί στην πορεία».
Στο επίκεντρο της δουλειάς της βρίσκεται η αποστολή της να ενδυναμώνει τις γυναίκες βοηθώντας τις να αναγνωρίσουν την εγγενή τους αξία και να κατανοήσουν ότι η αλήθεια, οι ανάγκες τους, οι ιδέες και η σοφία τους δεν έχουν μόνο αξία αλλά είναι και βαθιά απαραίτητες.
«Η αξία σας στην κοινωνία, και η αξία σας ως γυναίκα είναι αδιαμφισβήτητη… η διαίσθηση που έχετε και η σοφία που φέρνετε, ο τρόπος που βλέπετε τον κόσμο και ο τρόπος με τον οποίο στηρίζετε τους άλλους, είναι ένα απίστευτο δώρο. Μην το κρατάτε πίσω».
Επομένως, είναι επίσης σημαντικό να πιστέψουμε ότι όλα όσα χρειαζόμαστε για να καθοδηγηθούμε στη ζωή, βρίσκονται μέσα μας.
Τόσοι από εμάς ψάχνουμε αλλού για απαντήσεις, καθοδήγηση ή ανακούφιση από τις πληγές μας και τις δυσκολίες μας, καταλήγει η Maraya.
«Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να σταματήσουμε να τον αποφεύγουμε και να μάθουμε πώς να ‘είμαστε με τον εαυτό μας’. Να συναντήσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο και να τον ακούσουμε βαθιά. Όσο πιο κοντά είμαστε στον εσωτερικό μας κόσμο, τόσο πιο αυθεντική θα είναι η φωνή μας. Όλα όσα ψάχνουμε βρίσκονται μέσα μας, απλά καμιά φορά χρειαζόμαστε κάποιον να μας οδηγήσει». Και αυτό είναι που βοηθάει τώρα τις γυναίκες να κάνουν.