ΕΙΜΑΙ ένας εξ αυτών, που από το 1975 μέχρι και το 1983 που παραιτήθηκε από την πολιτική, μετά την ήττα της τότε κυβέρνησής του, δεν είχαν γράψει μια καλή κουβέντα για τον άνθρωπο.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ έναν απολογισμό, στα όσα πίστευα και έγραφα για τον Malcolm Fraser την εποχή εκείνη, μπορώ να πω σήμερα, ότι κανέναν άλλο άνθρωπο, δεν παρεξήγησα (και δεν αδίκησα) τόσο πολύ, όσο τον Malcolm.
ΤΟΤΕ, βέβαια, ήταν μια άλλη εποχή και εγώ ένας διαφορετικός άνθρωπος. Δεν ήμουν μόνο ιδεολογικά θρησκευόμενος, αλλά λόγω ηλικίας, περιορισμένης παιδείας και πολιτικής ασχετοσύνης, νόμιζα ότι τα ήξερα όλα…
ΠΕΡΑΣΑΝ πολλά χρόνια μέχρι να αρχίσω σιγά-σιγά να καταλαβαίνω, ότι ο ιδεολογικός φανατισμός και η πίστη στα «τσιτάτα», όχι μόνο δεν σχετίζονται με τη γνώση, αλλά σε οδηγούν στην πλήρη άγνοια…
ΣΤΗΝ πορεία, λοιπόν, κατάλαβα ότι, ο Fraser δεν είχε καμιά σχέση με τον άνθρωπο εναντίον του οποίου έγραφα τακτικά και σχολίαζα.
ΔΕΝ ήταν, δηλαδή, ο «δικτάτορας», που στόχο έχει να καταργήσει τη Δημοκρατία και «να πιει το αίμα της εργατικής τάξης», για χάρη του κεφαλαίου και της πλουτοκρατίας…
Η αντίστροφη μέτρηση, που συνέβαλε να αλλάξω την εικόνα που είχα γι’ αυτόν, άρχισε όταν το 1977, τον γνώρισα από κοντά όταν επισκέφθηκε τα γραφεία της Ελληνικής Κοινωνικής Πρόνοιας στο Richmond.
ΗΤΑΝ η πρώτη φορά που τον έβλεπα από κοντά και μου έκανε εντύπωση η ηρεμία του, η απλότητά του και τα λίγα που είπε για τη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησής του.
ΣΤΗΝ επίσκεψη εκείνη, εκτός από εμένα που εκπροσωπούσα το «Νέο Κόσμο», παραβρέθηκε και ένας ακόμα συνάδελφος… διώκτης του και, μάλιστα, πιο φανατικός από εμένα, αφού, για να διαμαρτυρηθεί για την πολιτική της κυβέρνησής του, δεν αρκέσθηκε μόνο να γράφει εναντίον του, αλλά του πέταξε και ένα γιαούρτι…
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για τον πράο, τον ήρεμο και πιο αντικειμενικό (από εμένα) Σωτήρη Χατζημανώλη, που τότε εργαζόταν στην «Νέα Ελλάδα» του Δημήτρη Παπαγεωργίου, την οποία και αγόρασε δύο χρόνια αργότερα ο «Νέος Κόσμος».
ΓΙΑ την ιστορία, να προσθέσω εδώ ότι το γιαούρτωμα του Fraser από τον αρχισυντάκτη μας έλαβε χώρα λίγες μέρες μετά την ανατροπή του Γκοφ Ουίτλαμ, όταν ο Fraser πήγε σε μια προεκλογική ομιλία που είχε οργανώσει το κόμμα του στο Δημαρχείο Νόρθκοτ.
ΤΟ κλίμα τότε ήταν τόσο πολύ φορτισμένο, που πιστεύω ότι, αν η ηγεσία του κόμματος των Φιλελευθέρων γνώριζε ότι το Νόρθκοτ ήταν τότε η σφηκοφωλιά του ελληνισμού και πάνω από το 80% της παροικίας μας την εποχή εκείνη ήταν φανατικά ταγμένη υπέρ των Εργατικών, θα έκανε τη συγκέντρωση κάπου αλλού.
ΤΑ χρόνια μετά το 1977 και τα όσα έκανε για τα δικαιώματα των Αμπορίτζινις, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, με έκαναν τόσο εμένα όσο και τον Σωτήρη, να επανεκτιμήσουμε τις απόψεις μας.
ΕΤΣΙ, όταν το 1987 πήγα με τον αείμνηστο, Χρήστο Μουρίκη, στο γραφείο του στο Collins Street, να του πάρουμε συνέντευξη για τον αγώνα του και τις πρωτοβουλίες του να αλλάξει το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής, του ζήτησα συγνώμη για τα όσα έγραφα τα πρώτα χρόνια εναντίον του.
«ΜΗΝ ντρέπεσαι», μου λέει, «όλοι κάνουμε λάθη και επειδή δεν ξέρω τι έγραψες, σου λέω, ότι δεν αποκλείεται σε ορισμένα να είχες και δίκιο…».
ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ, επίσης, υπόψη μου και τα όσα ακολούθησαν, την αφοσίωσή του στους φιλανθρωπικούς οργανισμούς, τη στάση που τήρησε εναντίον της εισβολής στο Ιράκ και, κυρίως, τους ατελείωτους αγώνες του προκειμένου να αλλάξει πολιτική η Αυστραλία απέναντι στους πρόσφυγες και να τους αντιμετωπίζει πιο ανθρώπινα, θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν από τους ελάχιστους πολιτικούς, που είχε όραμα για τη χώρα και στάθηκε, από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του, πιστός στις αρχές του.
ΜΕ δύο λόγια, ήταν ένας αυθεντικός Φιλελεύθερος (γι’ αυτό και παραιτήθηκε από το κόμμα του επί πρωθυπουργίας Χάουαρντ) και ένας από τους καλύτερους (και τελευταίους) μαθητές του John Lock.
ΠΑΝΩ απ’ όλα, όμως, ήταν ένας πολύ ευαίσθητος και τίμιος άνθρωπος. Μια σπάνια προσωπικότητα, με μεγάλη καρδιά και ανιδιοτελή προσφορά στα κοινά και τον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Καλό ταξίδι Malcolm…
ΑΣ πούμε, όμως, δυο κουβέντες για τους Αμπορίτζινις, που ακόμα δεν έχουν καταφέρει να συνέλθουν από τη βάρβαρη κατοχή της χώρας τους από την Βρετανική Αυτοκρατορία.
ΜΙΛΑΜΕ για έναν πρωτοφανή εφιάλτη, μια πολιτιστική γενοκτονία, που θα τους κυνηγά για πάντα και δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεπεράσουν.
ΠΕΡΑΣΑΝ 43 χρόνια από τότε που για πρώτη φορά επισκέφθηκα την Βόρεια Αυστραλία και είδα από κοντά πώς ζούσαν. Ήταν μια εικόνα που δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω.
ΕΚΤΟΤΕ, έχω κάνει πολλά ταξίδια στην Βόρεια Αυστραλία, που ακόμα ζουν οι περισσότεροι, και έχω αρκετές φορές γράψει στο «Νέο Κόσμο» τις εντυπώσεις μου.
ΣΕ ένα από τα ταξίδια αυτά, πριν καμιά 25αριά χρόνια, θέλοντας να τονίσω την αδιαφορία τους για τα όσα λαμβάνουν χώρα γύρω τους, έγραφα ότι το χάσμα μεταξύ λευκής Αυστραλίας και Αμπορίτζινις δεν πρόκειται να γεφυρωθεί ποτέ.
ΟΙ ίδιοι οι Αμπορίτζινις είναι αυτοί, οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι ότι το «παιχνίδι» χάθηκε από το 1770, όταν πάτησαν το πόδι τους εδώ οι Αγγλοσάξονες, φρόντισαν (υποσυνείδητα) να κόψουν τις γέφυρες επιστροφής στο πολιτιστικό τους παρελθόν και τον τρόπο που ζούσαν, όταν ακόμα ήταν αφέντες στη γη των προγόνων τους.
ΠΙΟ συγκεκριμένα, έγραφα, πως ό,τι και να κάνουν οι αυστραλιανές κυβερνήσεις, οι Αμπορίτζινις θα συνεχίζουν με τον τρόπο τους να αντιστέκονται, επιλέγοντας ως όπλο τους, την αυτοκαταστροφή τους.
ΣΗΜΕΙΩΝΑ, μάλιστα, τότε, ότι ακόμα και σήμερα οι Αμπορίτζινις και όλοι εμείς οι υπόλοιποι ζούμε, ουσιαστικά, σε δύο διαφορετικούς κόσμους που ουδεμία σχέση (πλην της γεωγραφικής) έχουν μεταξύ τους.
ΟΥΤΕ αυτοί καταλαβαίνουν εμάς ούτε εμείς αυτούς, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλουμε και τις καλές προθέσεις που ενδεχομένως έχουμε απέναντί τους.
ΟΠΩΣ είχα γράψει και τότε, για να υπογραμμίσω την πλήρη έλλειψη κοινών σημείων αναφοράς που θα μπορούσαν να μας συνδέουν, είναι σαν εμείς να εκπέμπουμε σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό στα βραχέα και αυτοί να ακούν μόνο τις συχνότητες στα μεσαία κύματα.
ΤΟ τελειωτικό, βέβαια, χτύπημα δεν τους το έδωσαν οι συνεχείς διωγμοί, οι σφαγές, η απώλεια της γης τους και οι ασθένειες που έφεραν οι άποικοι μαζί τους, αλλά οι προσπάθειες των κατακτητών να αφομοιώσουν όσους επέζησαν από τις πιο πάνω συμφορές, στον δυτικό πολιτισμό.
Η ολοσχερής καταστροφή του τρόπου ζωής τους, ήταν το τελειωτικό και ανεπανόρθωτο χτύπημα το οποίο τους αποξένωσε εντελώς από τη γη τους, τους θεούς τους, τις αξίες τους και τον πολιτισμό τους.
ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ, παραδόσεις, τελετές, γλώσσες, ήθη και έθιμα δεκάδων χιλιετιών, χάθηκαν σε 150 περίπου χρόνια.
ΓΙΑ να αντιληφθείτε το μέγεθος της ανεπανόρθωτης ζημιάς που υπέστησαν, θα πρέπει να λάβετε υπόψη σας ότι ο πολιτισμός των Αμπορίτζινις δεν «συγγενεύει» ουσιαστικά με κανέναν άλλο πολιτισμό του πλανήτη.
ΟΙ ιθαγενείς της Αυστραλίας, όχι μόνο δεν έκαναν καμιά παρέμβαση στο περιβάλλον και δεν έβαλαν ούτε πέτρα πάνω σε πέτρα (αφού ποτέ δεν έχτισαν κάτι) αλλά, είναι ενδεχομένως από τις ελάχιστες φυλές που δεν έχουν γραπτό λόγο.
ΟΛΕΣ οι εμπειρίες και οι γνώσεις τους από την ονειρική εποχή, πέρασαν στην ιστορία τους και τις παραδόσεις τους προφορικά μέσω των αναμνήσεων.
ΟΠΟΙΟΣ έχει δει παλαιά ντοκιμαντέρ που αναφέρονται σε Αμπορίτζινις, θα έχει -υποθέτω- αντιληφθεί ότι ακόμα και το σώμα τους έχει αλλάξει.
ΣΕ αυτό, βέβαια, συνέβαλαν οι ασθένειες που κληρονόμησαν από τους κατακτητές τους και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής τους.
ΜΕΣΑ σε έναν αιώνα έγιναν από τροφοσυλλέκτες, παραλήπτες επιδομάτων και καταναλωτές μπίρας και κόκα κόλας. Αυτά και γεια χαρά.