Εντείνεται η αγανάκτηση της κοινής γνώμης, όσο πληθαίνουν οι αποκαλύψεις για την δράση του Adrian Bayley, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για τρία ακόμη περιστατικά βιασμού, δύο από τα οποία συνέβησαν το 2012, το έτος που διέπραξε το έγκλημα κατά της άτυχης 29χρονης Jill Meagher. 

Το έγκλημα, για το οποίο ο 43χρονος Bayley εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης, συγκλόνισε την αυστραλιανή κοινωνία, οι πρόσφατες αποκαλύψεις όμως επιβεβαιώνουν τις εικασίες ότι ο διαβόητος εγκληματίας μπορεί να είναι υπεύθυνος για τον βιασμό 24 γυναικών. Στην δίκη που διεξάγεται αυτόν τον καιρό, κρίθηκε ένοχος για τον βιασμό τριών γυναικών, δύο ιερόδουλων και μίας τουρίστριας. 

Ο ίδιος δήλωσε αθώος για τα συγκεκριμένα εγκλήματα, ενώ η υπεράσπιση θεώρησε ότι οι τρεις γυναίκες τον στοχοποιούν λόγω της ενοχής του στην περίπτωση της Meagher, το δικαστήριο όμως πείστηκε για την ενοχή του. Οι τρεις γυναίκες προέβησαν στις καταγγελίες αναγνωρίζοντάς τον, μέσω της δημοσιότητας που πήρε ο φόνος της 29χρονης υπαλλήλου του ABC, η μία από αυτές δε είχε δώσει μία αρκετά ακριβή περιγραφή του στις αρχές, όταν κατήγγειλε τον βιασμό της το 2012. 

Πρόκειται για μία 27χρονη τουρίστρια από την Ολλανδία, η οποία είχε πέσει θύμα του Bayley, γυρίζοντας στον ξενώνα που έμενε, μετά από διασκέδαση. Ανήσυχη γιατί θεωρούσε ότι ένα αυτοκίνητο την ακολουθούσε, η τουρίστρια δέχτηκε την προσφορά του Bayley να την οδηγήσει εκείνος σπίτι, για να βρεθεί παγιδευμένη στο αυτοκίνητό του, καθώς της πήρε το διαβατήριο και την κρατούσε από τον λαιμό την ώρα του βιασμού. Η τουρίστρια κατάφερε να πάρει πίσω το διαβατήριό της και να τον πείσει να πάνε στο σπίτι της, όπου έτρεξε και κρύφτηκε, ενώ οι συγκάτοικοί της κάλεσαν την αστυνομία. 

Το συγκεκριμένο περιστατικό συνέβη δύο μήνες πριν τον βιασμό και τον φόνο της Jill Meagher.

Την ίδια χρονιά, ο Bayley βίασε μία νεαρή ιερόδουλη επί δύο ώρες στο αυτοκίνητό του, προτού εκείνη καταφέρει να τον πείσει να της επιτρέψει να πάει στην τουαλέτα, καταφέρνοντας έτσι να τού ξεφύγει. 

Στην ίδια περιοχή, στην St. Kilda, είχε βιάσει με τον ίδιο τρόπο -παρκάροντας το αυτοκίνητό του κοντά σε ένα άλλο ώστε να είναι αδύνατον να ανοίξει η πόρτα- μία άλλη ιερόδουλη, σχεδόν 15 χρόνια πριν, στα τέλη του 2000. Η γυναίκα αναγνώρισε τον βιαστή της, όταν έγινε γνωστός ο ρόλος του στην υπόθεση της Meagher. 

Και οι τρεις αναγκάστηκαν να ξαναζήσουν τις εφιαλτικές στιγμές που έζησαν, καταθέτοντας στην δίκη που ξεκίνησε τον περασμένο Ιούλιο και παραθέτοντας στοιχεία αναγνώρισης της ταυτότητάς του: το τατουάζ στο μπράτσο του, τα χαρακτηριστικά του παπούτσια, το αυτοκίνητο, καθώς και την σχεδόν πανομοιότυπη μέθοδο που ακολουθούσε. Το γεγονός ότι δύο από αυτές τις επιθέσεις, όπως και ο φόνος της 29χρονης, συνέβησαν ενώ ο Bayley βρισκόταν εκτός φυλακής με αναστολή, για προηγούμενη καταδίκη του, αυξάνει την κατακραυγή της κοινής γνώμης και τον προβληματισμό της αυστραλιανής κοινωνίας για το σύστημα αναστολών, αλλά και τον τρόπο που λειτουργεί γενικώς το σύστημα δικαιοσύνης, ειδικά σε ό,τι αφορά στην πρόληψη της δράσης καταδικασμένων εγκληματιών. Ο Bayley, ο οποίος είχε αλλάξει το όνομά του από Edwards το 2000, είχε εκτίσει ήδη συνολικά 11 χρόνια κάθειρξης για οκτώ συνολικά περιστατικά βιασμών, τα οποία είχαν συμβεί στην διάρκεια είκοσι ετών, με την πρώτη καταδίκη να συμβαίνει το 1991. 

Επιπλέον, παρά το ότι οι αρχές είχαν πάρει το DNA του δράστη από το 2001 και παρά το ότι το δικαστήριο τον είχε κατατάξει στους πλέον επικίνδυνους εγκληματίες του είδους, το δείγμα DNA χάθηκε ή καταστράφηκε από λάθος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί εγκαίρως, δυσχεραίνοντας την αναγνώρισή του από την αστυνομία κι επιτρέποντάς του να συνεχίσει την δράση του. 

Η οικογένεια της Jill Meagher προτίθεται να συμμετάσχει στην εκδίκαση ομαδικής αγωγής κατά της πολιτείας της Βικτώριας, η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε επιπλέον αποκαλύψεις για τα τρωτά σημεία και τις αβλεψίες του συστήματος χορήγησης αναστολών. 

Η ποινή που εκτίει ο Bayley για το φόνο της Meagher του απαγορεύει να κάνει αίτηση αναστολής προτού περάσουν 35 χρόνια, ενώ οι πρόσφατες καταδίκες του για τα άλλα τρία περιστατικά, καθιστούν ακόμη πιο απίθανη την πιθανότητα να του χορηγηθεί αναστολή.