Πάγο στα σχέδια του υπουργού Οικονομικών, Joe Hockey, για τη φορολόγηση των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στην Αυστραλία, βάζει η Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής. Η ανεξάρτητη Αρχή προειδοποίησε ότι η μονομερής επιβολή φόρου για τις εταιρίες που εκτρέπουν την έδρα τους σε φορολογικούς παραδείσους, αποφεύγοντας την φορολογία στις χώρες που δραστηριοποιούνται, ενδέχεται να διακινδυνεύσει τις διεθνείς σχέσεις της Αυστραλίας, καθώς θα πρόκειται για αθέτηση διακρατικών συμφωνιών.
Η εισήγηση τονίζει την πρόκληση με την οποία είναι αντιμέτωπος ο υπουργός Οικονομικών στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει ένα φαινόμενο που αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και είναι συναφές με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, που επιτρέπει στις πολυεθνικές να εκμεταλλεύονται τις επί μέρους δυσλειτουργίες των φορολογικών συστημάτων των χωρών που δραστηριοποιούνται, πληρώνοντας φόρους δυσανάλογα μικρούς σε σχέση με τα έσοδά τους.
Εκτιμάται ότι οι 900 μεγαλύτερες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Αυστραλία κατάφεραν να αποφύγουν να πληρώσουν φόρους που ανέρχονται συνολικά σε 25 εκατομμύρια δολάρια, χάρη σε έναν συνδυασμό απαλλαγών, μειώσεων και ‘παραθύρων’.
Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το πλαίσιο που θα επιτρέψει στο κράτος να εισπράττει φόρο από τις πολυεθνικές, ο υπουργός Οικονομικών προσανατολιζόταν στην εφαρμογή μίας πολιτικής ανάλογης με τον λεγόμενο “Google Tax”, ο οποίος ξεκινά την εφαρμογή του αυτόν τον μήνα στη Μεγάλη Βρετανία. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο φόρος πήρε το προσωνύμιό του από τον κολοσσό των διαδικτυακών υπηρεσιών, καθώς αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εταιρείας που εκμεταλλεύεται το σύστημα αποφεύγοντας τη φορολογία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στην Αυστραλία, η εταιρεία πλήρωσε φόρο ύψους 295 χιλιάδων δολαρίων, παρά το ότι τα εκτιμώμενα κέρδη της ξεπερνούν τα δύο δισ. Αντιθέτως, η εταιρεία εισέπραξε 4,5 δισ. δολάρια σε αντισταθμιστικά οφέλη για την έρευνα και την ανάπτυξη. Το ίδιο συμβαίνει με τις περισσότερες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, όπως η Apple και η Microsoft, καθώς το φαινόμενο αποκτά διαστάσεις διεθνούς επιδημίας, αποτελώντας τη βασική πρόκληση που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα κράτη στις συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Κι ενώ όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα εξεύρεσης λύσης, η Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής προειδοποίησε ότι μία μονομερής ενέργεια κατά των συγκεκριμένων εταιριών μπορεί να έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις της Αυστραλίας, οδηγώντας άλλες χώρες να προχωρήσουν στην επιβολή “εκδικητικών” φόρων στις Αυστραλιανές εταιρίες με διεθνή δραστηριότητα.
Η επιτροπή κλήθηκε από τον σκιώδη αναπληρωτή υπουργό οικονομικών Andrew Leigh να εξετάσει την δημιουργία ενός φόρου ανάλογου με αυτόν που θα εφαρμοστεί στη Μεγάλη Βρετανία και αποφάνθηκε ότι κάτι τέτοιο θα απειλούσε τις διακρατικές φορολογικές συμφωνίες της Αυστραλίας, διακινδυνεύοντας την υπόληψη της χώρας ως ασφαλούς προορισμού για διεθνείς επενδύσεις, ενδεχόμενο που θα είχε σαφείς αρνητικές επιπτώσεις στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας. Σε περίπτωση που εφαρμοστεί κάποιος νόμος χωρίς την αθέτηση των διακρατικών συμφωνιών, τα έσοδα που θα προκύψουν δεν προβλέπεται να είναι μεγαλύτερα από $90 εκατομμύρια σε ορίζοντα τετραετίας, πού μακριά από το στόχο του $1,1 δισ. που έχει θέσει το Υπουργείο μέχρι το 2017.
Αυτή η εκτίμηση επέτρεψε στον κ. Leigh να κατηγορήσει τον κ. Hockey λέγοντας ότι, αναφορικά με τη φορολόγηση των πολυεθνικών είναι “όλο λόγια και καθόλου παντελόνια”. Από τη μεριά τους, κύκλοι του Υπουργείου Οικονομικών δηλώνουν ότι η κυβέρνηση εξετάζει μία σειρά επιλογών και ξεκαθαρίζουν ότι όποια απόφαση θα συμμορφωθεί με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, όπως προκύπτουν από τη συμμετοχή της στο G20 και τον ΟΟΣΑ.