Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να περιγράψω τα συναισθήματά μου μιλώντας με τη Νάνα Μούσχουρη. Αγαπημένη ερμηνεύτρια της μητέρας μου, έμαθα να εκτιμώ τα τραγούδια της από πολύ μικρή ηλικία.

Αναμφισβήτητα, το όνομά της είναι στενά συνυφασμένο με την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Η ίδια έχει πουλήσει περισσότερους από 300 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως, ενώ έχει επηρεάσει όχι μόνο τη διεθνή μουσική σκηνή, αλλά και εκατομμύρια γυναίκες οι οποίες στο παράδειγμά της, βρήκαν τη δύναμη να παλέψουν για τα όνειρά τους.

Η μαγική και ιδιαίτερη φωνή της, αρχικά ερμηνεύθηκε ως αδυναμία, ήταν αυτή όμως που την έκανε να ξεχωρίσει, δίνοντας μια σχεδόν κρυστάλλινη χροιά στις νότες της.

Εννιά το πρωί στη Μελβούρνη και περιμένω στο γραφείο μου να συνδεθώ με Γενεύη, για να ενημερωθώ λίγο αργότερα πως η Νάνα βρίσκεται εκτάκτως στο Παρίσι. Την αρχική απογοήτευσή μου διακατέχεται η έκπληξη όταν λίγο αργότερα τηλεφωνεί η ίδια, απολογούμενη για την αλλαγή σχεδίων. Παρά τα 81 της χρόνια και τη διαφορά ώρας, με μία σχεδόν παιδική γλυκύτητα δηλώνει πως είναι κάτι παραπάνω από διατεθειμένη να μιλήσουμε – τι κι αν στο Παρίσι είναι σχεδόν μεσάνυχτα!

«Δεν είμαι καθόλου κουρασμένη, ευχαρίστησή μου» μου λέει ανακρίνοντάς με εκείνη για λίγα λεπτά.

«Ξέρετε, δεν το βλέπω αμιγώς σαν δουλειά όλο αυτό. Το αγαπώ υπερβολικά».

«Περισσότερο με αναζωογονεί θα έλεγα, παρά με φθείρει» εξηγεί.

Ύστερα από αρκετές δεκαετίες τεράστιων επιτυχιών, η κρητικής καταγωγής ερμηνεύτρια έγινε πρέσβειρα Kαλής Θελήσεως της UNICEF το 1993, ενώ διατέλεσε και μέλος του Ευρωκοινοβουλίου την πενταετία 1994-1999, προσπαθώντας να προωθήσει τα ελληνικά συμφέροντα και τον πολιτισμό της χώρας της. Μάλιστα, πήρε την απόφαση να δωρίσει την σύνταξη που έλαβε ως πολιτικός στην Ελλάδα, θεωρώντας το χρέος της, λίγο πριν ανακοινώσει την απόφασή της να αποσυρθεί από τη μουσική. Όταν πριν 8 χρόνια ανακοίνωνε το τέλος των εμφανίσεών της, δεν είχε ιδέα πόσο θα της στοίχιζε. Εν τέλει, επέστρεψε στη σκηνή με αφορμή τον εορτασμό των 80 της χρόνων, πιο ανανεωμένη από ποτέ.

«Προφανώς και σε αυτό το σημείο της ζωής μου, δεν μπορώ να με φανταστώ να κάνω κάτι άλλο» παραδέχεται.

«Για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ πως στάθηκα και πολύ τυχερή, καθώς με πρόσεξαν σε μικρή ηλικία και μου δόθηκε η ευκαιρία έτσι να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα».

«Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος, απεναντίας, αλλά τουλάχιστον μου ανοίχτηκε ένας δρόμος για να ακολουθήσω το πάθος μου. Πόσοι εξαιρετικά ταλαντούχοι άνθρωποι υπάρχουν και δεν τους δίνεται η δυνατότητα να βρουν το δρόμο τους»;

Η Νάνα είναι της άποψης πως ένας καλλιτέχνης οφείλει να εξοικονομεί δυνάμεις πριν από μία σημαντική εμφάνιση, «ακόμη και πριν από μία συνέντευξη με το «Νέο Κόσμο»».

«Ας πούμε πως έτυχα της ευλογίας να έχω μια καλή υγεία, πρόσεχα πολύ όμως τον εαυτό μου» συμπληρώνει.

«Για μένα είναι ένα είδος homework, πώς να το πω Ελληνικά. Όταν κανείς γνωρίζει εκ των προτέρων πως έχει ορισμένες υποχρεώσεις, το είδος της προετοιμασίας που επιλέγει να κάνει δείχνει τον ανάλογο σεβασμό που τρέφει στη δουλειά του ως επαγγελματίας».

«Πήρα νυχτερινή πτήση για Παρίσι, γιατί ως μέλος της επιτροπής για τα Βραβεία Ποίησης ‘Νίκος Γκάτσος’, έπρεπε να ανακοινώσω τον νικητή».

«Επιπλέον, γίνονται όλα βιαστικά μιας και εδώ θα κάνουμε τελικά τις πρόβες με την ορχήστρα μου για τις εμφανίσεις στην Αυστραλία» εξομολογείται.

Η κ. Μούσχουρη, περνά το χρόνο της ανάμεσα στην Πόλη του Φωτός και στη Γενεύη, όπου ζει με τον δεύτερο σύζυγό της και μουσικό παραγωγό, Αντρέ Σαπέλ. Έχει δύο παιδιά -ένα γιο και μία κόρη που ακολουθεί τα βήματά της- από τον πρώτο της γάμο με τον μουσικό, Γιώργο Πετσίλα.

«Παντρεύτηκα σχετικά μικρή, στα 25 μου, με τον πρώτο άντρα που φίλησα ποτέ» περιγράφει.

«Με τον πρώτο μου σύζυγο, ακολουθήσαμε κοινή μουσική πορεία μέχρι και το χωρισμό μας, που επήλθε το 1970».

«Εκείνος ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα, του έλειπε πολύ. Από την άλλη, σε μένα δινόταν η τεράστια ευκαιρία μιας διεθνούς καριέρας κάνοντας αυτό που αγαπούσα. Δεν μπορούσα να φύγω».

Όχι πολύ αργότερα, η διεθνούς φήμης ερμηνεύτρια γνωρίζει τον τότε τεχνικό ήχου, Σαπέλ, ο οποίος μετέπειτα έγινε παραγωγός της. Παντρεύτηκαν μόλις πριν από 11 χρόνια, αλλά ζουν μαζί από τότε.

«Όλα τα υπέροχα άλμπουμ που έκανα από το 1974 και μετά, τα ηχογράφησα μαζί του» σημειώνει.

«Το μόνο που ίσως θυσίασα κυνηγώντας την καριέρα μου ήταν ο χρόνος μου με τα παιδιά μου».

«Τα πρώτα χρόνια, είχα τα παιδιά συνεχώς μαζί μου όπου και αν πήγαινα. Είχα προσλάβει μια υπέροχη νταντά και με βοηθούσε, καθώς τα έπαιρνα σε όλες τις εμφανίσεις και τα ταξίδια μου, μέχρι που έγιναν 7 ετών και έπρεπε να πάνε σχολείο στη Γενεύη».

«Θα ήταν ευχής έργο να μπορούσα να έχω περάσει περισσότερο χρόνο μαζί τους, αλλά καθένας πορεύεται σύμφωνα με τις επιλογές που κάνει στη ζωή» εξομολογείται.

Παρ’ όλα αυτά, αισθάνεται πραγματικά τυχερή και περήφανη για την εξέλιξη των παιδιών της σε δύο αξιόλογους ενήλικες.

«Δεν μου αρέσει το γεγονός ότι έχω αποσυρθεί αυτό καθαυτό, απολαμβάνω όμως το χρόνο που μπορώ πια να περνώ με τους δικούς μου ανθρώπους» δηλώνει.

«Το τραγούδι ήταν και παραμένει η μεγαλύτερη και πιο βαθιά μου αγάπη, εξ ου και κάνω κάποια κονσέρτα περιστασιακά».

Η Νάνα Μούσχουρη, εκτός από μία παρουσία ορόσημο για το Νέο Κύμα, αποτελεί πρότυπο σύγχρονου φεμινισμού. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας της, που ευχόταν να αποκτήσει γιο, δεν την ήθελε.

«Μην ξεχνάμε πως είμαι και πολύ μεγάλη. Χρονολογούμαι στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», λέει γελώντας και συνεχίζει, «τα πράγματα τότε ήταν αλλιώς. Όταν μια οικογένεια έφερνε κορίτσι στον κόσμο σήμαινε δυστυχία».

Η ίδια περιγράφει με πίκρα τα χρόνια που μεγάλωσε στην Αθήνα της Κατοχής που αργότερα χτυπήθηκε από τον Εμφύλιο, όταν ήταν 13 ετών. Ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής της.

«Πολλή φτώχεια και στενοχώρια παντού. Δεν κατηγορώ τον πατέρα μου για τη στάση του. Ένας γιος σήμαινε βοήθεια, καθώς είχα ήδη μια αδελφή. Η θέση της γυναίκας ήταν πολύ υποβαθμισμένη».

«Τότε οι γυναίκες μάθαιναν κέντημα και οικοκυρικά στο σχολείο. Με λίγα λόγια πώς να γίνουν καλές νοικοκυρές. Αυτός ήταν ο προορισμός τους» λέει.

«Ευτυχώς τα πράγματα έχουν αλλάξει. Πλέον, οι γυναίκες είναι χειραφετημένες και οι μητέρες διαθέτουν την επιλογή του παιδικού σταθμού. Επίσης, χαίρομαι που βλέπω τους άντρες -όπως καλή ώρα τον γιο μου- να έχουν ενεργό ρόλο στο μεγάλωμα των παιδιών και να μοιράζονται το βάρος από τις δουλειές του σπιτιού».

Από τα εφηβικά της κιόλας χρόνια, ρίχτηκε στην αγορά εργασίας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του εαυτού της, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να βοηθήσει την οικογένειά της. Παράλληλα, έπαιρνε μαθήματα κλασικής μουσικής στο Εθνικό Ωδείο. Το τραγούδι, όπως από πολύ μικρή ηλικία είχε αντιληφθεί, ήταν η κινητήριος δύναμή της.

«Όχι μόνο ήταν το πάθος που μου έδινε κουράγιο και με γέμιζε ενέργεια για να προσπαθώ, ήταν και το κίνητρό μου να πετύχω, να αποδείξω την αξία μου σε όλους μα πάνω από όλα στον εαυτό μου» παραδέχεται.

«Είχα την ανάγκη να ανεξαρτητοποιηθώ, να δημιουργήσω κάτι δικό μου, κάτι για το οποίο θα μπορώ να αισθανθώ περήφανη».

Η Νάνα σύντομα έκανε το τραγούδι επάγγελμα και σαν άντρας προσπάθησε να βοηθήσει την οικογένειά της, τη δύσκολη εκείνη περίοδο.

«Ξεκίνησα να τραγουδάω στα τότε τζαζ νάιτ-κλαμπ και μάλιστα αποβλήθηκα και από το Ωδείο γι’ αυτό το λόγο, επειδή οι καθηγητές μου θεώρησαν ότι ήταν απαράδεκτο για ένα κορίτσι της ηλικίας μου και ότι έκανε κακό στη φωνή μου και στο μέλλον μου».

Η ίδια συνέχισε απτόητη μέχρι που την ανακάλυψαν καθώς τραγουδούσε αγγλικά κομμάτια πάνω σε ένα αεροπλανοφόρο την ημέρα εορτασμού της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας.

«Μεταπολεμικά, υπήρχαν πολλοί Άγγλοι και Αμερικάνοι στρατιώτες στην Ελλάδα, το ερέθισμα της Αγγλικής γλώσσας, της τζαζ κουλτούρας ήταν παντού».

«Μιλάω Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ισπανικά… Ελληνικά» λέει γελώντας.

«Αν με ρωτήσεις ποιο είναι το πραγματικό μου ταλέντο, κατά τη γνώμη μου, θα σου πω χωρίς αμφιβολία πως είναι η αγάπη μου για μάθηση».

«Με ενδιέφεραν πάντα οι νέοι ήχοι, η διαφορά στους πολιτισμούς, στην ιστορία, οι ιδιαίτεροι τρόποι έκφρασης κάθε λαού, ιδίως στη μουσική» συνεχίζει.

Η Νάνα, έμαθε ελάχιστα Γαλλικά στο Δημοτικό, καθώς ήταν υποχρεωτικό μάθημα και έκανε μερικά μόνο προφορικά μαθήματα Αγγλικών, έχοντας ως δάσκαλο έναν πρώην στρατιώτη που έχασε την όρασή του στον πόλεμο.

«Για μένα το να μπορώ να συνεννοηθώ με τα δικά μου λόγια χωρίς τη βοήθεια διερμηνέα, ήταν θέμα ελευθερίας και σεβασμού προς τη δουλειά και τον εαυτό μου» υπογραμμίζει.

«Έπαιρνα μαζί μου το λεξικό, σε κάθε χώρα που πήγαινα, μελετούσα και άκουγα, ρουφώντας τις πληροφορίες σαν σφουγγάρι. Μαθαίνοντας».

Στη αρχή της καριέρας της, ήταν πολλοί εκείνοι που την παρότρυναν να βγάλει τα χοντρά, μαύρα της γυαλιά, τα οποία σήμερα αποτελούν το ‘σήμα κατατεθέν’ της. Η Νάνα, ξεκίνησε να φορά γυαλιά σε ηλικία 11 ετών και δεν δέχτηκε να τα βγάλει ποτέ.

«Δεν με ενδιέφερε ποτέ να κερδίζω τις εντυπώσεις με την εμφάνισή μου, τη γενική εικόνα μου. Επιθυμούσα να ξεχωρίσω με τη φωνή μου» όπως και έγινε.

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε όταν ο Μάνος Χατζιδάκις ξεκίνησε να της γράφει τραγούδια, δύο εκ των οποίων βραβεύτηκαν στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού το 1959, ενώ το «Λευκό Ρόδο της Αθήνας», από το γερμανικό ντοκιμαντέρ «Η Χώρα των Ονείρων», κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, σηματοδοτώντας τη διεθνή της καριέρα.

«Πραγματικά αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίμη Πλέσσα, καθώς και για την ποίηση του Νίκου Γκάτσου, που έπαιξαν καίριο ρόλο στην ανάδειξή μου και μου χάρισαν ένα ευρύ ρεπερτόριο για το οποίο μπορώ σήμερα, μετά από τόσα χρόνια να αισθάνομαι περήφανη» εξομολογείται.

Η Νάνα ηχογράφησε το πρώτο διεθνές της άλμπουμ σε παραγωγή του Κουΐνσι Τζόουνς το 1962 και έκτοτε κυκλοφορούσε σχεδόν 3 δισκογραφικές δουλειές κάθε χρόνο. Η επιτυχία του δίσκου, έφερε μια μεγάλη περιοδεία το 1969 στο πλευρό του Χάρυ Μπελαφόντε καθώς και την πρώτη της μεγάλη περφόρμανς στο Ρόγιαλ Άλμπερτ Χωλ. Σύντομα κατέκτησε και μία θέση στην τηλεόραση, με δική της εκπομπή στο BBC2, όπου φιλοξένησε τους πιο σημαντικούς σταρ της εποχής.

«Οι μουσικοί στην εποχή μου, δεν ήταν τόσο πωρωμένοι με τη δημοσιότητα όσο σήμερα. Όλη αυτή η τρέλα με τον Τύπο, τα ταμπλόιντ και πια με τα σόσιαλ μίντια ξεκίνησε με το ροκ εν ρολ».

«Θέλει να κρατά κανείς μια ιδιαίτερη ισορροπία ανάμεσα στην ιδιωτική ζωή και στην καριέρα και πιστεύω αυτό έκανα» λέει.

Παραδέχεται δε, πως είναι εθισμένη στη σκηνή και παίρνει τρομερή ικανοποίηση από την ευχαρίστηση του κοινού.

«Η ενέργεια που λαμβάνω από τον κόσμο που βρίσκεται απέναντί μου είναι τεράστια. Αισθάνομαι κομμάτι τους και ειλικρινά δεν έχω λόγια να εκφράσω αυτό το συναίσθημα πληρότητας».

Η καλλιτέχνης πριν από λίγο καιρό επισκέφθηκε τη Μαδαγασκάρη, στο πλαίσιο των υποχρεώσεών της ως πρέσβειρα της UNICEF, για μία φιλανθρωπική εκδήλωση.

«Τραγούδησα ένα τραγούδι στην τοπική διάλεκτο, τη Μαλγκάς, και το πλήθος άρχισε να κλαίει».

«Συγκινήθηκα τόσο πολύ από την αντίδραση του κόσμο. Αυτή είναι η χαρά μου» εξομολογείται.

Η Νάνα, διέκοψε τις τηλεοπτικές της εμφανίσεις τη δεκαετία του ’80, ενώ ελάττωσε τις κυκλοφορίες δίσκων καθώς και τις συναυλίες της.

«Ξεκίνησα τη συνεργασία μου με την UNICEF ύστερα από προτροπή της Ώντρεϊ Χέπμπουρν, η οποία μάλιστα πρότεινε να αναλάβω τη θέση της, εφόσον η υγεία της χειροτέρευε» αναφέρει.

«Είδα από κοντά το έργο του Οργανισμού και τις τεράστιες προσπάθειες που γίνονται προκειμένου να βοηθηθούν τα παιδιά του Τρίτου Κόσμου. Έκτοτε είμαι ενεργό μέλος».

Η Νάνα, αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα «παγώνοντας» τις υποχρεώσεις της στην Ευρώπη για να βρεθεί στην Αυστραλία.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η διεθνούς φήμης ερμηνεύτρια βρίσκεται σε αυτό το κομμάτι του Νότιου Ημισφαιρίου.

«Κάθε φορά που είμαι στη σκηνή στην Αυστραλία, βιώνω το έντονο συναίσθημα του Ελληνισμού – θεωρώ πως είναι πιο δυνατό αυτό, πιο καταλυτικό στον απόδημο Ελληνισμό».

«Έχω πολύ ζωντανές τις αναμνήσεις από τις επισκέψεις μου στη χώρα, από την πρώτη φορά ακόμη, το 1974 που ήρθα με τα παιδιά μου. Ήταν υπέροχα για όλους».

«Έκτοτε ξαναήρθα το ’76, μέσα στην δεκαετία του ’80… και τελευταία φορά το 2005. Η Αυστραλία είναι ένας απίστευτα όμορφος και φιλόξενος τόπος με ακόμη πιο υπέροχους και ζεστούς ανθρώπους».

*Η Νάνα Μούσχουρη θα εμφανιστεί στο Μπρίσμπαν στις 9 Απριλίου, στο Σίδνεϊ στις 12, στη Μελβούρνη στις 14, στην Αδελαΐδα στις 16 και στο Περθ στις 19 Απριλίου. Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε το www.oneworldentertainment.com.au