Ο Bruce Lehrmann, έχασε την πολύκροτη αγωγή συκοφαντικής δυσφήμισης που είχε καταθέσει εναντίον του Network Ten και της δημοσιογράφου, Lisa Wilkinson με τον Ομοσπονδιακό Δικαστή Michael Lee να αποφαίνεται -στην αστική αυτή υπόθεση βάσει του «ισοζυγίου των πιθανοτήτων» (balance of probabilities)- ότι βίασε την Brittany Higgins, εντός του Κοινοβουλίου το 2019.

Ο Δικαστής Lee δε… χαρίστηκε πάντως σε κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη στο νομικό αυτό «έπος», το οποίο ξεκίνησε να «γράφεται» όταν η κα Higgins προχώρησε, με τηλεοπτική συνέντευξή της (στην εκπομπή The Project του Ten και την κα Wilkinson, τον Φεβρουάριο του 2021), στην καταγγελία για βιασμό της από πρώην συνάδελφός της στο Φιλελεύθερο Κόμμα (δίχως να τον κατονομάζει τότε).

Πιο συγκεκριμένα, στην αυστηρά δομημένη και εξαντλητικά τεκμηριωμένη ετυμηγορία του (των 300+ σελίδων), που εκδόθηκε αυτή την εβδομάδα (η προφορική σύνοψή της που μεταδόθηκε ζωντανά διήρκεσε 2,5 ώρες), ο Δικαστής έκρινε ότι ο κ. Lehrmann βίασε την κα Higgins (τον Μάρτιο του 2019 εντός του γραφείου της τότε υπουργού Linda Reynolds, σύμφωνα με την καταγγέλλουσα).

Η απόφαση αυτή δεν αποτελεί ποινική καταδίκη, αλλά δόθηκε στο πλαίσιο της αστικής υπόθεσης της δυσφήμισης.

Σε μία αστική υπόθεση, το Δικαστήριο πρέπει να πειστεί για μία κατηγορία βάσει του «balance of probabilities», δηλαδή τα αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να ικανοποιούν ότι ένα γεγονός είναι πιθανότερο να συνέβη, παρά να μη συνέβη. Πρόκειται για ένα κριτήριο λιγότερο αυστηρό από ό,τι θα ίσχυε σε μία ποινική δίκη, κατά την οποία δεν πρέπει να υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία (no reasonable doubt) ότι ένας κατηγορούμενος είναι ένοχος.

Ο κ. Lehrmann, επέμεινε στην αθωότητά του, αρνήθηκε ότι υπήρξε οποιαδήποτε σεξουαλική δραστηριότητα με την κα Higgins και είχε υποστηρίξει στην αγωγή δυσφήμισης ότι πιστεύει πως η συνέντευξη της κα Higgins στο Ten προκάλεσε προκατάληψη εναντίον του στην ποινική του δίκη (που ακολούθησε).

Η δίκη αυτή, υπενθυμίζεται, ματαιώθηκε τον Δεκέμβριο του 2022 λόγω «κακής συμπεριφοράς ενόρκων» και εντέλει οι εισαγγελείς απέσυραν τη δίωξη -σε σχέση με την καταγγελία της κα Higgins- υποστηρίζοντας ότι μια επανάληψη δίκης θα συνιστούσε «απαράδεκτο κίνδυνο» για την υγεία της.

Η ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ

Ο Δικαστής Lee, κατά την έκδοση της ετυμηγορίας του τη Δευτέρα, για την υπόθεση δυσφήμισης που ο κ. Lehrmann εκκίνησε αφού σταμάτησε η ποινική δίωξή του, ανέφερε χαρακτηριστικά, ανάμεσα σε άλλα:

«Έχοντας ξεφύγει από το λάκκο των λεόντων (σ.σ. την ποινική δίωξη), ο κ. Lehrmann έκανε το λάθος να επιστρέψει για το καπέλο του».

«Ο κ. Lehrmann συμπεριφέρθηκε επαίσχυντα. Υπερασπίστηκε (εαυτόν σ)την ποινική κατηγορία (εναντίον του για βιασμό) σε ψευδή βάση, είπε ψέματα στην Αστυνομία και στη συνέχεια επέτρεψε αυτό το ψέμα να μη διορθωθεί ενώπιον των ενόρκων».

«Η παρατήρηση ότι ο κ. Lehrmann είναι ένας κακός (poor) μάρτυρας είναι λίγη (exercise in understatement)».

«Δεν πείστηκε ότι ο κ. Lehrmann είναι ψυχαναγκαστικός ψεύτης, και μερικά από τα ψέμματα που είπε κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του μπορεί μερικές φορές να οφείλονταν σε απροσεξία και σύγχυση, αλλά έχω πειστεί ότι σε σημαντικά σημεία είπε ψέματα σκόπιμα».

«Πιθανότατα ήθελε να συνεχίσει να έχει οικειότητα με την κα Higgins, για να το θέσω ωμά, ήταν ένας 23χρονος άνδρας που απατούσε τη φίλη του…».

«Είμαι πεπεισμένος … ότι πράγματι υπήρξε σεξουαλική επαφή … στον καναπέ στο γραφείο της υπουργού».

«Έχω πειστεί ότι η κα Higgins δεν είχε πλήρη επίγνωση του περιβάλλοντός της και δε συναίνεσε στη συνουσία…».

«Θεωρώ ότι είναι πιο πιθανό, εκείνες τις πρώτες πρωινές ώρες μετά από μια μακρά νύχτα διασκέδασης και ποτού και αφού είχε φέρει επιτυχώς την κα Higgins σε ένα απομονωμένο μέρος, ο κ. Lehrmann ήταν αποφασισμένος (hell-bent) να κάνει σεξ με μια γυναίκα την οποία: (α) έβρισκε σεξουαλικά ελκυστική, (β) φιλιόταν και αγγίζονταν αμοιβαία παθιασμένα, (γ) είχε ενθαρρύνει να πιει και (δ) γνώριζε ότι είχε μειωμένες αναστολές επειδή ήταν πολύ μεθυσμένη».

Ο Δικαστής Lee τόνισε ότι η απόφασή του -όπως προαναφέρθηκε- βασίστηκε στο αστικό πρότυπο απόδειξης (civil standard of proof) και όχι στο ποινικό πρότυπο (criminal standard), υπογραμμίζοντας την «ουσιαστική διαφορά» μεταξύ των δύο.

«Πρέπει μόνο να είμαι ευλόγως πεπεισμένος (satisfied) ότι ο κ. Lehrmann ενήργησε όπως διαπίστωσα και δεν είμαι υποχρεωμένος να φθάσω σε εκείνο τον βαθμό βεβαιότητας που είναι απαραίτητος για να στηρίξω την καταδίκη σε ποινική κατηγορία», δήλωσε.

Κατένειμε την αξιολόγησή του σε τρία βασικά κριτήρια: εάν υπήρξε συνουσία, εάν υπήρξε συναίνεση και εάν ο κ. Lehrmann πίστευε ότι υπήρχε συναίνεση.

«Ο κ. Lehrmann ήταν τόσο αδιάφορος για τα δικαιώματα της κα Higgins που αγνόησε το θέμα της συναίνεσης», διαπίστωσε.

«Δεν τον ενδιέφερε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αν η κα Higgins καταλάβαινε ή συμφωνούσε με αυτό που συνέβαινε».

«Ο κ. Lehrmann βίασε την κα Higgins».

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

Ο Δικαστής εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την αξιοπιστία των στοιχείων του κ. Lehrmann, αλλά και της κα Higgins.

Την χαρακτήρισε «έναν περίπλοκο και από πολλές απόψεις μη ικανοποιητικό μάρτυρα».

Ωστόσο, πρόσθεσε ότι «πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνο τα γνωστά γενικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης μνήμης, αλλά και η ψυχική κατάσταση της κα Higgins και η γνωστή ειδική επίδραση του τραύματος και ιδίως της σεξουαλικής επίθεσης στη μνήμη της».

Ως εκ τούτου, δήλωσε ότι αποφάσισε να απορρίψει τις αφηγήσεις των δύο αυτών προσώπων για το εν λόγω περιστατικό.

Σε σχέση με την επίμαχη συνέντευξη της κα Higgins στο Ten είπε ότι ήταν η αφήγηση αυτή για την οποία «αποθεώθηκε» στο αποκορύφωμα του κινήματος #MeToo το 2021, ωστόσο ήταν αξιοσημείωτη, ανέφερε ο Δικαστής, για «την ασυνέπειά της με τα σύγχρονα αρχεία και τις ψευδολογίες της, ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις της κας Higgins με την [τότε προσωπάρχη της Reynolds] κα [Fiona] Brown».

Ο ίδιος επισήμανε ότι «χωρίς δισταγμό» προτίμησε τα στοιχεία της κα Brown (και άλλο αποδεικτικό υλικό από κάμερες, μηνύματα, έγγραφα κτλ) από εκείνα των Lehrmann και Higgins.

Ο σύντροφος τότε της κα Higgins και νυν αρραβωνιαστικός της, ο David Sharaz, ο οποίος δεν κατέθεσε ποτέ στην υπόθεση της δυσφήμισης, αλλά η απουσία του από τον κατάλογο των μαρτύρων επισημάνθηκε πολλές φορές από τον Δικαστή Lee, επίσης βρέθηκε στο «στόχαστρο».

Ο κ. Sharaz και η κα Higgins, διαπίστωσε Δικαστής, έκαναν σχέδια για να «χρησιμοποιήσουν τους ισχυρισμούς για άμεσο πολιτικό όφελος»

Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο είχε κληθεί να κρίνει αν ο κ. Lehrmann «φωτογραφήθηκε», παρότι δεν κατονομάστηκε κατά τη συνέντευξη της κα Higgins στο Ten.

Ο Δικαστής Lee αποφάνθηκε ότι δεν είχε «καμία αμφιβολία» ότι ο κ. Lehrmann «αναγνωρίστηκε».

Αλλά η υπεράσπιση του Ten βασίστηκε εν μέρει στην υπεράσπιση της αλήθειας (defence of truth): στην ιδέα ότι οι δυσφημιστικοί ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν στην εκπομπή, στην προκειμένη περίπτωση ότι ο κ. Lehrmann βίασε την κα Higgins, ήταν ουσιαστικά αληθινοί.

Ως εκ τούτου, η ετυμηγορία ότι ο κ. Lehrmann βίασε -βάσει του «ισοζυγίου των πιθανοτήτων»- την κα Higgins κατέρριψε την αγωγή πως υπήρξε δυσφήμιση.

Ωστόσο, ο Δικαστής επέκρινε το Ten, δηλώνοντας ότι η κα Wilkinson είχε την τάση να απορρίπτει πληροφορίες που δεν ταίριαζαν με την αφήγηση που της έδινε η κα Higgins και ότι η γνωστή δημοσιογράφος και ο παραγωγός της εκπομπής, Angus Llewellyn, δεν ερεύνησαν σωστά τους ισχυρισμούς της.

Η επικεφαλής δικηγόρος του Ten, Tasha Smithies δέχθηκε επίσης κριτική, καθώς όπως επισήμανε ο Δικαστής, ενέκρινε την ομιλία που εκφώνησε η κα Wilkinson στην τελετή απονομής των βραβείων Logies (σχετικά με δικαίωση της συνέντευξης της κα Higgins), την οποία έδωσε, λίγες ημέρες πριν αρχίσει η (ματαιωθείσα τελικά) ποινική δίκη για την καταγγελία.

Ακόμα, ο Δικαστής έκρινε ότι η κα Wilkinson δεν ήταν «ευθύς» σε απαντήσεις που έδωσε στο εδώλιο του μάρτυρα, αλλά παραδέχτηκε ότι όντως την απογοήτευσε η νομική συμβουλή που ζήτησε από το Ten σχετικά με την ομιλία της.

Έκρινε όμως ότι η 40χρονη καριέρα της στη δημοσιογραφία θα έπρεπε να την είχε οδηγήσει να πιστέψει ότι τα όσα είπε στα βραβεία Logies ήταν «γεμάτα κινδύνους».

Η κα Wilkinson, δικηγόρος της οποίας ήταν η ομογενής δικηγόρος, Sue Chrysanthou SC, δήλωσε σχετικά με την ετυμηγορία.

«Ελπίζω ειλικρινά ότι η απόφαση αυτή δίνει δύναμη στις γυναίκες σε όλη τη χώρα».

Επίσης, το Ten εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρει ότι η δικαστική απόφαση ήταν μία «δικαίωση για τη θαρραλέα Brittany Higgins που έδωσε φωνή στις γυναίκες όλου του έθνους».

«Είναι σαφές ωστόσο ότι οι νόμοι περί δυσφήμισης της Αυστραλίας παραμένουν εξαιρετικά περιοριστικοί».

«Ήταν πάντα υποχρέωσή μας να ενημερώνουμε το κοινό για αυτά τα σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, παρά τις προκλήσεις που παρουσιάζουν αυτοί οι νόμοι».

Ο κ. Lehrmann δεν έκανε κανένα σχόλιο έξω από το Δικαστήριο, παρότι τον ακολουθούσαν οι δημοσιογράφοι και τον πίεζαν με ερωτήσεις για τουλάχιστον 200 μέτρα μετά την έξοδό του.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ (;)

Οι εμπλεκόμενες πλευρές στην αγωγή δυσφήμισης έχουν διορία έως τις 22 Απριλίου να υποβάλλουν τις αναφορές του σχετικά με το νομικά έξοδα για την υπόθεση, με τον κ. Lehrmann να βρίσκεται πλέον σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση.

Θα υπάρξει ωστόσο περαιτέρω νομική συνέχεια; Ένας πρώην Δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Νότιας Ουαλίας, ο Anthony Whealy KC, μιλώντας στο ABC, εκτίμησε ότι ο κ. Lehrmann πιθανότατα θα ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του Δικαστή Lee.

Ο κ. Whealy, πρόεδρος πλέον του Centre for Public Integrity, ανέφερε ότι εντόπισε δύο ή τρεις οδούς για «μια πολύ ισχυρή έφεση».

«Αναγκάστηκε (ο Δικαστής Lee) να πει ότι αυτό που συνέβη ήταν ένα παράδειγμα μη ακούσιας απερισκεψίας (non-advertant recklessness)».

«Αυτή είναι μία δύσκολη ετυμηγορία όταν δεν πιστεύεις τον καταγγέλλοντα … οπότε είναι δύσκολο να δούμε ότι αυτό δεν θα μείνει αναπάντητο σε μια έφεση».

«Δεν ισχυρίζομαι ότι θα πετύχει, αλλά μου φαίνεται ότι αυτό τουλάχιστον θα είναι μια οδός προσφυγής».

Το άλλο ερώτημα ήταν αν το αποτέλεσμα της αστικής υπόθεσης ανοίγει το δρόμο για μια νέα ποινική δίκη.

Ο ειδικός σε θέματα δυσφήμισης και δικαίου των μέσων ενημέρωσης Richard Potter δήλωσε στο ABC ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν πιθανό.

«Φαντάζομαι πως όχι, επειδή (η ποινική δίωξη) έχει εγκαταλειφθεί», εκτίμησε.

«Ο Δικαστής τόνισε ξανά και ξανά, ότι δεν πρόκειται για ποινική υπόθεση».

«Τίποτα δεν έχει αλλάξει πραγματικά τόσο ουσιαστικά ώστε να δικαιολογείται κάποιου είδους επανεξέταση».

Ο κ. Whealy πρόσθεσε ότι «το μάθημα που πρέπει να ληφθεί είναι ότι οι υποθέσεις δυσφήμισης, ιδίως κατά των μέσων ενημέρωσης, είναι γεμάτες με κίνδυνο ήττας».

«Αυτό ακριβώς συνέβη στον κ. Lehrmann – γλίτωσε από ποινική καταδίκη – και δε θα μάθουμε ποτέ τι θα έκαναν οι ένορκοι για όλα αυτά σε ποινικές διαδικασίες, όπου απαιτείται πολύ υψηλότερο επίπεδο αποδείξεων».

Ο δικηγόρος του Ten, Justin Quill, δήλωσε βέβαιος ότι το κανάλι θα λάβει αποζημίωση για τα νομικά έξοδα και ότι θα υπερασπιστεί με επιτυχία τυχόν προσφυγές του κ. Lehrmann.

«Είμαι βέβαιος ότι οποιαδήποτε έφεση θα απορριφθεί», είπε.

«Φυσικά, αν ασκήσει έφεση, μπορεί να υπάρξουν αντεφέσεις που μπορεί να υποβληθούν από εμάς».

Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Περιοχής της Πρωτεύουσας, Shane Rattenbury, δήλωσε ότι η τεχνικά η «πόρτα παραμένει ανοιχτή» για μια δεύτερη ποινική δίκη, αλλά αυτό θα είναι θέμα του Εισαγγελέα (DPP).

«Η κυβέρνηση δεν κατευθύνει την Εισαγγελία. Η Εισαγγελία θα πρέπει να λάβει αυτές τις αποφάσεις με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της δίωξης».

Εκπρόσωπος του Υπουργείο Δικαιοσύνης επισήμανε σχετικά:

«Αναγνωρίζουμε την ανάγκη για την εμπιστοσύνη του κοινού στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, ώστε τα αδικήματα σεξουαλικής βίας να διερευνώνται και να διώκονται καταλλήλως».

«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση ξεκίνησε την επιτροπή έρευνας για το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης στην Περιοχή της Πρωτεύουσας».

ΑΠΩΝ ΑΠΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟ «ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ» 

Σημειώνεται τέλος ότι ο Bruce Lehrmann επρόκειτο να είναι ο «αστέρας» σε ένα συνέδριο -με εισιτήρια έως 100 δολάρια το ένα- που προωθούσε η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ανδρών Bettina Arndt σχετικά με το «τεκμήριο αθωότητας» (presumption of innocence).

Αλλά οι διοργανωτές αποκάλυψαν ότι αποσύρθηκε μετά την ετυμηγορία του Δικαστή Lee.

«Υπό το φως των πρόσφατων γεγονότων, ο Bruce Lehrmann αποφάσισε να μην εμφανιστεί στο συνέδριο», ανέφερε η ομάδα Mothers of Sons στο Facebook.

«Υπόκειται σε εξαιρετικά επιθετική καταδίωξη από τα μέσα ενημέρωσης και ανησυχεί ότι η συμμετοχή του μπορεί να απειλήσει το ακροατήριο, να θέσει σε κίνδυνο αυτή τη σημαντική εκδήλωση και να αποσπάσει την προσοχή από τον κύριο σκοπό της».