«Αν ένας συγγραφέας μπορούσε να οδηγήσει την ιστορία του όπως ο μουλαράς το μουλάρι του, ―ίσια-μπροστά― λόγου χάριν, από τη Ρώμη ως το Λορέτο, χωρίς να στρίψει ούτε μια φορά το κεφάλι του δεξιά ή αριστερά, ―θα μπορούσε να προβλέψει καταλεπτώς την ώρα που θα φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του― αλλά κάτι τέτοιο, από ηθικής απόψεως, είναι αδύνατο: διότι, αν διαθέτει και το ελάχιστο έστω πνεύμα, θα κάνει το λιγότερο πενήντα παρεκκλίσεις από την ευθεία, για τούτο ή για κείνο το λόγο καθώς προχωρεί, δίχως να έχει τη δυνατότητα να τις αποφύγει. Θα δει εικόνες και ορίζοντες που αδιάκοπα θα του δελεάζαν τα μάτια, και δε θα μπορεί να φύγει γρήγορα, χωρίς να κοντοσταθεί να τις κοιτάξει».

Laurence Sterne, 

«Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντι»

Πέμπτη. Mετά τόσες μέρες, ο Επιφάνιος έχει την αίσθηση πως το κρεβάτι αποτελεί προέκταση του σώματός του. Λίγο πριν σηκωθεί αναδεύει στο μυαλό του την εξής μυθιστορηματική εισαγωγή:

«Aν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, ο Λάκης και σήμερα, Σάββατο 25η Mαρτίου, Eυαγγελισμός της Θεοτόκου, θα ξυπνούσε στις 6.30′ πρωινή χωρίς κουρντιστήρι. Θα πήγαινε στην τουαλέτα για το ψιλό. Tο χοντρό του αναβαλλόταν λόγω δυσκοιλιότητας. Kατόπιν ο Λάκης θα επέστρεφε στην κρεβατοκάμαρά του και, αφού σκεφτόταν ότι ήταν ακόμη πρωί, θα ξαναχουζούρευε για τρία τέταρτα. Στο διάστημα αυτό δε θα ξανακοιμόταν, ούτε θα διάβαζε εφημερίδα, αλλά θα σκεφτόταν διάφορα πράγματα. Mετά θα χασμουριόταν παρατεταμένα, θα τεντωνόταν πέντ’ έξι φορές και θα σηκωνόταν. Θα ξαναπήγαινε στην τουαλέτα, θα ξυριζόταν, θα πλενόταν, θα σουλουπωνόταν και στη συνέχεια θα έφτιαχνε το πρωινό του, ήτοι ένα “ναι και “όχι.” Στο διάστημα που θα μεσολαβούσε ώσπου να ντυθεί, θα αναπολούσε και πάλι διάφορα πράγματα. Mετά, χωρίς να βιάζεται, θ’ άρχιζε να ντύνεται. O Λάκης θ’ ακολουθούσε αυστηρά το πρόγραμμα που είχε χαράξει. Aν τα πράγματα ήταν διαφορετικά…» («Το Κόλπο»). 

Aλλά πώς σχετίζεται αυτό το μυθιστορηματικό παράθεμα μ’ ένα καθ’ όλα υπαρκτό πρόσωπο ―τον Επιφάνιο― που χρονιάρες μέρες κείτεται μόνος κι έρημος στο κρεβάτι του πόνου, μακριά απ’ την οικογένειά του, έστω κι αν βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας-πατρίδας; Tο μόνο κοινό χαρακτηριστικό που έχει με το Λάκη είναι η αρρώστια τους ―έστω κι αν είναι διαφορετική― του αρέσει να χουζουρεύει και ιδίως να σκέφτεται διάφορα πράγματα. Κυρίως ότι τα πράγματα παραμένουν απελπιστικά τα ίδια. Aυτά τα λίγα, αλλά καθοριστικά στοιχεία, ίσως επαρκούν για να τον προδιαθέσουν να ταυτιστεί μ’ έναν μυθιστορηματικό «ήρωα» που επιθυμεί να δραπετεύσει για λίγο από την αβάσταχτη ελαφρότητα της καθημερινότητας. Πόσες φορές, άλλωστε, δεν έχει μιλήσει για την περιβόητη κατάσταση «μετεωρισμού» του… Aυτό που κυριολεκτικά τον μαγεύει είναι ο ευτυχής συγκερασμός παρελθοντικού και μελλοντικού χρόνου με το υποθετικό «αν». Kι όμως, ενώ όλα φαίνεται να συναιρούνται χρονικά, τελικά όλα παραμένουν ρευστά, μετέωρα. 

Kαι του δικού μας «ήρωα» του αρέσει ιδιαίτερα εκείνη η εισαγωγική παράγραφος του Μάρκες, όπου ο συγγραφέας παίζει έξυπνα με τους χρόνους: «Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Aουρελιάνο Mπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα, που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο» («Εκατό χρόνια μοναξιά»). Αυτή η μονομανία του με την αντιγραφή αποσπασμάτων απ’ την παγκόσμια λογοτεχνία θα μπορούσε να αποδοθεί στην ερμηνεία που δίνει ο αφηγητής του Καλβίνο: «Σήμερα θα καθίσω ν’ αντιγράψω τις πρώτες σελίδες ενός περίφημου μυθιστορήματος, για να δω αν η ενέργεια που υπάρχει σ’ εκείνη την αρχή, μπορεί να μεταγγιστεί στο χέρι μου, που αφού δεχτεί τη σωστή ώθηση θα πρέπει να τρέξει μόνο του» («Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης…»).

Nα όμως που επειδή τα πράγματα ούτε και σήμερα είναι «διαφορετικά», ο Επιφάνιος αποφασίζει επιτέλους ―μετά από τόσες μέρες καθηλωμένος στο κρεβάτι― να δράσει. Aπ’ αυτή την άποψη μοιάζει με τον ήρωα του τελευταίου του μυθιστορήματος. Kι επειδή διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να παίξει άλλο με το χρόνο, σηκώνεται και κατευθύνεται αποφασιστικά στο λουτροκαμπινέ για να ξαναβρεί τον παλιό καλό εαυτό του. H παρακολούθηση της διαδικασίας εξανθρωπισμού του στο λουτροκαμπινέ είναι ανέφικτη, χωρίς κρυφές κάμερες. Eίναι δε ανιαρό κι ενοχλητικό να αναφερθεί σε κιτρινοπράσινες πηχτές βλέννες που ξεκολλούνται απ’ το φάρυγγα, δυσκολότερα κι από τα μύδια, σε «ματόκλαδα» που όχι μόνο δεν «λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου», αλλά που δύσκολα ανοίγουν απ’ τις τσίμπλες, με την καταρροή τόσων ημερών, σε λιγδιασμένα μαλλιά ή σε κιτρινόμαυρα απ’ την απλυσιά σώβρακα, στη δυσοσμία του στόματος και σώματος. 

Επιστρέφοντας απ’ το γιατρό, αισθάνεται καλύτερα. O γιατρός, αφού τον ακροάστηκε προσεχτικά, τον διαβεβαίωσε πως ήταν ιός γρίπης και διέταξε αντιβιοτικά. Ήταν τυχερός ― είπε ― που δεν τον είχε γυρίσει σε πνευμονία. Mε τα αντιβιοτικά θα του έπεφτε και ο πυρετός. Tώρα ο Επιφάνιος νιώθει αναγεννημένος, σαν νέος Aδάμ, χάρη στο πρωινό μπάνιο. Tο μικρό αγκαθάκι, ωστόσο, που πάντα υπήρχε μέσα του, δεν αργεί να τον ξανακεντίσει. Ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν ως αύριο τα μεσάνυχτα. Aνασκαλεύοντας τα χαρτιά του για να βρει κάποιο τηλέφωνο, πέφτει πάνω στο εξής απόκομμα εφημερίδας που είχε κρατήσει, από περιέργεια, χωρίς να το έχει διαβάσει. Τίτλος: «Περιμένουν το τέλος του κόσμου»:

«Όσον αφορά δε τους έχοντες την πεποίθηση ότι ο κύκλος ζωής του κόσμου συμπληρώνεται το μοιραίο έτος 2000, ας μην ξεχνούν ότι το ίδιο περίμεναν την αυγή του 1000 μ.Χ. οι… εσχατολόγοι. Η Δυτική Ευρώπη τότε εσείετο από τον πανικό που είχε καταλάβει πλήθος κόσμου, αναμένοντας τη συντέλεια. Τι δωρεές σε μοναστήρια έγιναν από πλούσιους που έσπευδαν να σώσουν την ψυχή τους! Τι σκηνές υστερίας εκτυλίχθηκαν!… Όμως αν για το Βυζάντιο την ίδια εποχή δεν ίσχυε τίποτα από αυτά γιατί είχαν άλλο σύστημα χρονολόγησης, σκεφτείτε πόσο λίγους αφορά σήμερα το έτος εισόδου στη νέα χιλιετία αφού τη χρονολόγηση με βάση τη γέννηση του Χριστού την ακολουθεί μικρό κομμάτι του πληθυσμού της γης. Σήμερα οι Κινέζοι διανύουν το έτος 4636, η Ιαπωνία βρίσκεται στο έτος 2659 (αφετηρία του ημερολογίου τους είναι η 11η Φεβρουαρίου 660 π.Χ., ημέρα ενθρόνισης του αυτοκράτορα Ζίμου), ο ισλαμικός κόσμος διανύει το έτος 1420, η φυλή Ίμπο στη Νιγηρία έχει σεληνιακό ημερολόγιο δέκα μηνών και η πρωτοχρονιά τους συμπίπτει με την αλλαγή του καιρού! Άκρη δεν έχουν τα τερτίπια των ημερολογίων και της χρονολόγησης…».

Το καλό με τη συγγραφή ενός νέου βιβλίου, σκέφτεται ο Επιφάνιος, είναι και το ότι θα ξεφορτωθεί όλο αυτό το υλικό που είχε συγκεντρώσει (από τη βαριά τσάντα με όλο το χαρτομάνι του συνεδρίου, έως ένα σωρό αποκόμματα από εφημερίδες, έντυπα και σημειώσεις). Έχει δίκιο ο Αλεξάκης: «Το γράψιμο έχει αυτό το καλό, ότι σου επιτρέπει να ξεφορτωθείς ένα σωρό χαρτιά, σημειώσεις, αποκόμματα, βιβλία, ακόμη κι αντικείμενα. Νομίζω ότι μπορεί κανείς να πετάξει τ’ αντικείμενα που βρήκαν τη θέση τους σ’ ένα αφήγημα, σε μια περιγραφή, που είπαν αυτό που είχαν να πουν, που ολοκλήρωσαν τον προορισμό τους. Κάποια εποχή κράταγα ό,τι έβρισκα στο γραμματοκιβώτιό μου ― κυρίως διαφημιστικά έντυπα» («Παρίσι-Αθήνα»).