Η Brittany Higgins «έσπασε» για πρώτη φορά τη σιωπή της μετά την ολοκλήρωση της δίκης για την αγωγή συκοφαντικής δυσφήμισης που είχε καταθέσει ο του Bruce Lehrmann εναντίον του Network Ten και της δημοσιογράφου Lisa Wilkinson.

Στην καταιγιστική ετυμηγορία του για την αστική αυτή υπόθεση της δυσφήμισης, ο Ομοσπονδιακός Δικαστής Michael Lee, αποφάνθηκε ανάμεσα σε άλλα, ότι βάσει του «ισοζυγίου των πιθανοτήτων» (balance of probabilities) ο κ. Lehrmann βίασε την κα Higgins, εντός του Κοινοβουλίου της Αυστραλίας το 2019, στο γραφείο της τότε υπουργού, γερουσιαστή Linda Reynolds.

Οι προτάσεις των εμπλεκομένων στην αγωγή για τα νομικά έξοδα -που εκτιμάται ότι ανέρχονται σε εκατομμύρια- θα υποβληθούν στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, αύριο, Δευτέρα.

Η ποινική δίωξη κατά του κ. Lehrmann σχετικά, υπενθυμίζεται, εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 2022, χωρίς να υπάρχει κάποια απόφαση εναντίον του, ενώ ο ίδιος υποστήριζε πάντοτε την αθωότητά του.

Σε κάθε περίπτωση, η κα Higgins εξέφρασε την ικανοποίησή της για την απόφαση του Δικαστή Lee.

Σε μία δήλωσή της που αναρτήθηκε σε διάφορους λογαριασμούς της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επισήμανε, μεταξύ άλλων:

«Με βίασαν. Καμία απόφαση δεν επρόκειτο ποτέ να αλλάξει αυτή την αλήθεια. Έζησα με την ντροπή, την ταπείνωση και τον φόβο για το τι θα σήμαινε για τη ζωή και την καριέρα μου το να πω την ιστορία μου, όπως και τόσα άλλα θύματα … Φοβόμουν ότι δεν θα με πίστευαν ή δεν θα με υποστήριζαν».

Έκανε λόγο για ακόμα μία φορά για μία «τοξική κουλτούρα» στο Κοινοβούλιο. «Για δεκαετίες, οι γυναίκες που εργάζονται στο Κοινοβούλιο δεν εισακούγονταν. Δεν υπήρχε ασφαλής χώρος για να μιλήσουν ή να διατυπώσουν σοβαρά παράπονα. Ένιωσα υποχρεωμένη να πω την ιστορία μου».

Ανέφερε επίσης ότι «η υγεία, η μνήμη και οι σχέσεις» της επηρεάστηκαν από ό,τι είχε περάσει.

«Ήμουν συντετριμμένη που δόθηκε σε έναν βιαστή μια πανεθνική πλατφόρμα για να διατηρήσει τα ψέματά του σχετικά με το τι συνέβη. Πιστεύω ότι όσοι συνέβαλαν με οποιονδήποτε τρόπο στο πρόγραμμα θα σκεφτούν την απόφασή τους».

Αν και όπως έγραψε δε συμφωνεί με όλα τα ευρήματά του, ευχαρίστησε τον Δικαστή Lee για την «προσέγγιση που βασίζεται στο τραύμα, αναγνωρίζοντας ότι οι αντιδράσεις στην επίθεση μπορεί να ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό».

Εξέφρασε δε την ελπίδα ότι το σκεπτικό του Ομοσπονδιακού Δικαστή θα δημιουργήσει ένα νέο νομικό προηγούμενο για τον τρόπο με τον οποίο τα Δικαστήρια εξετάζουν τις μαρτυρίες των θυμάτων σεξουαλικών επιθέσεων.

Ζήτησε επίσης συγγνώμη από τη γερουσιαστή των Φιλελεύθερων, Linda Reynolds και την τότε προσωπάρχη αυτής, Fiona Brown.

Ο Δικαστής Lee, σημειώνεται, επέκρινε τους ισχυρισμούς της κας Higgins ότι υπήρξε συγκάλυψη της επίθεσής της, ιδίως όσον αφορά τη γερουσιαστή και την κα Brown. «Έχουν επίσης πληγωθεί και γι’ αυτό ζητώ επίσης συγγνώμη».

«Οι αντιλήψεις και τα συναισθήματά μου για το τι συνέβη τις ημέρες και τις εβδομάδες μετά τον βιασμό μου είναι διαφορετικά από τα δικά τους. Λυπάμαι βαθύτατα που δεν έχουμε βρει ακόμη κοινό έδαφος».

«Ελπίζω ότι μπορούμε να επιλύσουμε τις διαφορές μας με καλύτερη κατανόηση της εμπειρίας του άλλου».

Η κα Reynolds έχει σχολιάσει ότι η ετυμηγορία του Δικαστή Lee «έβαλε επιτέλους τα πράγματα στη θέση τους».

«Επί τρία χρόνια υπέμεινα τον έντονο δημόσιο έλεγχο, τη δυσφήμιση, το άθλιο τρολάρισμα και δαιμονοποιήθηκα ως ο κακός σε μια ιστορία πολιτικής συγκάλυψης που πάντα ήξερα ότι δεν ήταν αληθινή. Η Fiona Brown και εγώ χάσαμε την καριέρα μας, καταστράφηκε η φήμη μας και διακυβεύτηκε σοβαρά και ανεπανόρθωτα η υγεία μας».

«Η απόφαση του αξιότιμου Σικαστή Lee έθεσε επιτέλους τα πράγματα στη θέση τους όσον αφορά τη συμπεριφορά της κας Brown και εμού και την αποδεδειγμένα ψευδή αφήγηση που κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα και κατέστρεψε ζωές και καριέρες».

Η γερουσιαστής έχει μηνύσει την κα Higgins και τον αρραβωνιαστικό της, David Sharaz, για δυσφήμιση στο Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) της Δυτικής Αυστραλίας.

Στη δήλωσή της, η κα Higgins, ανέφερε ότι εντέλει η ίδια κοιτά στο μέλλον της. Γράφει σχετικά: «Ήμουν 24 ετών όταν βιάστηκα στο Κοινοβούλιο. Πέρασαν πέντε χρόνια ποινικών και αστικών δικών και κυβερνητικών ερευνών για να ακουστεί επιτέλους η αλήθεια. Τώρα είναι καιρός να επουλωθούν οι πληγές (It is now time to heal)».