ΑΝ ΔΕΝ είχε απελευθερωθεί η Ελλάδα, μπορεί σήμερα να μιλούσαμε για τα Μεχμέτεια Μάρμαρα, παρά για τα «Ελγίνεια». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ένας από τους πρώτους μουσουλμάνους που εκτίμησαν την αξία του Παρθενώνος, ήταν ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής, ο οποίος κατέλαβε την Ακρόπολη το 1458, νικώντας όχι τους Βυζαντινούς, αλλά από τον Φλωρεντινό Δούκα της Αθήνας, Φραγκίσκο Β΄Ατσαγιόλι.
Πολυμαθής και λάτρης της ιστορίας, ο Μεχμέτ εκτιμούσε την αρχαία κληρονομιά της Αθήνας. Για το λόγο αυτό, εξέδωσε αυτοκρατορικό φιρμάνι για τη διαφύλαξη των υπολειμμάτων του, επιβάλλοντας τον θάνατο ως ποινή για την καταστροφή ή τη λεηλασία κλασικών μνημείων. Ο Παρθενώνας, έχοντας λειτουργήσει ως Εκκλησία της Παναγίας Αθηνιώτισσας για σχεδόν οκτώ αιώνες, μετατράπηκε σε ισλαμικό τέμενος.
Η διαδικασία μετατροπής, ωστόσο, ήταν μακρόχρονη. Γνωρίζουμε από μαρτυρίες ότι το 1466, ο Παρθενώνας εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ως εκκλησία. Όταν έλαβε χώρα η μετατροπή, έγιναν δραστικές ανακαινίσεις: η αψίδα επαναχρησιμοποιήθηκε ως μιχράμπ, δηλαδή, ως ιερή κόγχη που δείχνει την κατεύθυνση της Μέκκας στην οποία προσεύχονται οι πιστοί, και εγκαταστάθηκε ένα μινμπάρ ή άμβωνας από τον οποίο ο τοπικός ιμάμης έπρεπε να εκφωνήσει τα κηρύγματά του. Οι τοίχοι του Παρθενώνα, πάνω στους οποίους είχαν ζωγραφιστεί εικόνες, ασβεστώθηκαν, εφόσον το Ισλάμ απαγορεύει την απεικόνιση αισθανόμενων όντων και το τέμπλο αφαιρέθηκε. Περαιτέρω, το καμπαναριό στη νοτιοδυτική γωνία του σηκού, μετατράπηκε σε μιναρέ, από τον οποίο ο μουεζίνης μπορούσε να απευθύνει το κάλεσμα για προσευχή. Στα οθωμανικά φορολογικά αρχεία του δέκατου έκτου αιώνα, το τζαμί αναφέρεται ως Cami il kale i Atina, «Τζαμί του φρουρίου της Αθήνας».
Το 1667, ο Οθωμανός περιηγητής, Εβλιγιά Τσελεμπή, επισκέφθηκε την Αθήνα και έδωσε μια λεπτομερή καταγραφή του τζαμιού του Παρθενώνα, όπου εκφράζει την έκπληξη και τον θαυμασμό του. Στον Τσελεμπή, η κατασκευή του Παρθενώνα φάνταζε πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπου και περιέγραψε το κτήριο ως «σαν κάποιο απόρθητο φρούριο που δεν κατασκευάστηκε από ανθρώπινο χέρι». Εμπνευσμένος από την καλλιμορφία του, συνέθεσε μια ποιητική ικεσία ότι ο Παρθενώνας, ως «έργο λιγότερο ανθρώπινου χεριού παρά του ίδιου του Ουρανού», παραμένει όρθιο μέχρι τους έσχατους καιρούς».
Ο Τσελεμπή περιέγραψε με δέος, τα γλυπτά που κοσμούσαν το οικοδόμημα, τα οποίο πίστευε ότι απεικόνιζαν «όλα τα πλάσματα που έπλασε ο Δημιουργός του Σύμπαντος, από τον Αδάμ μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία». Χωρίς να γνωρίζει το νόημα των ανάγλυφων, συνέχισε το αφήγημά του, περιγράφοντας μια μυριάδα πλασμάτων όπως νεράιδες, αγγέλους, δράκους, ελέφαντες, ρινόκερους, καμηλοπαρδάλεις, σκορπιούς, κροκόδειλους και πολλά άλλα. Αυτά τα γλυπτά, σύμφωνα με τον ίδιο, απεικόνιζαν πομπές, με την μία να απεικονίζει τους σωζόμενους στον Παράδεισο και η άλλη την αιχμαλώτιση των Κολασμένων.
Κατά την αντίληψη του Τσελεμπή, τα γλυπτά του Παρθενώνα κοσμούσαν έναν εξωτερικό αυλόγυρο. Ορμώμενος από την εξοικείωσή του με τα κλασικά τουρκικά τζαμιά, παρομοίασε την προσέγγιση του τζαμιού του Παρθενώνα ως μέσω μιας αυλής με κιονοστοιχία, με το μεγαλοπρεπές τζαμί Σελιμιγιέ της Αδριανούπολης. Η γύρω ύπαρξη κιόνων, που είχαν εκτοπιστεί από την εσωτερική δομή λόγω πυρκαγιάς και κατάρρευσης στέγης, τον ώθησαν να ερμηνεύσει τον Παρθενώνα ως ένα τζαμί που βρίσκεται εντός μιας αυλής.
Η οροφή του εσωτερικού του κτηρίου, όπως την είδε ο Τσελεμπή, ήταν κατασκευασμένη από κυπαρίσσι, επιχρυσωμένη και βαμμένη. Αυτή σίγουρα δεν ήταν η οροφή των μαρμάρινων φατνωματικών πλακών που κατασκεύασαν οι κλασικοί αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης. Σε κάποια άγνωστη περίοδο της ιστορίας της Αθήνας μεταξύ 250 και 550 περίπου, (ο Τσελεμπή υποστηρίζει ότι συνέβη τη νύχτα της γέννησης του Μωάμεθ), μια καταστροφική πυρκαγιά έλαβε χώρα στο σηκό. Τότε ήταν που καταστράφηκε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς του Φειδία. Η οροφή κατέρρευσε, γκρεμίζοντας μαζί της το μεγαλύτερο μέρος της εσωτερικής κατασκευής μαζί με τους κίονες.
Ο Τσελεμπή αναφέρθηκε επίσης σε μια δεύτερη πυρκαγιά, που υποτίθεται ότι άναψε ένας μυθικός Αιγύπτιος σουλτάνος που λεηλάτησε την εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, καθώς ο Παρθενώνας ήταν γνωστός πριν από τη μετατροπή του σε τζαμί για τους θησαυρούς που εμπεριείχε και υποστήριξε ότι μπορούσε να διακρίνει στο κτήριο τις «πληγές» που υπέστη από εκείνη την πυρκαγιά. Το πόσα λάφυρα θα μπορούσαν να είχαν απομείνει στο κτήριο για να τα κλέψει ο μυθικός σουλτάνος μετά την κατάκτηση της Αθήνας από τους Φράγκους μετά το 1204 και την επακόλουθη κατοχή της πόλης από τους Καταλανούς και τους Ατζαγιόλι, είναι άλλο ζήτημα.
Ο Τσελεμπή, προφανώς γοητευμένος από τον Παρθενώνα επεκτείνει την περιγραφή του και στον νάρθηκα, όπου είδε την μαρμάρινη κολυμπήθρα, παρομοιάζοντάς την με κολοσσιαίο κύπελλο, αρκετά μεγάλη ώστε να χωρέσει ένα άτομο μέσα της – μια ένδειξη, κατά τον ίδιον, της δυναμικότητας των ανθρώπων στην αρχαιότητα. Αξιοσημείωτη γι’αυτόν ήταν η ύπαρξη ενός εκκλησιαστικού οργάνου πάνω από την πόρτα πού οδηγούσε από το νάρθηκα στον κυρίως ναό, αλλά αυτό που πραγματικά τον συνεπήρε ήταν μια κολόνα που στηριζόταν σε μια αψίδα.
Το τζαμί χρησιμοποιούσε την αψίδα ως κόγχη προσευχής, στολισμένη με χρυσά ψηφιδωτά. Τα πολύχρωμα ψηφιδωτά που κάλυπταν τις καμάρες και τους τοίχους στο ιερό του ναού του θύμιζαν την διακόσμηση του Θόλου του Βράχου στην Ιερουσαλήμ.
Οξυδερκής παρατηρητής, ο Τσελεμπή φρόντισε επίσης να καταγράψει τα σωζόμενα στοιχεία της χριστιανικής ιστορίας του Παρθενώνα που ήταν επίσης εμφανή. Παρά το σχετικά λεπτό ασβέστωμα στους τοίχους για να καλυφθεί η εικονογραφία, ο Τσελεμπή παρατήρησε μία σαγηνευτική παράσταση της Τελευταίας Κρίσης στην πρόσταση του προνάου. Αυτό το ψηφιδωτό απεικόνιζε τους κήπους του Παραδείσου και της Κόλασης εκατέρωθεν, με το χρυσό και έγχρωμο ψηφιδωτό της Παναγίας να καλύπτει την αψίδα. Σύμφωνα με το μύθο, ένας Τούρκος που προσπάθησε να καταστρέψει το ψηφιδωτό υπέστη συρρίκνωση του βραχίονα, αποτρέποντας των περαιτέρω βανδαλισμό του.
Εκτός του κτηρίου, ο Τσελεμπή παρατήρησε μια στέρνα, που θεώρησε ότι ήταν γεμάτη με κρασί κατά την κατασκευή του ναού για να εξυπηρετήσει τους εργάτες. Υποστήριξε επίσης ότι ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε τον μεγάλο θρόνο στην αψίδα για να διδάξει τους Αθηναίους φιλοσοφία, αποδίδοντας τα ημιδιαφανή πλαίσια στον ανατολικό τοίχο στην ευρηματικότητα του φιλοσόφου.
Ο Τσελεμπή είχε επισκεφτεί τα περισσότερα επιφανή τζαμιά του ισλαμικού κόσμου, αλλά ο Παρθενώνας τον συγκίνησε ιδιαίτερα ώστε να αποφανθεί: «Παρά τις «πληγές» της πυρκαγιάς…. δεν υπάρχει αλλού τέτοιο αστραφτερό και φωτεινό τζαμί αφού, ανεξάρτητα από το πόσο συχνά μπαίνεις σε αυτό, σε κάθε μετέπειτα είσοδο εντοπίζεις όλο και περισσότερα έργα τέχνης»…
Ωστόσο, το μεγαλειώδες τζαμί που τόσο συνήρπασε τον Τσελεμπή, βρήκε εκρηκτικό τέλος τον Σεπτέμβριο του 1687. Ένας βενετσιάνικος όλμος που εκτοξεύτηκε με εντολή του Φραντσέσκου Μοροζίνι, διαπέρασε την οροφή του Παρθενώνα, αναφλέγοντας αποθηκευμένη πυρίτιδα με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή του κτηρίου. Οι υπέροχες στήλες, οι μυστηριώδεις τοιχογραφίες και το θαυματουργό μωσαϊκό της Παναγίας έγιναν συντρίμμια, μαζί με τα πτώματα πολλών Οθωμανών που χάθηκαν κατά την καταστροφική έκρηξη.
Κατά τον 18ο αιώνα, οι Οθωμανοί ανοικοδόμησαν ένα τέμενος στο κέντρο του κτιρίου για να αντικαταστήσει αυτό που χάθηκε στην έκρηξη του Μοροζίνι. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η νέα κατασκευή ήταν σημαντικά μικρότερη και λιγότερο μεγαλειώδης από την προκάτοχό της καθώς οι επισκέπτες την περιέγραψαν ως ένα «ασβεστωμένο, τετράγωνο κτίριο με τρούλο».
Η επακόλουθη παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διευκόλυνε την αυξημένη πρόσβαση των Ευρωπαίων στην Αθήνα. Τα γραφικά ερείπια του Παρθενώνα στάθηκαν ως πηγή έμπνευσης για αμέτρητους πίνακες ζωγραφικής και έργα τέχνης, τροφοδοτώντας το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τον φιλελληνισμό. Αυτό, με τη σειρά του, συνέβαλε στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στη Βρετανία και τη Γαλλία για την υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Ανάμεσα στους πρώτους ταξιδιώτες και αρχαιολόγους ήταν ο Τζέιμς Στιούαρτ και ο Νίκολας Ρέβετ, στους οποίους ανατέθηκε από την Εταιρεία Ντιλεττάντι να ερευνήσουν τα κλασικά ερείπια της Αθήνας. Σημαντική συνεισφορά τους ήταν η παραγωγή των πρώτων ακριβών σχεδίων του Παρθενώνα, τα οποία δημοσιεύτηκαν το 1787 στον δεύτερο τόμο του βιβλίου τους: «Αρχαιότητες της Αθήνας Μετρημένες και Οριοθετημένες». Για να το πετύχουν αυτό έπρεπε να αναζητήσουν και να λάβουν την άδεια των οθωμανικών αρχών.
Το 1801, ο Βρετανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, ο κόμης του Έλγιν, ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει σχετικό φιρμάνι από το καϊμακάμη τη Αθήνας, του οποίου η ύπαρξη ή και η νομιμότητα παραμένει αναπόδεικτη μέχρι σήμερα. Αυτό το διάταγμα φέρεται να του παραχώρησε την άδεια για τη δημιουργία εκμαγείων και σχεδίων των αρχαιοτήτων της Ακρόπολης και την αφαίρεση γλυπτών που ήταν διάσπαρτα στο έδαφος. Ο επακόλουθος βανδαλισμός του κτηρίου, η βίαιη αφαίρεση των γλυπτών του και στη συνέχεια, η συγκάλυψη του εγκλήματος από το Βρετανικό Μουσείο έλαβαν χώρα μόνο με πρωτοβουλία της ιμπεριαλιστικής αλλά και «πολιτισμένης» Δύσης.
Μετά από την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1832, το τμήμα του μιναρέ που εκτείνονταν από το επιστύλιο κατεδαφίστηκε. Το τζαμί τότε λειτούργησε ως χώρος αποθήκευσης αντικειμένων που ανακαλύφθηκαν στην Ακρόπολη. Στα τέλη Μαρτίου του 1841, ο μεγάλος Δανός παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν επισκέφτηκε την Αθήνα, κάνοντας μια καθημερινή ανάβαση στην Ακρόπολη και προφανώς απόλαυσε το υπέροχο πανόραμα, χαρακτηρίζοντας την τοποθεσία ως έναν «ερειπωμένο κόσμο των νεραϊδών». Τα σκαλιά του Παρθενώνα ήταν στολισμένα με ξυλάγγουρα ενώ τα διάσπαρτα τουρκικά και ελληνικά κρανία μαρτυρούσαν την πιο πρόσφατη ιστορία του τόπου. Αναλογιζόμενος τη διαχρονική χρήση του κτηρίου, σημείωσε ότι «στον βωμό, υπήρχε τώρα ένας κορμός ενός αγάλματος του Απόλλωνα».
Το 1842, ένα τμήμα των τοίχων του τζαμιού κατέρρευσε, οδηγώντας στην τελική απομάκρυνση ολόκληρου του κτηρίου. Σήμερα σώζονται μόνο η βάση του μιναρέ και το κάτω μέρος της σπειροειδούς του σκάλας.
Τεκμήριο του διαπολιτισμικού μεγαλείου του Παρθενώνα ότι αντί να καταστραφεί ως απομεινάρι παγανισμού, μάλλον οικειοποιήθηκε από δύο από τις Αβρααμικές θρησκείες και ενσωματώθηκε στις λατρευτικές τους τελετουργίες. Λειτουργώντας σήμερα ως ναός στο δέος της Δύσης για το κλασικό παρελθόν της Ελλάδας, η οθωμανική ιστορία του Παρθενώνα δείχνει πόσο πολύπτυχη μπορεί να είναι η σημασία και η εμβέλεια της εξαιρετικής αρχιτεκτονικής.