Διάβασα με ενδιαφέρον συνέντευξη που έδωσε η κ. Ρένα Μόλχο, αναφορικά με την «ένοχη σιωπή για την εξόντωση των Εβραίων» της Θεσσαλονίκης, γενέθλιας πόλης της.

Ανέφερε ότι, κατά την απελευθέρωση αυτής της πόλης από τον οθωμανικό ζυγό, το 1912, ο συνολικός πληθυσμός της ήταν 157.000 κάτοικοι, από τους οποίους οι 75.000 ήταν Εβραίοι, καθώς και ότι, κατά την απελευθέρωσή της από τη γερμανική Κατοχή, το 1944, το ποσοστό απώλειας των Εβραίων της ήταν 96%, δηλαδή κατά 4 μονάδες υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό απώλειας των Εβραίων στο Βερολίνο, την πρωτεύουσα του αντισημιτισμού. Υπαινίσσεται, λοιπόν, ότι σ’ αυτήν την εξόντωση συνέβαλε η εκ μέρους του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης αδιαφορία ή ακόμη και η διάθεση σφετερισμού των εβραϊκών περιουσιών.
Δεν έχω προσωπική γνώση για την τύχη των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Έχω όμως για τους Εβραίους της γενέθλιας πόλης μου, της Χαλκίδας, που προπολεμικώς είχε αξιόλογη εβραϊκή συνοικία, η οποία, έως τη δεκαετία του 1920, υπέφερε ιδίως με το ομοίωμα του Ιούδα, που κρέμαγαν και έκαιγαν έξω από τον ναό της Αγ. Παρασκευής, αμέσως μετά την κατ’ ευφημισμόν λειτουργία της Αγάπης, το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, καθώς και με τον επακόλουθο λιθοβολισμό της παρακείμενης συναγωγής και των οικιών της εβραϊκής συνοικίας. Όμως αυτή η κατάσταση άλλαξε ριζικά, όταν ήρθε στη Χαλκίδα ως μητροπολίτης ο Γρηγόριος, ο οποίος, όχι μόνον κατάργησε τα βάναυσα πασχαλινά αντιεβραϊκά έθιμα, αλλά με ανυπόκριτο πάθος καλλιέργησε σχέσεις αδελφικής συμβίωσης με τους Εβραίους συμπολίτες μας.

Στην Κατοχή, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την υποκατάσταση των ιταλικών δυνάμεων από γερμανικές, ο Γρηγόριος αμέσως προσφέρθηκε και έκρυψε στην κατοικία του τα ιερά σκεύη της συναγωγής, φρόντισε δε και για τη φυγή πολλών Εβραίων στους αντάρτες, στο βουνό της Δίρφης. Ημουν παρών στη συγκινητική τελετή, τον Οκτώβρη του ’44, όταν ο μητροπολίτης Γρηγόριος πανηγυρικά έφερε στη συναγωγή και παρέδωσε στον ραβίνο τα ιερά σκεύη που, με προσωπικό του κίνδυνο, είχε φυλάξει. Κίνδυνο τον οποίο πολύ σοβαρότερα διέτρεξε, λίγους μήνες αργότερα, όταν ακροδεξιοί Χίτες έβαλαν βόμβα στο επισκοπείο. Θυμάμαι τους οικογενειακούς φίλους μας Μωυσή και Κοέν, υφασματεμπόρους που, πριν ν’ ανεβούν στο βουνό, παρέδωσαν στον αδελφό του πατέρα μου το εμπόρευμά τους προς φύλαξη, ακέραιο δε το παρέλαβαν τον Οκτώβρη του 1944, όταν, μαζί με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, κατέβηκαν στην ελεύθερη πια Χαλκίδα. Η πόλη μας, τελικώς, τους στερήθηκε, καθώς εκείνοι προτίμησαν να συνδράμουν στη γενικότερη προσπάθεια για την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.

Ασφαλώς, κάθε κοινωνία έχει ανάγκη να διοχετεύει τα πάθη της ζωής σε μίση εναντίον μειονοτήτων. Μίση άσβεστα και αιματηρά. Όπως τα βιώνουν και οι δύο αντίπαλοι λαοί (Ισραηλίτες και Παλαιστίνιοι) στους κατ’ ευφημισμόν Αγίους Τόπους των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών. Σε μικρότερη, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητη έκταση βιώνουμε κι εμείς, εδώ στην Ελλάδα, τα πάθη μας με μίση απέναντι σε φανταστικούς αντιπάλους, όπως κατ’ ουσίαν είναι οι παρατάξεις δεξιών κι αριστερών, με την αποκρουστική έξαρση ιδίως σε φάσεις μετεκλογικής εναλλαγής των κομμάτων εξουσίας. Ο άνθρωπος που υποφέρει νιώθει την ανάγκη της βίαιης εκτόνωσης, ακόμη και με αιματηρές συγκρούσεις στους δρόμους. Το βιώνουν ακόμη πιο επώδυνα οι δυστυχισμένοι λαθρομετανάστες, τους οποίους, κατά βάναυσο ευφημισμόν, φιλοξενούμε στον τόπο μας, τους εκμεταλλευόμαστε οικονομικώς και – καθόλου σπάνια – καταλήγουμε να κυνηγάμε με βιαιοπραγίες. Διαδηλώνουμε για να υπερασπιστούμε τα δημοκρατικά και επαγγελματικά δικαιώματά μας, όμως ανεχόμαστε, σαν κάτι το φυσικό, τη δυστυχία αυτών των κατατρεγμένων, κάποιοι από τους οποίους κοιμούνται στα πεζοδρόμια ακόμη και συνοικιών που, ώς πριν από ελάχιστα χρόνια, ήταν συμπαθητικές μικροαστικές οάσεις, όπως η Κυψέλη.

Οπωσδήποτε, η ευθύνη όλων μας (και των Εβραίων συμπολιτών μας) δεν μπορεί πια να συγκαλύπτεται, αναφορικά με δύο ζητήματα που δεν επιδέχονται άλλη αναβολή, καθώς ντροπιάζουν το επίπεδο του πολιτισμού μας, ενώ εξάλλου η λύση τους είναι μάλλον ανέξοδη. Πρόκειται, κατά πρώτον, για την έλλειψη ευπρεπών χώρων, που να αφιερωθούν στη λατρεία του Θεού από τους καθόλου λίγους μουσουλμάνους, που ούτε τους νιώθουμε, μήτε τους μεταχειριζόμαστε ως συμπολίτες μας. Μας τρομάζει το ενδεχόμενο να υψωθεί μιναρές σ’ ελληνική συνοικία, αδιαφορούμε για τους τόπους ταφής των μη χριστιανών. Υποθέτω δε ότι αυτής της αισχρής αδιαφορίας μέτοχοι είναι και οι εβραϊκής καταγωγής συμπολίτες μας, παρά τις θλιβερές μνήμες που τους σημαδεύουν, ως θύματα θρησκευτικού ρατσισμού.

Εξάλλου, δεύτερον, πιεστικά επείγει να προσεγγιστεί το πρόβλημα με τα παιδιά των μεταναστών που γεννήθηκαν και ενηλικιώθηκαν εδώ, στην Ελλάδα, και δεν έχουν ταυτότητα, διαβατήριο, εθνικότητα, ακόμη κι όταν έχουν αποφοιτήσει από ελληνικά σχολεία και πανεπιστήμια, πολλοί μάλιστα με πιο αξιόλογες επιδόσεις από τους ντόπιους συμμαθητές και συμφοιτητές τους. Δεν είχαν τη δυστυχία αυτής της άδικης μεταχείρισης οι δικοί μας μετανάστες, όταν ξεμπαρκάριζαν στην Αμερική και στην Αυστραλία. Καμαρώνουμε για τους Έλληνες πανεπιστημιακούς δασκάλους, ακόμη και γερουσιαστές, παιδιά Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ, αλλά αντιπαρερχόμαστε με σιωπηλή ανοχή την υποβάθμιση συνανθρώπων μας σε κατάσταση σύγχρονων ειλώτων, εδώ στην Ελλάδα, δίπλα στα δικά μας σπίτια και ανάμεσα στα δικά μας παιδιά. Μια ντροπή, τόσο για την κοινωνία μας όσο και για πολλούς από εμάς ατομικά. Είναι κοινός τόπος ότι η Ελλάδα δεν έχει ούτε πλουτοπαραγωγικές πηγές, μήτε εδραία βιομηχανία, έτσι που να μην μπορεί να λειτουργήσει ως πόλος έλξης μεταναστών. Εξίσου όμως αλήθεια είναι ότι όλες οι χειρωνακτικές διεκπεραιώσεις έχουν περιέλθει άνετα και αποκλειστικώς στους πρόσφυγες, όμοια όπως στα βασανισμένα χέρια των προσφύγων της Μικρασίας στηρίχτηκε άλλοτε και ευδοκίμησε η νεοελληνική αστική τάξη. Τώρα πια τα ελληνικά χωριά δεν τροφοδοτούν τα αστικά κέντρα με υπηρετριούλες και χαμάληδες. Τα έργα τους διεκπεραιώνουν οι δύστυχοι αλλοδαποί οικονομικοί πρόσφυγες.

Έσχατο, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητο ερέθισμα για διάλογο από τη συνέντευξη της κ. Μόλχο: η δυσαρέσκειά της για την ποινική αθώωση του κ. Πλεύρη, που αμφισβήτησε την αυθεντικότητα του χαρακτηρισμού ως ολοκαυτώματος των διωγμών των Εβραίων. Προσβλέπω με σεβασμό στα θύματα αυτών των διωγμών. Όμως εξίσου εξανίσταται η συνείδησή μου, όταν επιστρατεύονται ποινικές διώξεις για να πειθαναγκαστούν συμπολίτες μας να συμμερίζονται εκτιμητικές κρίσεις, τις οποίες η δική τους ελεύθερη συνείδηση δυσκολεύεται να συμμεριστεί. Αυτές οι ποινικές διώξεις είναι βάναυση προσβολή της ελευθερίας καθενός μας να σκέφτεται και να εκφράζεται κατά συνείδηση για τα ιστορικά γεγονότα. Οι ποινικές διώξεις είναι απεχθή κρούσματα φασισμού.