ΑΝ και εγώ γράφω τούτη τη στήλη πάνω από 25 χρόνια, τελικά, η επικαιρότητα είναι αυτή, που τις περισσότερες φορές, επιλέγει το θέμα που καταπιάνομαι.
ΜΕΤΑ από μια συζήτηση με τον αρχισυντάκτη μας για τις χρονίζουσες εμμονές μου, σε ορισμένα θέματα, είχα αποφασίσει να γράψω δύο κουβέντες για τη γενεσιουργό αιτία των… κολλημάτων μου.
ΣΤΟ μυαλό μου, μάλιστα, είχα σκηνοθετήσει και τη δομή που θα ακολουθούσε το άρθρο, δίνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα… σκουπίδια και τους ρόλους κομπάρσων στα four wheel drive, στο παντοδύναμο life style, στις «αγορές» και την κραυγαλέα έλλειψη παιδείας της νεοελληνικής κοινωνίας.
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ την ελληνική πραγματικότητα, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι, τα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης ασχολούνταν καθημερινά για τρεις εβδομάδες με την κατάληψη από μια ομάδα αναρχικών της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχουν αγνοήσει (ή περάσει στα ψιλά) την πολύμηνη κατάληψη δύο πόλεων της Πελοποννήσου (της Τρίπολης και του Πύργου) από τα σκουπίδια!
ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΑ, όμως, το πιο πάνω θέμα, όπως αναγκάστηκα να ξεπεράσω και τη νέα τραγωδία των προσφύγων στη Μεσόγειο, που επέλεξα να γράψω στη συνέχεια.
ΛΟΓΩ της επικαιρότητας της συγκέντρωσης που έγινε προχθές το βράδυ στο Εργατικό Κέντρο Μελβούρνης υπέρ της συμπαράστασης στην πατρίδα μας, που βρίσκεται με το ένα πόδι στον γκρεμό και το άλλο στο πουθενά, αποφάσισα να παραχωρήσω το χώρο της στήλης στον συνάδελφο Δημήτρη Τρωαδίτη, ο οποίος ασχολείται με κάποια πεπραγμένα της έως τώρα διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Καλή ανάγνωση:
«Η ΕΚΛΟΓΙΚΗ νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και ο σχηματισμός κυβέρνησης με τους Ανεξάρτητους Έλληνες αποτελεί σημείο καμπής στη διαδικασία της βίαιης προσαρμογής της ελληνικής κοινωνίας στην ανασυγκρότηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Η διαδικασία αυτή σηματοδοτείται από μια σχεδόν χωρίς προηγούμενο επιτάχυνση αναδιαρθρώσεων με αποτέλεσμα τη φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, την εκτίναξη της ανεργίας, την οικονομική ασφυξία, την υπερφορολόγηση των μικροϊδιοκτητών, την καταστροφή της μικροεπιχειρηματικότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήκωσε το γάντι της κοινωνικής δυσαρέσκειας, με αποτέλεσμα από το 4,6% του 2009 να αναδειχθεί σε κυβερνώσα αριστερά με ποσοστό 36,34%. Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε τη μοναδική ορατή εναλλακτική που εξυπηρετεί μια διπλή αναγκαιότητα: από τη μια, την έκφραση αγανάκτησης της κοινωνίας, από την άλλη, την ανασυγκρότηση των μηχανισμών συναίνεσης, αντιπροσώπευσης και διαμεσολάβησης του πολιτικού συστήματος, απαραίτητη προϋπόθεση της συνέχισης της ηγεμονίας της κυρίαρχης τάξης.
Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ αυτής της αντίφασης είναι ο ουσιαστικός στόχος του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα και τη θέση του μέσα στην όξυνση των αντιφάσεων που γεννά η σημερινή κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού: το ρόλο του διαχειριστή και του καλού ισορροπιστή της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης με την ικανοποίηση στοιχειωδών κοινωνικών αναγκών και τη συγκρότηση ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων.
ΣΕ ΑΥΤΟ το πλαίσιο, είναι εμφανές ότι, στην παρούσα φάση, η όλη κατάσταση συγκροτείται υλικά και ιδεολογικά γύρω από τους κεντρικούς άξονες του έθνους και του κράτους: περισσότερη πατρίδα, περισσότερο κράτος. Η αντίσταση στη μνημονιακή πολιτική, που κορυφώθηκε το 2011 και 2012, παίρνει εθνική μορφή και ο κοινωνικός ανταγωνισμός παράγεται κυρίαρχα πολιτικά με εθνικούς όρους.
Η ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗ του ταξικού σε εθνικό συμφέρον είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη μπροστά στα ποσοστά της Χρυσής Αυγής και τις ακροδεξιές δυνάμεις της Ευρώπης, αφού ο αριστερός λαϊκισμός της κυβέρνησης συγκροτεί υλικά εκείνον τον εθνικό κορμό που θα παραμείνει κενός προς κατάληψη σε περίπτωση αποτυχίας της. Επιπλέον, με τον οικονομικό ρεαλισμό της αριστεράς, το κέντρο βάρους μετατίθεται στα νούμερα και τους πολιτικούς ελιγμούς ανάμεσα σε εκβιαστικά διλήμματα και διακρατικές «διαπραγματεύσεις» των «θεσμών».
Έτσι, η αστική δημοκρατία ανανεώνει το συμβόλαιό της για τη συμφιλίωση των τάξεων, τάζοντας περισσότερη Ελευθερία, Ισότητα, Ιδιοκτησία.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ, από τη μέχρι τώρα πορεία της «εθνικής διαπραγμάτευσης» της κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας με την ευρωπαϊκή κοινωνικοπολιτική ελίτ είναι ορατό ότι η υποσχόμενη προώθηση της τάσης «περισσότερο κράτος» έναντι του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, βρίσκει αντιστάσεις από το «ευρωπαϊκό κλαμπ» αφού πρώτα εξοβελιστούν τα όποια «ριζοσπαστικά» στοιχεία της, που θα εξαρτηθεί από την έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ των παραπάνω τάσεων και τις εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.
ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ στρώματα που έχουν πληγεί από την κρίση έχουν χαμηλώσει κατά πολύ τον πήχη των προσδοκιών τους και ακόμα και ένα μέτριο «Έως εδώ» αποτελεί αυτή τη στιγμή μια ελπίδα ανακούφισης, πόσο μάλλον η δημιουργία ενός υποτυπώδους δικτύου κοινωνικής ασφάλειας. Η άνοδος της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήρθε στη φάση ανάπτυξης των κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων στην επίθεση του κεφαλαίου, αλλά όταν είχαν κλείσει μια σειρά κύκλων.
ΑΥΤΑ τα χρόνια, η κοινωνία των «από κάτω» δοκίμασε διάφορες μορφές αγώνα απέναντι στην επίθεση που δέχθηκε: μαζικές 24ωρες και 48ωρες γενικές απεργίες, κινητοποιήσεις των πλατειών έως τη δημιουργία Λαϊκών Συνελεύσεων, Δομών Κοινωνικής Αλληλεγγύης και συγκρότησης πρακτικών πολιτικής ανυπακοής. Αλλά καθένας από αυτούς τους κύκλους έφτανε στα όριά του και προσπαθούσε να βρει διέξοδο στον επόμενο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε αισθητήρια μέσω της συμμετοχής πολλών μελών του στα κινήματα αυτά και τις δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, αποκτώντας μια αμφίδρομη σχέση μαζί τους, αναλαμβάνοντας έως ένα βαθμό την πολιτική τους εκπροσώπηση. Υιοθέτησε κινηματικές πρακτικές προσπαθώντας να τις αφυδατώσει από το ριζοσπαστικό τους περιεχόμενο και να τις εντάξει στη στρατηγική ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου και ενός υποσχόμενου μεταλλαγμένου υβριδικού κράτους πρόνοιας. Παρ’ όλα αυτά, η πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει μετεκλογικά μεγάλο κομμάτι των δομών αυτών και να πλαισιώσει θεσμικά την κοινωνική οικονομία ως βασικό τομέα της αναπτυξιακής του πολιτικής προσκρούει σε μια βασική αντινομία: η δημιουργία του θεσμικού κελύφους μπορεί να αποδειχτεί κενή περιεχομένου, όταν δεν συγκροτείται «από τα κάτω» το υποκείμενο που θα σηκώσει πρακτικά το βάρος της συγκεκριμένης κοινωνικής δυναμικής.
ΤΟ ΧΡΕΟΣ δεν είναι, λοιπόν, η αιτία, αλλά ο τρόπος μέσω του οποίου επιχειρήθηκε και συνεχίζει να επιχειρείται ο εκβιασμός ενεργοποίησης και επιτάχυνσης της διαδικασίας καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Ήταν και συνεχίζει να είναι ο μοχλός που, υποτιμώντας μέχρι καταστροφής, κάποιες φορές, τη ζωντανή εργασία και τμήματα του κεφαλαίου, προσπαθεί να δώσει ώθηση στην ανασύνθεση της κερδοφορίας του. Από την πλευρά του κεφαλαίου, λειτουργεί ως όπλο που ισοπεδώνει τις ζωές των «από κάτω». Παρά τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που διαδήλωναν το 2010 και τις συγκρούσεις ενάντια στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα το 2012, το χρέος συνεχίζει καθημερινά να τρώει τα σπλάχνα του κοινωνικού σώματος και να υπονομεύει τις ζωές εκατομμυρίων.
ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ακριβώς το λόγο, και μέσα σε θεσμικές διαβουλεύσεις, εκβιασμούς και λαϊκισμούς, το χρέος χρησιμοποιείται, ένθεν κακείθεν, για την παραγωγή κυρίαρχου λόγου και πρακτικής. Το χρέος μπορεί να επιμηκυνθεί, αναδιαρθρωθεί ή αντικατασταθεί από άλλα εργαλεία που θα προσβλέπουν με τον ίδιο τρόπο στην κεφαλαιοκρατική συσσώρευση και τάση συνολικής υπαγωγής της ζωής στην παραγωγή αξίας. Αυτό ακριβώς έρχεται να διαπραγματευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ισορροπία που επιχειρείται, γίνεται κάτω από την πίεση του λαϊκού παράγοντα, ακόμα και εάν αυτή περιορίστηκε σε μια ομαλή κοινοβουλευτική αλλαγή και όχι στην κινηματική ανατροπή της προηγούμενης κυβέρνησης.
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ της ανασυγκρότησης των κοινωνικών συναινέσεων, απαραίτητος όρος για την ισχυροποίηση της στρατηγικής αναδιάρθρωσης, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να αμβλυνθούν στοιχειωδώς τα ασφυκτικά όρια σε ελευθερίες, δικαιώματα και δυνατότητες δράσης κομματιών της κοινωνίας. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι στην καλύτερη περίπτωση θα υπάρχει μια ήπιας μορφής λιτότητα. Ωστόσο, η διαδικασία αυτής της προσαρμογής είναι κάτι που δεν έχει ούτε προαποφασιστεί ούτε καν κριθεί. Παραμένει ανοικτή. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα γίνει, όπως δεν είναι καθόλου σίγουρο το περιεχόμενο, το εύρος και η διάρκειά της.
ΤΕΛΙΚΑ, η καρέκλα της εξουσίας έχει την ικανότητα να αλλοτριώνει όποιον αποφασίσει να καθίσει πάνω της, ακόμα και εάν έχει τις καλύτερες προθέσεις. Όπως απλώς έλεγε ο παππούς Μαρξ, ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί εξαίρεση. Η κατάληψη της κρατικής εξουσίας ακόμα και από ισχυρά κοινωνικά κινήματα, επιτάσσει ήδη από την αρχή μια μίνιμουμ πολιτική συμφωνία/συναίνεση με τις ελίτ που εξασφαλίζει τη συνέχιση του κράτους και της κυριαρχίας. Στη συνέχεια, υπάρχει σταδιακή και συνεχής αποκοπή από το κινηματικό παρελθόν, την κοινωνική βάση, τις ριζοσπαστικές παραδόσεις και τις αγωνιστικές εμπειρίες που ενώ στην αρχή είναι σαφώς πιο έντονες, ξεθωριάζουν όσο περισσότερο κάθονται στην καρέκλα της εξουσίας.
ΤΟ ΘΕΜΑ δεν είναι, επομένως, η στήριξη ή όχι του ΣΥΡΙΖΑ ούτε η επιβεβαίωση απλώς του ότι δεν αλλάζει τίποτα. Το καπιταλιστικό κράτος (αριστερό, δεξιό, κεντρώο και όλα τα ενδιάμεσα) είναι υποχρεωμένο να προωθεί συνθήκες για τους καλύτερους δυνατούς όρους καπιταλιστικής συσσώρευσης. Το ζήτημα είναι αν και κατά πόσο η νέα πολιτική δυναμική μπορεί να αφήσει δυνατότητες για τη δημιουργία χώρων και όρων ενδυνάμωσης της αντίστασης και κατά πόσο τα πολιτικά υποκείμενα είναι διατεθειμένα να μην υπαναχωρήσουν μπροστά στην επίθεση του κεφαλαίου που ρημάζει τις ζωές των ανθρώπων».