Ο Γιάννης Αντωνιάδης είναι γνωστός σε αυτούς που μόχθησαν και μοχθούν ακόμα και σήμερα -έστω και με άνισους όρους- να κάνουν την παροικία της πόλης μας μια εστία προοδευτικών και χρήσιμων ιδεών για όλους. Είναι ένας από αυτούς τους αφανείς “ήρωες” της κοινότητάς μας που προσπάθησαν να βάλουν ένα λιθαράκι σε αυτό που μέχρι πριν λίγα χρόνια λεγόταν Κοινοτικός Θεσμός, κόντρα στην κυριαρχία του ενός.
Στην όγδοη δεκαετία της ζωής του σήμερα αναπολεί το πώς ήλθε στη χώρα του Νότου, τους πρώτους αγώνες αλλά και τις αγωνίες για την εγκατάσταση, την εύρεση εργασίας, την από κοινού δράση με άλλους συμπάροικους για την προώθηση και εδραίωση αυτών που εκείνη την εποχή σε κάποιους νεομετανάστες φαίνονταν αυτονόητα.
Όλα αυτά ευελπιστεί να τα παρουσιάσει σε ένα ολιγοσέλιδο λιτό βιβλιαράκι που σκέφτεται να εκδώσει στο άμεσο μέλλον, προσθέτοντας έτσι και τη δική του μαρτυρία σε αυτό που ονομάζουμε παροικιακή ιστορία, όχι όμως από την πλευρά του κυρίαρχου, αυτού που κατέχει τα οφίτσια και έδρεψε περαιτέρω τις όποιες δάφνες, αλλά από την πλευρά αυτού που έδρασε στη βάση και στην πρώτη γραμμή των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι τότε νεομετανάστες.
Ο Γιάννης Αντωνιάδης, από την Οινόη Καστοριάς, ήρθε στην Αυστραλία το 1964.
Η μετανάστευση στην Αυστραλία προέκυψε, σύμφωνα με τα λεγόμενά του ένα χρόνο πριν σε μια συζήτηση με φίλους τους περί ασφάλειας στην εργασία και ΙΚΑ.
Στο μεταξύ, ο ίδιος, βέβαια, είχε την αδελφή του εδώ, που του έκανε πρόσκληση να έρθει. Έτσι, λοιπόν, στις αρχές του 1963 πήρε το λεωφορείο από το χωριό του για να πάει στην Καστοριά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη, για να τον δει ο Αυστραλός Πρόξενος και να περάσει από γιατρούς.
Στο αυστραλιανό Προξενείο, όταν έφτασε είδε πολύ κόσμο που ήταν απλωμένος από τα σκαλοπάτια μέχρι μέσα στον επάνω όροφο.
Αφού τελείωσε από τον Πρόξενο, φεύγοντας και καθώς κατέβαινε από τις σκάλες πρόσεξε τον κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος εκεί. Τα πρόσωπα των περισσότερων ήταν χαραγμένα από τη σκληρή βιοπάλη και τις δυσκολίες
Του πέρασε απότομα από το μυαλό ότι αυτοί οι άνθρωποι πάνε στην Αυστραλία για ένα μεροκάματο και για ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτούς και για τα παιδιά τους, αλλά εκείνος είχε ένα καθημερινό μεροκάματο ως γουναράς – 110 δραχμές.
Οπότε, “τι δουλειά έχω εγώ να πάω στην Αυστραλία;” αναρωτήθηκε.
Έτσι αποφάσισε να μην περάσει από γιατρούς και επέστρεψε στην Καστοριά.
Κάποιο διάστημα μετά κι ενώ ήταν με την παρέα μου κάτω στα ψαράδικα, τον πλησίασε ένας αστυνομικός της ασφάλειας και τον ρώτησε “δεν μου λες, θα πάς στο εξωτερικό;”.
Ο Γιάννης τον ρώτησε γιατί το λέει.
“Αν είναι να φύγεις, φύγε, διότι αν πας στον στρατό θα υποφέρεις”, του απάντησε αυτός.
Δεν είχε καταλάβει ακόμα ότι του είχαν κάνει φάκελο και ότι τον θεωρούσαν κομμουνιστή. Σκέφτηκε ότι η αιτία πρέπει να ήταν, ότι είχε λάβει μέρος στις εκλογές του συνδικάτου ως μέλος της Εφορευτικής Επιτροπής.

Στο μεταξύ, τού ήρθε ειδοποίηση να περάσω από γιατρούς για την Αυστραλία. Και, μάλιστα, δεν πέρασε αρκετός καιρός και τού ήρθε και η πρόσκληση να φύγει στις 31 Δεκεμβρίου 1963 με το καράβι “Πατρίς” από τον Πειραιά.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Η μόνη “παραφωνία”, όπως λέει ο ίδιος, ήταν στο αρμόδιο γραφείο στον Πειραιά.
Όταν ήρθε η σειρά του ο υπάλληλος ζήτησε να δει την ταυτότητά του και άρχισε να τον κοιτάει περίεργα, πότε την ταυτότητα και πότε αυτόν … τρεις-τέσσερεις φορές. Μετά, κάπως εκνευρισμένος, του έδωσε πίσω το διαβατήριο, λέγοντάς του απότομα: “Άντε πάρτο”.
Εκείνη την εποχή οι ταυτότητες είχαν κάποια χαρακτηριστικά από τα οποία κάποιος μπορούσε να καταλάβει τα πολιτικά πιστεύω του κατόχου και, προφανώς, ο υπάλληλος βλέποντας την ταυτότητα που είχε βγάλει, 16 ετών παιδί, και ότι ήταν από χωριό με δεξιό πληθυσμό πρέπει να απόρησε, πότε πρόλαβε ένα τόσο νέο παιδί να έχει τέτοια δράση…
Με τα πολλά, στις 31 Δεκεμβρίου σάλπαρε με το “Πατρίς” από τον Πειραιά και μέσω Σουέζ έφτασε στη Μελβούρνη μετά από 24 ημέρες.
Ήταν 24 Ιανουαρίου 1964.
Στη Μελβούρνη έφτασε μεσάνυχτα, για την ακρίβεια μετά τα μεσάνυχτα, και τους επιτράπηκε να βγουν στο λιμάνι.
Με μια παρέα που είχε γνωρίσει στο πλοίο, έκαναν μερικές βόλτες στην παραλία όπου βρήκαν και ένα μαγαζί ανοιχτό που στην ταμπέλα έγραφε «Hamburgers and fish and chips” και κατέληξαν εκεί. Έπρεπε όμως να επιστρέψουν στο πλοίο για τη νύχτα.
Το πρωί που ξύπνησαν αργά κατάλαβαν ότι έξω στην προβλήτα γινόταν χαλασμός από κόσμο.
Κάποια στιγμή βλέπει στην προβλήτα την αδελφή μου με δάκρυα στα μάτια και όλο αγωνία. Και όταν φώναξε το όνομά της, άλλαξε η όψη της από απέραντη χαρά.
Τον πρώτο χρόνο χρειάστηκε να εργαστεί δύο βάρδιες δωδεκάωρα για να ξεχρεώσει το εισιτήριο.
Τις δύο πρώτες βδομάδες μην έχοντας κάτι να κάνει τις πέρασε μόνος στο σπίτι στο Collinwood, διαβάζοντας την… Αγία Γραφή.
Στην ίδια γειτονιά, λίγο παρακάτω στον ίδιο δρόμο, ζούσε μία οικογένεια Ελλήνων, με τους οποίους έμενε η αδελφή του προτού αγοράσει το δικό της σπίτι. Διότι ήθελε, λέει, όταν τα αδέλφια της έρχονταν στην Αυστραλία να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους.
Μία Κυριακή πρωί καθόταν μπροστά στη βεράντα του σπιτιού και είδε να περνάει στο δρόμο το ανδρόγυνο αυτό -που ήταν από την Κατερίνη- φορώντας τα καλά τους ρούχα.
Τους ρώτησε πού πάνε και είπαν ότι πηγαίνουν στην εκκλησία. Και μην έχοντας τι άλλο να κάνει, τους ρώτησε αν μπορούσε να πάει μαζί τους στην Εκκλησία.
Την άλλη Κυριακή τον ρώτησαν αν ήθελε να ξαναπάει. Και πήγε.
Αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Στο τέλος της λειτουργίας βγαίνει ο πάστορας και λέει μήπως μεταξύ μας υπάρχει κάποια αδελφή που θέλει να μας πλαισιώσει και δεν έχει το κουράγιο να το κάνει.
“Ας προσευχηθούμε για την αδελφή μας για να της δώσουμε κουράγιο”. Και ψάλουν όλοι μαζί. Ξανά και ξανά, άλλη και άλλη ψαλμωδία, μέχρις ότου εμφανίζεται μία αδελφή ψυχή, η οποία κλαίγοντας ομολογεί ότι δέχεται την πρόσκληση να ενσωματωθεί στο εκκλησίασμα.
“Εμένα αυτό δεν μου άρεσε καθόλου”, λέει ο Γιάννης Αντωνιάδης, “διότι τής άσκησαν ψυχολογική βία”.
“Στο δρόμο για το σπίτι λέω στον συμπατριώτη μου ότι θα ήθελα να συναντήσω τον πάστορα προσωπικά”.
Συμφώνησαν να γίνει το ραντεβού στο σπίτι τους.
“Πήγα στην ώρα που καθορίσαμε και μετά από λίγη ώρα ήρθε ο πάστορας με μία γραφή στο χέρι”…
Η πρώτη ερώτησή μου ήταν η εξής: “Λέει η γραφή ότι ο Θεός γνωρίζει όλα τα παλαιά και τα μελλούμενα. Έτσι δεν είναι;”
Μου λέει ότι έτσι είναι.
Και του λέω “πώς γίνεται που σύμφωνα με τα λεγόμενα της Γραφής ο Θεός εποίησε τον ουρανό και τη γη, η δε γη ήταν άμορφη και σκότος εφέρετο εν τη επιφάνεια των υδάτων, και είπε ο Θεός ξεχώριζε το φως από το σκότος και είδε και άρεσε αυτό. Εδώ βλέπουμε ότι ο Θεός έπρεπε να το δει πρώτα για να το ατενίσει στη συνέχεια, που σημαίνει ότι δεν το γνώριζε πριν το κάνει. Γιατί αν το γνώριζε γιατί δεν το έκανε γρηγορότερα;”
Η δεύτερη ερώτησή μου ήταν γύρω από αυτό που είπε ο Μωυσής. “Οδόντα αντί οδόντος”», ενώ αντίθετα ο Ιησούς είπε “όποιος σε χτυπήσει από το ένα το μάγουλο να γυρίσεις να σε χτυπήσει και στο άλλο μάγουλο”.
Τον ρώτησα ποιος είναι σωστός και ποιος λάθος.
Μου απάντησε ότι εγώ λέω αυτά που αναφέρει η Γραφή και δεν μπορώ να αναφέρω κάτι άλλο.
Ήμουν νέος 20 χρονών και ήθελα να τον μειώσω για την ψυχολογική βία που άσκησε στην κοπέλα.
Πέρα από την ενασχόλησή του με τα κοινά, ο Γιάννης Αντωνιάδης ασχολήθηκε και με τις Ελληνικές Κοινότητες.
Όταν το 1980 μετακινήθηκε με τη σύζυγό του Τασία και τη μικρή τους κόρη Σοφία από το Abbotsford στο Blackburne, αν και ζούσαν αρκετοί Έλληνες στην περιοχή δεν υπήρχε Ελληνική Κοινότητα ή έστω ένας φορέας που να εξυπηρετεί τις πολλαπλές κοινωνικές και πολιτιστικές τους ανάγκες.
Έτσι, με τα πολλά και μετά από κάποιες δυσπιστίες ορισμένων, έγινε μια πρώτη συγκέντρωση περίπου 70 ατόμων στον τοπικό Δήμο. Εκεί εκλέχθηκε ένα προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο με θητεία ενός χρόνου για να καταρτίσει Καταστατικό και, γενικά, να προωθήσει και οργανώσει τη νέα Ελληνική Κοινότητα Nunawading.
Τέθηκε θέμα ίδρυσης εκκλησίας αλλά ο Γιάννης Αντωνιάδης αντέτεινε ότι ο σκοπός είναι η ίδρυση ενός κοινωνικού λαϊκού οργανισμού.
Στο μεταξύ, τα εγγεγραμμένα μέλη έγιναν ήδη εξήντα και σε Συνέλευση πάρθηκε η απόφαση να ζητηθεί μια έκταση γης από τον τοπικό Δήμο. Ο πρόεδρος, όμως -που κατά τον Γιάννη Αντωνιάδη δεν είχε πειστεί πλήρως για το όλο εγχείρημα- καθυστέρησε να στείλει τη σχετική επιστολή στο Δήμο και στο διάστημα ώσπου να γίνει αυτό η Αρχιεπισκοπή πρόλαβε να στείλει μια επιστολή. Αυτό το έμαθε ο ίδιος ο κ. Αντωνιάδης από τον τότε τότε δήμαρχο της περιοχής ο οποίος τον επισκέφθηκε στο σπίτι του.
Βέβαια, άρχισαν κάποιες επαφές και διαβουλεύσεις, μιας και ο Δήμος δεν ήταν καθώς και με τον τοπικό βουλευτή (του Εργατικού Κόμματος) αλλά το Υπουργείο είχε ήδη πάρει την απόφαση να δώσει προς πώληση έναν χώρο δέκα στρεμμάτων (acres) στην Αρχιεπισκοπή και καλούσε τη νέα Κοινότητα να εξυπηρετηθεί μέσω της Αρχιεπισκοπής παραχωρώντας της έναν επιπλέον χώρο έκτασης τριών και ενός τετάρτου στρεμμάτων.
Έγινε μια συγκέντρωση όπου ο επίσκοπος ανακοίνωσε ότι “η Εκκλησία δέχεται κάτω από την ομπρέλα της όλο τον κόσμο, και εσάς φυσικά, αλλά για λόγους ασφαλείας όλοι οι τίτλοι πρέπει να ανήκουν στην Αρχιεπισκοπή”.
Κατά τον Γιάννη Αντωνιάδη, η Εκκλησία αποδείκνυε για μια ακόμα φορά ότι δεν ήθελε να υπάρχουν ανεξάρτητες Κοινότητες βάζοντας στο χέρι τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Βέβαια, το Συμβούλιο στην πλειοψηφία του απέρριψε την πρόταση της Αρχιεπισκοπής, αλλά ο πρόεδρος, σύμφωνα με τον κ. Αντωνιάδη, δεν επέδειξε την ανάλογη ενεργητικότητα και διάθεση για να προχωρήσει ο Οργανισμός στην υλοποίηση του στόχου που είχε θέσει. Μάλιστα, πήγε και διακοπές στην Ελλάδα.
Στο διάστημα της απουσίας του προέδρου ο Γιάννης Αντωνιάδης, ως αντιπρόεδρος, οργάνωσε χοροεσπερίδα, μπάρμπεκιου στο σπίτι του, οργάνωσε ομάδα ηλικιωμένων, τμήμα νεολαίας που έφτιαξε και χορευτικό σχήμα και τμήμα γυναικών.
Ωστόσο, με την επιστροφή από τις διακοπές του, ο πρόεδρος δεν εδεε με καλό μάτι όλα αυτά και άρχισε να τον βλέπει ως αντίζηλο. Έτσι, ο κ. Αντωνιάδης παραιτήθηκε από την αντιπροεδρία και παρέμεινε απλό μέλος. Στη συνέχεια ο πρόεδρος ασχολήθηκ αρκετά με την κεντρική Κοινότητα και απομακρύνθηκε από τον Οργανισμό.
Κάποια μέλη του νέου ΔΣ που προέκυψε παρότρυναν τον Γιάννη Αντωνιάδη να επανελθει στο ΔΣ, κάτι που έγινε.
Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να ενωθούν οι ελληνικές οργανώσεις με βάση ένα πρόγραμμα συνεργασίας με την Τράπεζα Κύπρου, με στόχο να βοηθηθούν οικονομικά και η Τράπζα αλλά και ο κάθε Οργανισμός ξεχωριστά. Μάλιστα, με την ιδέα αυτή συμφώνησε και ο διευθυντής του ‘Νέου Κόσμου”, Τάκης Γκόγκος.
Ωστόσο, για κάποιους λόγους το σχέδιο αυτό δεν προχώρησε και σύμφωνα με τον κ. Αντωνιάδη, όχι γιατί το θεώρησε κάποιος απραγματοποίητο, αλλά γιατί μάλλον ήταν πολύ φιλόδοξο.
Στο μεταξύ, το Υπουργείο Οδοποιίας, βλέποντας ότι οι Έλληνες ήτν διαιρεμένοι μεταξύ τους, αποφάσισε να μην δώσει προς πώληση τα δεκατρία στρέμματα, αλλά ένα στρέμμα στην Αρχιεπισκοπή και ένα στην Κοινότητα.
Την ίδια περίοδο, ο Δήμος πρότεινε στην Κοινότητα να συστεγαστεί σε ένα κτίριο στο Burwood Road, με τους Ιταλούς και τους Σκωτσέζους. Αυτό άρεσε στην Αρχιεπισκοπή που κινήθηκε για να πάρει και το στρέμμα που το Υπυργείο διέθετε προς πώληση στην Κοινότητα.
Όμως με την επιμονή του Γιάννη Αντωνιάδη, η Κοινότητα αποφάσισε να μη δεχτεί την πρόταση του Δήμου και να εμμείνει στην αγοραπωλησία του οικοπέδου.
Βέβαια, ο καιρός περνούσε και δεν γινόταν τίποτα.
Τότε ο κ. Αντωνιάδης, ως μέλος του Εργατικού Κόμματος, ήρθε σε επαφή με τον τοπικό γερουσιαστή και δόθηκε εντολή στον αρμόδιο υπουργό να μην καθυστερήσει άλλο η αγορά, η οποία και ολοκληρώθηκε.
Ωστόσο, δεν κύλησαν όλα ομαλά για την Κοινότητα.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Αντωνιάδη, η Αρχιεπισκοπή όταν είδε τον απλό κόσμο να οργανώνεται άρχισε τον πόλεμο, κατηγορώντας τους κοινοτικούς ως κομμουνιστές, φοβίζοντας τον κόσμο.
Ο ίδιος ο ιερέας της εκκλησίας στο Box Hill πήγε στον Δήμο και είπε ότι όσοι είναι στην Κοινότητα είναι κομμουνιστές, με αποτέλεσμα η καλή σχέση που είχε η Κοινότητα με τον Δήμο να διαρραγεί.
Η Κοινότητα δεν είχε ως μόνο πολέμιό της την Αρχιεπισκοπή, είχε και εσωτερικά προβλήματα. Αυτό φάνηκε από την καθυστέρηση της ανέγερσης του κοινοτικού κτιρίου. Δεν υπήρχαν χρήματα για το έργο αυτό. Πλησιάστηκε η Ελληνική Κοινότητα Box Hill για να της δωρηθεί το οικόπεδο, αλλά αυτή απάντησε ότι δεν θέλει γιατί δεν θα έχει προβλήματα με την Αρχιεπισκοπή. Το ίδιο έγινε και με την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης. Έτσι αποφασίστηκε να ανατεθεί η ανέγερση σε μια τριμελή επιτροπή, το ένα μέλος της οποίας θεωρήθηκε ψεύτικος αρχιτέκτονας και το άλλο απλός απατεώνας.
Ο Γιάννης Αντωνιάδης πιστεύει μέχρι σήμερα ότι η Κοινότητα δεν είχε στιβαρή ηγεσία για να πρχωρήσει με τους στόχπςυ που είχε θέσει και, ως εκ τούτου, χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία για τη συγκρότηση ενός προοδευτικού φορέα στην περιοχή του Nunawading.
Καταλήγει, μάλιστα, στο ότι όλες οι θρησκείες στηρίζουν την ύπαρξή τους στο φόβο και στην άγνοια.
