Σύμφωνα με μια νέα έκθεση της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης CHOICE, οι καταναλωτές της Αυστραλίας εξοικονομούν σχεδόν 15 δολάρια ψωνίζοντας από το Aldi, ενώ αποκαλύφθηκε ότι η διαφορά στην τιμή για την αγορά των ίδιων προϊόντων μεταξύ των καταστημάτων Coles και Woolworths είναι μόλις 75 σεντς.
Η έκθεση δημοσιεύθηκε την Πέμπτη από την ομάδα υπεράσπισης των δικαιωμάτων των καταναλωτών (consumer advocacy group ), εν μέσω μίας περιόδου όπου οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ-μάρκετ αντιμετωπίζουν συνεχείς κατηγορίες για αθέμιτη αύξηση των τιμών στα προϊόντα τους με στόχο την επίτευξη υψηλών κερδών.
Η CHOICE ανέλαβε την εκπόνηση των εκθέσεων για λογαριασμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η οποία χορήγησε στην εν λόγω οργάνωση 1,1 εκατομμύρια δολάρια από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για τη σύνταξη μιας έκθεσης κάθε τρεις μήνες για τρία χρόνια.
Για τη διεξαγωγή της έρευνάς της, η CHOICE έστειλε «μυστικούς αγοραστές» σε 81 σούπερ-μάρκετ σε όλη τη χώρα τον Μάρτιο, με σκοπό να καταγράψουν τις τιμές 14 διαφορετικών προϊόντων και να εντοπίσουν ποια αλυσίδα προσφέρει την καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας της CHOICE, διαπιστώθηκε ότι το μέσο «καλάθι του νοικοκυριού» με είδη διατροφής από το κατάστημα Aldi κόστιζε 51,51 δολάρια -μία τιμή μειωμένη κατά 25% σε σχέση με το αντίστοιχο «καλάθι του νοικοκυριού» από τις αλυσίδες σούπερ-μάρκετ Coles και Woolworths.
Τα ίδια είδη διατροφής στο κατάστημα Woolworths κόστισαν κατά μέσο όρο 68,58 δολάρια, ενώ το Coles, πήρε την «πρωτιά» ως το κατάστημα με το πιο ακριβό καλάθι, καθώς η τιμή του ανήλθε στα 69,33 δολάρια.
Τα δύο καταστήματα-κολοσσοί σημείωσαν δηλαδή μία διαφορά μόλις 75 σεντς στο σύνολο της τιμής των προϊόντων τους.
«Η Aldi προσφέρει τις καλύτερες τιμές όσον αφορά τη σχέση τιμής-αξίας προϊόντων παντοπωλείου σε όλη τη χώρα», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Choice, κ. Ashley de Silva στο The Business.
«Ένα από τα πράγματα που είδαμε είναι ότι οι τιμές σε όλα τα καταστήματα Aldi που επισκεφτήκαμε ήταν αρκετά σταθερές, και απλά παρατηρήθηκε μία μεγαλύτερη διακύμανση (των τιμών) στα καταστήματα Coles και Woolworths».
Λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές προσφορές των καταστημάτων, το συνολικό κόστος αγοράς των προϊόντων στο Woolworths ήταν 64,93 δολάρια, ενώ στο Coles τα ίδια προϊόντα κόστισαν 68,52 δολάρια.
Ωστόσο, η CHOICE κατέγραψε ότι δεν υπήρχαν ειδικές προσφορές διαθέσιμες στο Aldi τη στιγμή που οι «μυστικοί αγοραστές» της πραγματοποιούσαν τις αγορές τους για τον σκοπό της έρευνας.
Ο κ. de Silva ανέφερε ότι η επιλογή της CHOICE σε σχέση με τα είδη προϊόντων που θα συμπεριλαμβάνονταν στο καλάθι, βασίστηκε σε συμβουλές που δόθηκαν από ειδικούς σε θέματα που αφορούν την συμπεριφορά των καταναλωτών στα σούπερ-μάρκετ, οι οποίοι επέλεξαν τα είδη που συνηθίζουν να αγοράζουν πιο συχνά οι καταναλωτές της Αυστραλίας ανεξάρτητα από την περιοχή της κατοικίας τους.
Η έκθεση της CHOICE υπογράμμισε επίσης ότι οι καταναλωτές πληρώνουν διαφορετικές τιμές ανάλογα με το που κατοικούν στην Αυστραλία και ότι οι άνθρωποι σε περιοχές χωρίς καταστήματα Aldi συχνά επιβαρύνονται με υψηλότερες τιμές στο ταμείο.
«Για παράδειγμα, σε μέρη όπως η Τασμανία και η Βόρεια Περιοχή, τα οποία δεν έχουν καταστήματα Aldi, οι άνθρωποι εκεί εξ ορισμού θα πληρώνουν υψηλότερες τιμές. Αλλά ακόμη και σε πολιτείες όπως η Δυτική Αυστραλία όπου υπάρχουν καταστήματα Aldi, οι άνθρωποι εκεί πληρώνουν κατά μέσο όρο περίπου 1 δολάριο περισσότερο για το ίδιο καλάθι αγαθών», συμπλήρωσε ο κ. de Silva.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι οι τιμές μπορεί να διαφέρουν επίσης και «μεταξύ των πόλεων και των περιφερειακών περιοχών», συνεπώς «οι κάτοικοι του μετρό πληρώνουν περίπου 70 σεντς περισσότερο για το ίδιο καλάθι αγαθών».
Σύμφωνα με την CHOICE, τα καταστήματα Coles και Woolworths αποτελούν συλλογικά το 65% του τομέα της αγοράς σούπερ-μάρκετ της Αυστραλίας. Το Aldi κατέχει ένα μερίδιο της τάξης 10% στον τομέα, ενώ η IGA αντιπροσωπεύει το 7%.
Εκπρόσωποι της CHOICE δήλωσαν επίσης ότι η έκθεση της οργάνωσης συνέκρινε τις τιμές των προϊόντων που προσφέρονται από εθνικά εμπορικά σήματα (brands) με αυτές που προσφέρονται από τα εμπορικά σήματα των σούπερ-μάρκετ ή τα budget brands που είναι συγκρίσιμα ως προς το είδος και την ποιότητα.
«Δεν αναζητούσαμε απλώς τη φθηνότερη τιμή, αλλά διασφαλίζαμε ότι τα προϊόντα ήταν συγκρίσιμα μεταξύ των αγαθών που προσέφεραν οι διάφορες αλυσίδες σούπερ μάρκετ», δήλωσε ο κ. de Silva, με σκοπό να επιτευχθεί μία δίκαιη σύγκριση των προϊόντων.