Αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 67 χρόνια από τότε που έφτασε στη Μελβούρνη ένα πλοίο με εκατοντάδες Ελληνίδες νύφες.

Μας το θύμισε ο ομογενής Παναγιώτης Φωτάκης, που ταξίδεψε μαζί τους.

Ας ξαναθυμηθούμε την ιστορία τους…

Σφυρίζοντας από μακριά, σε μια ατμόσφαιρα πανζουρλισμού και αγωνίας, το εντυπωσιακό πλοίο «Begona», έφτανε στο Port Phillip Bay της Μελβούρνης, σε ένα παράξενο ραντεβού με την Ιστορία. Μετέφερε 900 κοπέλες που είχαν αφήσει τις οικογένειές τους στην Ελλάδα, για να σμίξουν στην Αυστραλία με συζύγους που δεν είχαν ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή τους. Ηταν 16 Ιουνίου του 1957.

Την πορεία εκείνων των γυναικών, που ταξίδεψαν ως νύφες και διασκορπίστηκαν στην Αυστραλία, αποφάσισε να αναζητήσει πριν από λίγα χρόνια, σχεδόν μισό αιώνα μετά την άφιξη του «Begona», ένας έλληνας ομογενής από την Αδελαΐδα, ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Παναγιώτης Φωτάκης.

Το «Begona» είχε υπάρξει, άλλωστε, κομμάτι και της δικής του ζωής: Σε ηλικία οκτώ ετών μετανάστευσε με τη μητέρα του από τη Ρόδο στην Αυστραλία ταξιδεύοντας επί σχεδόν ένα μήνα μαζί με τις 900 νύφες που έκαναν το θρυλικό δρομολόγιο του «Begona» το καλοκαίρι του 1957.

Ο κ. Φωτάκης κατάφερε να ανακαλύψει πολλές από τις νύφες και να διοργανώσει μια συνάντηση επανένωσης όσων γυναικών βρίσκονταν ακόμη στην Αυστραλία.

Πλέον έχει ξεκινήσει έρευνα για τους γαμπρούς του «Begona», τους ‘Ελληνες που ξεριζωμένοι από τον τόπο τους σε πολύ δύσκολα χρόνια θέλησαν να ξεκινήσουν μια καλύτερη ζωή έχοντας στο πλάι τους μια σύντροφο «από την πατρίδα».

Το πλοίο Begonia

«ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ»

Οι νύφες του «Begona», κορίτσια ηλικίας 17-20 ετών, κάποια από τα οποία είχαν αποχωριστεί με σπαραγμό τις οικογένειές τους και έμελλε να μην τις ξαναδούν ποτέ χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες.

«Περισσότερες από 250 ήταν ήδη «αρραβωνιασμένες με φωτογραφία» με κάποιον Ελληνα που ζούσε μόνιμα στην Αυστραλία, άλλες περίπου 350 έρχονταν με μια φωτογραφία στο χέρι για να γνωρίσουν τον γαμπρό και άλλες 300 έρχονταν ελεύθερες για να ξεκινήσουν τη ζωή τους κοντά σε συγγενείς. ‘Ολες ζούσαν με την αγωνία αν ο άνθρωπος που άλλοι είχαν επιλέξει γι’ αυτές θα ήταν καλός, νέος, δυνατός και όπως έδειχνε στη φωτογραφία την οποία έκρυβαν σαν φυλαχτό στο στέρνο τους», λέει ο κ. Φωτάκης και συμπληρώνει:

«Σε εκείνο το ταξίδι του Begona βρίσκονταν μόνο 33 άνδρες επιβάτες και λίγες οικογένειες, κυρίως μητέρες με μικρά παιδιά. Οι αναμνήσεις είναι ανάμεικτες. Θυμάμαι ακόμα τα φύκια που βρίσκαμε μέσα στο νερό, όταν το πόσιμο είχε τελειώσει και το θαλάσσιο ήταν το μόνο διαθέσιμο νερό», διηγείται ο κ. Φωτάκης.

«Οι κοπέλες ήταν απόμακρες και φιλικές συγχρόνως. Πολλές ήταν σχεδόν παιδιά, ορισμένες κυκλοφορούσαν με μια φωτογραφία στο χέρι, που την έδειχναν στις άλλες ή σε όποιον ενδιαφερόταν να δει τον “άντρα τους”. ‘Ομως, όσο πλησιάζαμε στο λιμάνι η διάθεσή τους άλλαζε, ήταν ανήσυχες, σχεδόν φοβισμένες», λέει ο ίδιος, και προσθέτει:

«Εμείς είχαμε αγοράσει πλήρες εισιτήριο και μέναμε σε καμπίνα με ανέσεις. ‘Ομως πολλές από αυτές ήταν κάτω από το κατάστρωμα, μέσα στη βουή και στη δυσοσμία, γεγονός που έκανε το ταξίδι τους ανυπόφορα μακρύ και δυσάρεστο. Κάποιες ανέβαιναν στο κατάστρωμα και για έναν μήνα κοιμούνταν εκεί… Ταξίδευαν με ένα εισιτήριο των 10 δολαρίων και με το ίδιο είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν μέσα σε 30 ημέρες σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά…».