Το βιβλίο του Ronald Perry «Χόρι – το σκυλί του πολέμου» (Horrie – the war dog, εκδ. Allen & Unwin 2013) είναι ουσιαστικά μια βιογραφία ενός… σκύλου, καθώς παρακολουθεί το βίο και την πολιτεία ενός ηρωικού κουταβιού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και τις μεταπολεμικές του περιπέτειες, εν καιρώ ειρήνης – που σχετίζονται με την επίμαχη και γεμάτη ίντριγκα «εκτέλεσή» του στην Αυστραλία.
Το εν λόγω σκυλάκι το βρήκε εγκαταλειμμένο και πεινασμένο στην έρημο της Λιβύης ο Αυστραλός στρατιώτης Τζιμ Μούντι το 1940, κι αφού το περιμάζεψε, το υιοθέτησε δίνοντάς του το όνομα Χόρι. Το συμπαθητικό τετράποδο δεν αποδείχθηκε απλώς ένας θαυμάσιος καινούργιος φίλος, αλλά κι ένας ανέλπιστα σπουδαίος σύντροφος-συμπολεμιστής, και μάλιστα γουρλίδικος, στο στρατιωτικό σώμα των χιλίων Αυστραλών ανδρών στο οποίο εντάχθηκε δίπλα στον ευεργέτη του. Διότι αμέτρητες φορές τους έσωσε τη ζωή (όπως είχαν σώσει κι αυτοί τη δική του, ανταποδίδοντας έτσι την ευγνωμοσύνη του) με το ένστικτο, την εξυπνάδα και τα άλλα χαρίσματα που διέθετε (μεγάλα αυτιά που έπιαναν τους μακρινούς ήχους των επερχόμενων εχθρικών αεροσκαφών, δυο λεπτά πριν αυτά γίνουν αντιληπτά από την ανθρώπινη ακοή) δίνοντας στους στρατιώτες την ευκαιρία να προλάβουν να προστατευθούν στα χαρακώματα. Επρόκειτο δηλαδή για ένα σωτήριο σύστημα συναγερμού του στρατεύματος κατά τις επιδρομές των ύπουλων χιτλερικών στούκας που εμφανίζονταν ξαφνικά απ’ το πουθενά. Έτσι, ο Χόρι λειτουργούσε μηχανικά σαν κινητός συναγερμός. Συγκεκριμένα: καθόταν, σηκωνόταν, καθόταν και αρεσκόταν να στρέφει την προσοχή του προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Έπειτα, τα μαλακά αυτιά του έπαιζαν για λίγο και κατόπιν στήνονταν για να πιάσουν τον παραμικρό απόμακρο ήχο. Εν συνεχεία γρύλιζε, δίνοντας στους στρατιώτες το σήμα για να ζητήσουν καταφύγιο στα χαρακώματα, πριν τα αεροπλάνα αρχίσουν τον ανελέητο βομβαρδισμό που ισοπέδωνε τα πάντα. Επόμενο ήταν λοιπόν να νιώθουν τεράστια ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το ξεχωριστό τετράποδο.
Η γενναιότητα αυτή όμως του Χόρι δεν ήταν εξαρχής δεδομένη κι έμφυτη αλλά επίκτητη, καθώς την κατέκτησε σταδιακά, με προσπάθεια. Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα ζώα, αρχικά πανικοβαλλόταν κι έτρεμε από τους βομβαρδισμούς κατά των Αυστραλών στρατιωτών στο λιμάνι του Πειραιά στις 9 Απριλίου 1941 – πράγμα που έκανε τον Τζιμ Μούντι να αμφιβάλλει για την ορθότητα της απόφασής του να τον πάρει μαζί του στην εμπόλεμη ζώνη, παρ’ ότι ήταν φιλόζωος. Χωρίς αυτή την τελευταία ιδιότητα, όμως, δύσκολα θα μπορούσε να αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση και σχεδόν ανθρώπινη επικοινωνία μαζί του. Διότι όταν το Χόρι τον παρέλυε ο φόβος των βομβαρδιστικών, ο Μούντι τον έπαιρνε στην αγκαλιά του, τον χάιδευε και τον καθησύχαζε σαν μικρό παιδί. Κι αυτό τον βοήθησε τα μέγιστα να προσαρμοστεί σχετικά γρήγορα στο νέο του περιβάλλον, ξεπερνώντας τον τρόμο από το θόρυβο των αεροπορικών επιδρομών, σε σημείο που να αψηφά πλέον την και αψηφώντας την κοσμοχαλασιά των βομβαρδισμών. Έτσι, σύντομα αποτελούσε επίλεκτο μέλος κι αναπόσπαστο μέρος της στρατιωτικής δύναμης των Αυστραλών, ως ένας επιπλέον γενναίος «πολεμιστής-σκύλος».
Ο Χόρι ακολούθησε πιστά τον Μούντι σ’ όλες τις εμπόλεμες ζώνες στη Μέση Ανατολή (Λιβύη, Αίγυπτο, Ελλάδα-Κρήτη, Παλαιστίνη, Συρία), μεταφέροντάς τον παράνομα μες στο σακίδιο το δικό του και άλλων στρατιωτών. Ωστόσο, η επιστροφή στην Αυστραλία (μετά από απόφαση του πρωθυπουργού Τζον Κέρτιν για να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος των ιαπωνικών δυνάμεων) αποδείχθηκε το πιο περιπετειώδες εγχείρημα τόσο για τους ίδιους όσο και για το σκυλάκι. Η ειρωνεία δε έγκειται στο ότι ενώ το τελευταίο κατάφερε να επιζήσει το ίδιο αλλά και να σώσει τη ζωή τόσων στρατιωτών στα πεδία των μαχών, τελικά τη μεγαλύτερη μάχη την έδωσε κατά την επιστροφή του στην Αυστραλία. Κι αυτό επειδή υπήρχαν αυστηροί νόμοι – που απαγόρευαν τη μεταφορά ζώων στους Αντίποδες για να προλαμβάνουν την εξάπλωση ασθενειών, όπως της ανίατης και θανατηφόρας λύσσας – τους οποίους όμως ο Μούντι παραβίασε για χάρη του αγαπημένου του τετράποδου. Έτσι, έχοντας βεβαιωθεί από έναν κτηνίατρο στο Τελ Αβίβ ότι ήταν υγιές, δεν δίστασε να το μεταφέρει παράνομα, αναλαμβάνοντας, μαζί με άλλους συντρόφους, το όλο ρίσκο. Αφού εκπαίδευσαν το Χόρι να παραμένει ακίνητος και αθόρυβος κάτω απ’ τις κουβέρτες, ο Μούντι τροποποίησε κατάλληλα το σακίδιό του (με κόντρα πλακέ και μικρούς αεραγωγούς που αποκρύπτονταν από το κράνος του) για να τον βολέψει. Κάποιοι στρατιώτες είχαν αναλάβει να τον ταΐζουν μυστικά, να εξαφανίζουν τα περιττώματά του, αλλά και να τον αποκρύπτουν αν γινόταν έρευνα. Τα καράβια δεν επιτρεπόταν να ελλιμενιστούν αν προηγουμένως δεν πετούσαν στη θάλασσα όσα ζώα εντοπίζονταν.
Και πάλι όμως ο Χόρι κατάφερε όχι μόνο να επιζήσει αλλά και να αποβιβασθεί λαθραία στην Αδελαΐδα. Επειδή ο Μούντι θα ξανάφευγε για να υπηρετήσει στη Νέα Γουινέα αυτή τη φορά, αναγκάστηκε να τον αφήσει με τον πατέρα του στη Μελβούρνη για να τον φροντίζει. Το 1945 που απολύθηκε, ο Μούντι τον ξαναπήρε μαζί του στο Σίδνεϊ, αλλά οι περιπέτειες του Χόρι και του αφεντικού του δεν έμελλε να τελειώσουν εκεί, εξαιτίας μιας λανθασμένης εκτίμησης του τελευταίου. Για την ακρίβεια, ο Μούντι υπέθεσε ότι μετά από τρία χρόνια οι αυστηροί νόμοι καραντίνας θα είχαν χαλαρώσει, γι’ αυτό και χωρίς να το καλοσκεφθεί δέχτηκε να εμφανίσει δημόσια το Χόρι σε μια εκδήλωση (στο Kennel Club) προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για τον Ερυθρό Σταυρό. Οι Αρχές, αποφασισμένες να πατάξουν παράνομες μελλοντικές πρακτικές σαν αυτή του Μούντι, κινητοποιήθηκαν αμέσως, απαιτώντας να παραδοθεί ο Χόρι προς εκτέλεση – παρ’ ότι δεν είχε καμία ασθένεια, σύμφωνα με γνωμάτευση κυβερνητικών εμπειρογνωμόνων. Ο Μούντι δεν αρνήθηκε αλλά, θέλοντας να κερδίσει χρόνο για να καταστρώσει το σχέδιό του, καθυστέρησε με το αιτιολογικό ότι ο Χόρι έπρεπε να μεταφερθεί στο Σίδνεϊ. Τελικά ο Μούντι τους παρέδωσε το θρυλικό σκυλάκι το οποίο και ντουφεκίστηκε στο Σίδνεϊ στις 12 Μαρτίου 1945, μετά από εντολή του υπουργείου Υγείας της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.
Το γεγονός αυτό ακολούθησε ένα μπαράζ πρωτοφανούς δημόσιας κατακραυγής (με εξοργισμένους ζωόφιλους να στέλνουν επιστολές διαμαρτυρίας στον Τύπο, τους πολιτικούς και την υπηρεσία καραντίνας) αλλά και τους γελειογράφους να σατιρίζουν τον ανάλγητο γραφειοκρατικό μηχανισμό – απεικονίζοντας το Χόρι ως αιχμάλωτο πολέμου, με δεμένα μάτια μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα κτλ. Ο Χόρι άρχισε να απολαμβάνει τιμές πεσόντων ηρώων πολέμου, καθώς το πρώτο στεφάνι στη μνήμη του κατατέθηκε την Ημέρα των Anzac στο Κενοτάφιο του Σίδνεϊ. Επίσης δεν άργησε να γίνει κάτι σαν celebrity, αφού ο βίος και η πολιτεία του απαθανατίστηκαν σε βιβλίο (βασισμένο στο ημερολόγιο πολέμου του Μούντι) με τίτλο Horrie the Wog-Dog του δημοφιλούς συγγραφέα Ion Idriess.
Ήταν το 2002, μετά από 60 χρόνια, και συγκεκριμένα σε μια βιβλιοπαρουσίαση, όταν η βετεράνος δημοσιογράφος Νόρμα Άλεν πλησίασε τον συγγραφέα της Καμπέρας Άντονι Χιλ (ο οποίος σκόπευε να γράψει ένα κεφάλαιο για το Χόρι, που θα εντασσόταν σ’ έναν συλλογικό τόμο αναφορικά με τη συμμετοχή των ζώων στον πόλεμο) και τον ρώτησε αν ενδιαφερόταν να μάθει την αληθινή ιστορία για τη μοίρα του Χόρι. Του εκμυστηρεύτηκε τότε πως όταν το 1946, ως νεαρή δημοσιογράφος, είχε πάρει μια συνέντευξη από τον Τζιμ Μούντι, λέγοντάς του πόσο είχε λυπηθεί για την εκτέλεση του Χόρι, εκείνος της αποκάλυψε ένα μυστικό το οποίο για πρώτη φορά – μετά από πολλά χρόνια μοιραζόταν με άλλον: Ότι τελικά δεν εκτελέστηκε ο αληθινός Χόρι αλλά κάποιο άλλο λευκό τεριέ στη θέση του, το οποίο είχε βρει σε μια μάντρα αδέσποτων σκύλων, αγοράζοντάς το προς «πέντε σελίνια». Αυτό ήταν που παρέδωσε στις Αρχές και ντουφεκίστηκε, ενώ ο Χόρι είχε (για τελευταία φορά) μεταφερθεί κρυφά σε μια φάρμα στην περιοχή Corryong όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του (που διήρκησε περισσότερο απ’ όσο του αφεντικού του) έχοντας στο μεταξύ σπείρει ουκ και ολίγα κουταβάκια – πράγμα που το καθιστούσε δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τον ίδιο από τους απογόνους του. Όταν ο Χιλ βρήκε την χήρα, τα παιδιά και τους φίλους του Μόντι, αυτοί του επιβεβαίωσαν το καλά φυλαγμένο οικογενειακό μυστικό του τελευταίου.
Πριν πεθάνει στη δεκαετία του ’70, ο Μούντι επιχείρησε να αποκτήσει μια φάρμα ως βετεράνος στρατιώτης, αλλά η αίτησή του απορρίφθηκε, ίσως επειδή είχε αντιταχθεί στους νόμους και το σύστημα, όπως πίστευε. Ποτέ όμως δεν μετάνιωσε που αγωνίστηκε και κατάφερε να σώσει τη ζωή του αγαπημένου του κουταβάκιου. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στη δημοσιογράφο Νόρμα Άλεν: «Νομίζεις ότι ένας Αυστραλός στρατιώτης θα εγκατέλειπε ποτέ το σύντροφό του;».
Πρόκειται για ένα καλογραμμένο, δυνατό και συναρπαστικό ανάγνωσμα, ένα επιμελώς διερευνημένο ιστορικό ντοκουμέντο, το οποίο αν και ως κύριο σημείο αναφοράς του έχει τον πόλεμο και τις ωμότητές του -ή ακριβώς γι’ αυτό- είναι διάχυτο από ανθρωπιά, τρυφερότητα και συγκίνηση (ιδιαίτερα κεφάλαια όπως το “A Cretan Affair” όπου περιγράφονται τα ανδραγαθήματα του Χόρι στην Κρήτη). Κι αυτό οφείλεται στην τυχαία συνύπαρξη σκληροτράχηλων στρατιωτών μ’ ένα μικροσκοπικό και αδύναμο, πλην ευφυέστατο και θαρραλέο σκυλάκι. Το τελευταίο δίνει μια νέα διάσταση στην τραχιά ζωή τους καθώς την εξανθρωπίζει και της δίνει ένα βαθύτερο νόημα μέσα απ’ αυτή τη στενή και ιδιαίτερα οικεία σχέση τους με το ζωάκι. Διότι τα αισθήματα των πυροβολητών απέναντι στο Χόρι ξεπερνούν αυτά της ευγνωμοσύνης, όπως εύγλωττα παρατηρεί ο λοχίας Ρόι Μπρούκερ: «Οι άντρες σκοτώνουν και ακρωτηριάζουν και μισούν τον εχθρό. Όλοι σας δοκιμάσατε τα Vickers (πολυβόλα) και ξέρετε ότι έχουν τη δυνατότητα να σκοτώνουν πολλούς άντρες σε δευτερόλεπτα. Έχουν απίστευτη δύναμη και τέτοιου είδους όπλα επηρεάζουν περίεργα τους άντρες που τα χειρίζονται, κάνοντάς τους ακόμα πιο σκληροτράχηλους. Αλλά δεν είναι στη φύση ή στην νοοτροπία του ανθρώπου να είναι τόσο κτηνώδης ρε γαμώτο. Εμείς, περισσότερο από άλλα μέλη του στρατεύματος, έχουμε δει από κοντά μαζικές σφαγές. Γι’ αυτό και χρειαζόμαστε μια εξισορρόπηση, ένα αντίδοτο σ’ αυτή τη βαρβαρότητα. Και ο Χόρι είναι ένας άξιος αποδέκτης όλης της αγάπης και συμπάθειας των πυροβολητών. Αλλά είναι επίσης αποδέκτης και όλης αυτής της αναγκαίας εξισορρόπησης των θετικών αισθημάτων».
Αυτή όμως η συγκινητική αμοιβαιότητα αισθημάτων μεταξύ ανθρώπου και σκύλου ανατρέπεται με τον πιο δραματικό και οδυνηρό τρόπο -και μάλιστα εν καιρώ ειρήνης- όταν απαιτείται η εν ψυχρώ εκτέλεση του Χόρι. Όχι επειδή αποτελεί κίνδυνο υγείας, αλλά προς παραδειγματισμό – δηλαδή την αποθάρρυνση επίδοξων μιμητών του Μούντι. Πράγμα που καταδεικνύει τον ανάλγητο όσο και ανεγκέφαλο τρόπο λειτουργίας των γραφειοκρατικών υπηρεσιών/μηχανισμών οι οποίοι αδιαφορούν παντελώς για τις όποιες θυσίες ανθρώπων και ζώων προς την πατρίδα.
Τέλος, φρονώ ότι ο συγγραφέας θα έπρεπε να ήταν ίσως πιο ενδελεχής αναφορικά με το μυστήριο που συνεχίζει να περιβάλλει την «εκτέλεση» του Χόρι (στο προτελευταίο κεφάλαιο «Η φάρσα του αιώνα») αφού -παραδόξως- ακόμη δεν έχουν απαντηθεί ικανοποιητικά τα ερωτηματικά για το κατά πόσο η περιβόητη εκτέλεση του θρυλικού σκύλου ήταν αληθινή ή εικονική. Ή μήπως αυτό αποτελεί αντικείμενο ενός ξεχωριστού βιβλίου;…
#(Σημ.: Ευχαριστίες στον εκδοτικό οίκο Allen & Unwin για την αποστολή του παραπάνω βιβλίου του Ronald Perry).
*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι νεοελληνιστής (διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης) και συγγραφέας. Αρθρογραφεί σε αθηναϊκές εφημερίδες και είναι βιβλιοκριτικός σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το τελευταίο βιβλίο του είναι: «Χρήστος Τσιόλκας: Η Άγνωστη Ιστορία», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2015.