Είναι Δευτέρα βράδυ που γράφονται τούτες οι γραμμές. Όλοι μας ή οι περισσότεροι, τέλος πάντων, από εμάς, την περασμένη Δευτέρα αγωνιούσαμε για τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των Ευρωπαίων… φίλων μας και της… νεαρής κυβέρνησής μας. 

Λόγω διαφοράς της ώρας, την ώρα που εγώ στεναχωριόμουν, ο Τσίπρας ξυριζόταν για να φαίνεται φρέσκος, ο Βαρουφάκης έπινε καφέ και χάζευε μια μοτοσικλέτα και η Μέρκελ περίμενε το γάλα της. Επειδή εμείς οι θνητοί ξεχνάμε και, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, όλοι εσείς, οι πολυπληθείς αναγνώστες αυτής της στήλης, πρέπει να είστε άνω των… εξήντα και, ως εκ τούτου, πιστεύω ότι έχετε μια περίσσια ευαισθησία, αγάπη και πόνο για την ταλαίπωρη πατρίδα, σκέφτηκα να σας θυμίσω κάτι για να παρηγορηθούμε όλοι μαζί. 

Βρήκα κάτι παλιές εφημερίδες πάλι. Αυτή τη φορά ένα μάτσο εφημερίδες του 1997. Ήταν τότε στα πράγματα η κυβέρνηση Σημίτη. 

27 Οκτωβρίου 1997 (παραμονή της επετείου του ΟΧΙ) και η αντιπολιτευόμενη εφημερίδα «Εστία» αναφέρει στην πρώτη σελίδα: Τίτλος «Δύσκολοι καιροί για την Ελλάδα». «Δύσκολοι καιροί για την Πατρίδα μας. Η Τουρκία μας προκαλεί συνεχώς και εμείς απαντούμε με υποκλίσεις. Η μόνη «άμυνα» την οποία φαίνεται ότι διαθέτουμε είναι οι εκκλήσεις μας προς την Αμερική και την Ευρώπη. Αλλά μάλλον χωρίς πολλές πιθανότητες να πείσουμε για τις θέσεις μας και να διεκδικήσουμε τα εθνικά μας δίκαια. Δύσκολοι καιροί και για την οικονομία. Μετά από μια δεκαετία στην οποία κατασπαταλήσαμε άσκοπα τους πόρους που λάβαμε από την ΕΟΚ, τώρα πληρώνουμε το τίμημα. Όχι όλοι όμως. Κάποιοι εξακολουθούν να ευνοούνται κατά τρόπο σκανδαλώδη. Αυτοί που καταβάλλουν τη μερίδα του λέοντος είναι εκείνοι που δεν έφταιξαν σε τίποτα. Είναι εκείνοι που εργάζονταν ανελλιπώς, είτε στον ιδιωτικό τομέα είτε στον δημόσιο τομέα. Και οι οποίοι, πρέπει τώρα να αισθάνονται ένοχοι για την ανικανότητα των κυβερνήσεών μας να βάλουν στοιχειώδη τάξη στα οικονομικά…» 

Βλέπετε που σας έλεγα ότι όλες τις εποχές και τις γκρίζες και τις χρυσές, είχαμε προβλήματα. Σας έχω πει όμως και ότι, παρά τα προβλήματα, τα αδέλφια μας στην πατρίδα περνούσαν καλά, πολύ καλά. Τα τελευταία χρόνια είναι λίγο βαρύ το κουπί και… κουράζει. Και βέβαια υπήρχαν, παλαιότερα, δυσκολότερες καταστάσεις που αντιμετώπισαν οι δικοί μας και ισχύει και εδώ, όπως ισχύει παντού, η θεωρία της σχετικότητας. Διαβάστε παρακάτω:

Δευτέρα, 23 Οκτωβρίου 1917. Απεφασίσθη εκ νέου η αύξηση της εργατικής μερίδας άρτου, αυτή τη φορά στην ικανοποιητική ποσότητα των 150 δραμιών. Συμφωνούμε απόλυτα. Ούτε θα μπορούσε κανείς να παραγνωρίσει ότι οι εργάτες που αποτελούν πάντοτε τις παραγωγικές δυνάμεις μια κοινωνίας, έχουν, αναμφισβήτητα, ανάγκη περισσότερης τροφής. Θα θέλαμε όμως να υποδείξουμε πως δεν πρέπει να γίνει αυτό που γινόταν παλιά με την «εργατική μερίδα». Δεν δικαιούνται, κατά την γνώμη μας εργατική μερίδα και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του εργάτη. Η αυξημένη μερίδα, όπως τονίσαμε και άλλοτε, πρέπει να περιοριστεί μόνο στον εργάτη. Η γυναίκα και τα παιδιά ενός εργάτη δεν έχουν καμιά διαφορά από τις γυναίκες και τα παιδιά των άλλων βιοπαλαιστών. Κάτι ακόμη για τον αρμόδιο υπουργό. Διανέμεται με το δελτίο τροφίμων και η ζάχαρη. Ορίστηκε η ατομική ποσότητα ζαχάρεως σε δωδεκάμισι δράμια το δεκαπενθήμερο. Ένας οικογενειάρχης, με οκτώ άτομα οικογένεια, λαμβάνει 100 δράμια για δεκαπέντε ημέρες, ήτοι μισή οκά το μήνα, ενώ χρειάζεται, το ελάχιστο κατά μέσον όρο, τέσσερις οκάδες το μήνα. Τη διαφορά, τις δυόμισι οκάδες δηλαδή, μπορεί να τις βρει και σήμερα, πληρώνοντας το διπλάσιο ή τριπλάσιο της αξίας. Άρα υπάρχει ζάχαρη που την δίνουν, σε δυσανάλογα μεγάλες ποσότητες, στους καφεπώλες, οι οποίοι και την φυλάσσουν για να την μοσχοπουλούν αργότερα». 

Για να έρθουμε στα σημερινά μας, τα δικά μας, τις χαρές και τα παράπονα μας. Πολλοί από εμάς έχουμε ζήσει δύσκολές μέρες, ώρες, ίσως και χρόνια. Είμαι σίγουρος και αναφέρομαι στη δική μας γενιά, αυτή την άνω των 60, 70 και βάλε, ότι κανένας μας δεν ενδιαφέρεται για το τι θ’ απογίνουμε εμείς αύριο. Εμείς είτε εδώ είτε στην Ελλάδα θα τα καταφέρουμε να πορευτούμε, όσο μας το ζητά ο… χρόνος. Μάθαμε να ζούμε και με τα λίγα, τα πολύ λίγα και τα αρκετά. Το βουητό, το κουρνιαχτό που βγάζει ο κόσμος απ’ όλες τις γωνιές και τις πλατείες με φοβίζει. Η άμμος, η άσφαλτος τα σίδερα, σε πολλές γωνιές του κόσμου, μουγκρίζουν, φτύνουν φωτιά και κακία. Σ’ άλλους τόπους, γύρω-γύρω, τα δάκρια κι ο πόνος πλημμύρισαν τα σοκάκια του ξεριζωμού. Για μένα δε με νοιάζει. Ούτε και εσείς δε νοιάζεστε για σας, το ξέρω. 

Όλοι φοβόμαστε, νοιαζόμαστε, πονάμε και μας κόφτει γι’ αυτούς που έρχονται από κοντά. Για το αύριο, για το μετά και για το παραπέρα των δικών μας των παιδιών, των εγγονιών και όλων όσων ακολουθούν. Φοβόμαστε για τα παιδιά του διπλανού που κλείνει από νωρίς των παραθύρων τα πατζούρια, γιατί φοβάται.