ΠΟΛΥ συχνά τα τελευταία χρόνια, διακεκριμένοι συνταγματολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, και άλλοι αποφαίνονται ότι, αν επιτεύχθηκε κάτι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στη χώρα μας από το 1974 σε σχέση με το παρελθόν, αυτό είναι η «πολιτική σταθερότητα». Με την ίδια εκτίμηση συμφωνούν πλείστοι όσοι εγχώριοι και διεθνείς παράγοντες σε θέσεις υψηλής κυβερνητικής ευθύνης.

Όμως, η επιτευχθείσα σταθερότητα θα ήταν ευσταθής, διατηρήσιμη, και συνεπής με τις εθνικές προτεραιότητες, μόνο αν είχαμε επιτύχει το στόχο που βάλαμε όταν προσχωρήσαμε στη Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981.

Δηλαδή να συγκλίνουμε στο μέσο ευρωπαϊκό κατά κεφαλή εισόδημα, εύρος και ποιότητα δημόσιων υπηρεσιών, ανταγωνιστικότητα, κλπ. Tα δεδομένα και η ανάλυση οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πολιτική σταθερότητα είναι προσωρινή γιατί οι θεσμικές ρυθμίσεις που την διαμόρφωσαν υποσκάπτουν τις δυνατότητες της οικονομίας να συνεχίσει να την υποστηρίζει.

Τo Σχεδιάγραμμα 1 δείχνει την πορεία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) μεταπολεμικά. Ακολουθώντας το γράφημα από τα αριστερά προς τα δεξιά, μπορούμε να κάνουμε τρεις παρατηρήσεις.

Η πρώτη έχει να κάνει με την τάση του ρυθμού της οικονομικής ανάπτυξης, Από τη γραμμή με τις διακεκομμένες τελείες βλέπουμε ότι από το 1974 και μετά ήταν πτωτική. Η δεύτερη παρατήρηση σχετίζεται με το ρυθμό της μείωσης. Αυτός δεν είναι ενιαίος γιατί, κατά βραχύτερες χρονικές περιόδους, οι μέσοι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης ήταν ≈3.6% (1975-1981), ≈0.3% (1982-1993), ≈3.2% (1994-2009), και βαθιά αρνητικός από το 2010 μέχρι το 2022.

Τέλος, η τρίτη παρατήρηση είναι ότι ο μέσος ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης μειώθηκε από ≈7% την περίοδο 1954-1974, σε ≈1% τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Η τελευταία παρατήρηση έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί, σε αντίθεση με τους εκπληκτικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης που πέτυχε η χώρα την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης τη μεταπολίτευση έπεσε στο ναδίρ.

Έτσι, προκειμένου το πάθημα να μας γίνει μάθημα, χρειάζεται να ταυτοποιήσουμε τους κύριους παράγοντες που συνέβαλλαν σ’ αυτό το δυσάρεστο αποτέλεσμα και να τους αναστρέψουμε.

Από τη θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης γνωρίζουμε ότι ένας απ’ αυτούς τους παράγοντες είναι η πολιτική σταθερότητα. Συνεπώς, αν δεχθούμε ότι τη μεταπολίτευση επιτεύχθηκε, εύλογα προκύπτουν τα ερωτήματα: α) Πως μπορεί να εξηγηθεί ότι κατά την ίδια περίοδο οι ρυθμοί της οικονομικής ανάπτυξης κατέρρευσαν; β) Κάτω από το status quo, πόσο πιθανό είναι να επανέλθουν στην ανοδική τάση που υπαγορεύουν οι εθνικές προτεραιότητες και οι προσδοκίες των πολιτών; και γ) Εάν είναι απίθανο, μπορεί να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα; Οι τρεις ενότητες που ακολουθούν είναι αφιερωμένες σ’ αυτά τα ερωτήματα.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ, ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ, ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΑΝΟΜΗ

Η μεταπολίτευση ξεκίνησε και με την ψήφιση νέου συντάγματος στις 8 Ιουνίου 1975. Σ’ αυτό προστέθηκαν αρκετά νέα άρθρα τα οποία, σύμφωνα με όσα γράφει ο Κατρούγκαλος (2010), αν η αρχή του κοινωνικού κράτους το επιβάλλει, η ιδιοκτησία των πολιτών στο εισόδημά τους, στις αποταμιεύσεις τους, στον πλούτο τους γενικότερα, και μαζί οι γενικές και οι οικονομικές ελευθερίες, όπως πράγματι συνέβη, μπορούν να μετατραπούν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις σε «φύλλα συκής».

Αναπόφευκτα, ενώ ο μέσος ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης επιβραδυνόταν, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ έσπαζε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.

Με εξαίρεση μερικούς οικονομολόγους όπως ο γράφων, που συστηματικά κρούαμε τον κώδωνα του κινδύνου, μέχρι που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2008 η μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση, τίποτε δεν προμήνυε ότι οι αναταράξεις της θα έφθαναν γρήγορα στην Ελλάδα. Όταν λοιπόν το 2009 οι διεθνείς χρηματαγορές έκλεισαν, η μεγάλη οικονομική ύφεση που προέκυψε δοκίμασε δυνατά την πολιτική σταθερότητα. Τώρα γνωρίζουμε ότι, κατά τρόπο πρωτόγνωρο για μια τόσο μεγάλη κρίση, το πολιτικό σύστημα άντεξε στους πολυετείς κοινωνικούς κλυδωνισμούς από τις απώλειες σε ΑΕΠ (βλέπε Σχεδιάγραμμα 1), θέσεις εργασίας, εξαρθρώσεις αγορών όπως το κλείσιμο των τραπεζών, κλπ. Αλλά για να δούμε αν η πολιτική σταθερότητα είναι διατηρήσιμη, πρέπει να εγκύψουμε βαθύτερα στο μηχανισμό της αναδιανομής που λειτουργεί με βάση το «κοινωνικό συμβόλαιο» του Συντάγματος του 1975.

Ο μηχανισμός αυτός μεταφέρει πόρους από τους σχετικά λίγους δημιουργικούς και παραγωγικούς συμπολίτες μας στους σχετικά πολλούς, οι οποίοι από επιλογή προτιμούν στη ζωή δραστηριότητες λιγότερο αβέβαιες, και συνεπώς λιγότερο αποδοτικές.

Από τα χρόνια του Περικλή στη κλασσική Αθήνα μέχρι σήμερα, οι δημοκρατίες φημίζονται γιατί καταφέρνουν μέσω αναδιανομής να ελέγχουν την ακραία ανισότητα σε βάρος των πολλών χωρίς να ακυρώνουν τα κίνητρα δημιουργίας πλούτου από τους λίγους. Είναι πρόβλημα μέτρου ώστε να μην επιβραδύνεται η αναπτυξιακή διαδικασία και να μπαίνει η χώρα σε μια κατάσταση που χάνουν όλοι (lose-lose).

Συνοψίζοντας, ο μηχανισμός της αναδιανομής που θεμελιώθηκε στις σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος του 1975 κατέληξε στο άλλο άκρο. Το κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενο «κράτος δικαίου», λόγω της ακραίας αναδιανομής που εφαρμόζει, ανάγκασε τους συμπολίτες μας που προτιμούν να συσσωρεύσουν πλούτο, και μαζί την ελευθερία των επιλογών που προσφέρει, αναλαμβάνοντας επαγγελματικούς κινδύνους, είτε να γίνουν φοροκλέπτες, είτε να μεταναστεύσουν, είτε να απέχουν από την ανάληψη επενδυτικών κινδύνων. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που καταγράφτηκε. Πενήντα χρόνια πολιτικής σταθερότητας με μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1%, ήτοι οικονομική στασιμότητα.

ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Αν οι αγορές της εργασίας των προϊόντων και των υπηρεσιών αφεθούν να λειτουργούν σχετικά ελεύθερα, με τις ρυθμιστικές αρχές να παρεμβαίνουν επιλεκτικά ώστε να διακρατούνται ανοικτές στον έμπρακτο και στο δυνητικό ανταγωνισμό, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποια θα είναι τα αποτελέσματα.

Οι πόροι στην ιδιοκτησία των πολιτών, μαζί με τους δανειακούς που ενδιαφέρονται να κινητοποιήσουν, κατευθύνονται στις χρήσεις με τις μεγαλύτερες δυνατές αποδόσεις, ανεβάζοντας στο μέγιστο τα εισοδήματα από την εργασία των εργαζομένων, τα εισοδήματα από τις κεφαλαιοποιημένες αποταμιεύσεις των πολιτών, τα έσοδα του κράτους, και επομένως των δημόσιων αγαθών, το ΑΕΠ της χώρας, και προ πάντων την ελευθερία των επιλογών του καθενός.

Αυτή η πρόταση δεν σημαίνει ότι από τον ένα χρόνο στον άλλο τα αντίστοιχα συνολικά μεγέθη δεν αυξομειώνονται και δεν προκαλούν κύματα ικανοποίησης και απογοήτευσης. Το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς είναι από τη φύση του ευέλικτο ώστε να ανακαλύπτει και να ενσωματώνει καινούργιες γνώσεις με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής.

Συνεπώς, η έννοια της πρότασης είναι ότι ο επιχειρηματικός κύκλος, ο οποίος διαρκεί 3-5 χρόνια, εξελίσσεται πάνω σε μια ανοδική τάση.

Στην Ελλάδα, μεταπολεμικά, οι αγορές δεν αφέθηκαν ποτέ να λειτουργήσουν ελεύθερα. Αν κάποιος αναγνώστης ενδιαφέρεται να διαπιστώσει πως οι παγκόσμιες αλλαγές στις ιδέες της πολιτικής οικονομίας ερμηνεύτηκαν και επηρέασαν τις δημόσιες πολιτικές στη χώρα μας, δεν χρειάζεται να χαθεί στη βιβλιογραφία.

Το μόνο που έχει να κάνει είναι να παρακολουθήσει πως άλλαξαν οι ιδέες ενός ιστορικού προσώπου, το οποίο με την επιρροή που άσκησε από τις ανώτατες θέσεις διοικητικής και κυβερνητικής ευθύνης που θήτευσε, σημάδεψε αποφασιστικά τις μεταπολεμικές εξελίξεις.

Πρόκειται για τον Ξ. Ε. Ζολώτα, το ιστορικό αρχείο του οποίου είναι προσπελάσιμο και λειτουργεί ηλεκτρονικά υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Οποιοδήποτε οικονομολόγος, ο οποίος γνωρίζει την ελληνική οικονομία και δεν φοράει ιδεολογικούς φακούς, αποκλείεται να μην οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι σε κάποια μικρότερη η μεγαλύτερη μικρογραφία, η διάρθρωσή της προσομοιώνει το παραγωγικό πρότυπο που περιγράφεται στο βιβλίο Ζολώτας (1944/2009).

Το άρθρο 106 του Συντάγματος του 1975 συνοψίζει σε 297 λέξεις τι προτάθηκε από το συγγραφέα το 1944 και τι επιβεβαιώθηκε από τον ίδιο μερικά χρόνια πριν το θάνατο του το 2004 ότι εφαρμόστηκε, τουλάχιστο από τον ίδιο.

Εν ολίγοις, το παραγωγικό πρότυπο που έδωσε μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1% τη μεταπολίτευση απαρτίζεται από ένα σχετικά μικρό και κατακερματισμένο ιδιωτικό τομέα, ο οποίος δυναστεύεται, μέσω των θεσμών που πλαισιώνουν το προμνησθέντα μηχανισμό της αναδιανομής, από ένα σχετικά μεγάλο δημόσιο τομέα. Κατά κανόνα, ανάλογα με τις διεθνείς συγκυρίες, μπορεί να παρουσιάζει βραχυχρόνιες αναπτυξιακές αναλαμπές, αλλά δεν αφήνει περιθώρια για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες με μακροχρόνιο ορίζοντα.

Και προ πάντων, δεν βοηθάει τη χώρα να μετατραπεί σε ένα κέντρο ξένων άμεσων επενδύσεων (Investment Hub), εξέλιξη που είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η συνεχής τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής και της παραγωγικότητας.

Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια συγκυρία αισιόδοξων αναπτυξιακών προοπτικών. Εύχομαι να μακροχρονήσουν. Οσάκις ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας μας είναι πολλαπλάσιος του μέσου ευρωπαϊκού, κερδίζουμε γρήγορα πόντους στον πήχη της σύγκλισης και κίνητρα να ετοιμαστούμε για τις δυσκολίες που γνωρίζουμε ήδη ότι θα προκύψουν, όπως είναι για παράδειγμα η εκκρεμότητα του μεγάλου δημόσιου χρέους και το συνταξιοδοτικό.

Όμως, αν συνεχίσουμε με τις μικρές αλλαγές (Tweaks) που κάνουμε δεν θα μπορέσουμε να επιτύχουμε τον απαιτούμενο μέσο αναπτυξιακό ρυθμό ανάπτυξης. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, έχουμε ανάγκη από ένα νέο παραγωγικό πρότυπο, το οποίο δεν είναι άλλο από το αντίστροφο αυτού που περιέγραψα πολύ σύντομα πιο πάνω.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Σύμφωνα με τους Aisen, Veiga (2011):

Η πολιτική αστάθεια είναι ιδιαίτερα επιβλαβής λόγω της επιβράδυνσης που επιφέρει στη συνολική παραγωγικότητα των παραγωγικών συντελεστών (Total Factoρ Productivity-TFP), και σε μικρότερο βαθμό, της αποθάρρυνσης στην συσσώρευση φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου (σσ. 24-25).

Συνεπώς, το παράδοξο στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι, ενώ όλες οι ενδείξεις πιστοποιούν ότι κατά τη μεταπολίτευση η πολιτική σταθερότητα βελτιώθηκε σημαντικά σε σύγκριση με την περίοδο 1954-1974, η οικονομική ανάπτυξη ακολούθησε την αντίθετη πορεία, και μάλιστα με εξαιρετικά μεγάλη διαφορά.

Για τους φίλους αναγνώστες που είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν τους συλλογισμούς που παρέθεσα μέχρις εδώ, δεν θα πρέπει να υπάρχει παράδοξο. Η πολιτική σταθερότητα κατά τη μεταπολίτευση προέκυψε ως αποτέλεσμα του προμνησθέντος μηχανισμού της αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου. Η μεγάλη πλειοψηφία των συμπολιτών μας που επωφελήθηκαν, συνέβαλλαν μεν με τις πολιτικές επιλογές τους να επέλθει πολιτική σταθερότητα, αλλά οι επιπτώσεις της αναδιανομής, μαζί βέβαια με άλλους αρνητικούς παράγοντες, ώθησαν την οικονομική ανάπτυξη σε στασιμότητα.

Αυτή η ισορροπία είναι άκρως ασταθής. Για παράδειγμα, οι ανάγκες του δημοσίου ενόψει των αμυντικών δαπανών, του δημόσιου χρέους, του συνταξιοδοτικού, κλπ. θα συνεχίσουν να αυξάνονται ταχύτατα, ενώ η ήδη υψηλή φορολογία, που δεν μπορεί να μειωθεί λόγω του προμνησθέντος αναδιανεμητικού μηχανισμού, διώχνει συστηματικά τη φορολογική βάση, φουντώνει την παραοικονομία, μειώνει τη βέβαιη ισοδύναμη απόδοση των επενδύσεων, και γενικά προκαλεί οικονομικές στρεβλώσεις οι οποίες σε μια ανοικτή οικονομία με δημοκρατία Δυτικού τύπου είναι μάλλον απίθανο να μην μεταφραστούν σε πολιτική αστάθεια.

ΣΥΝΟΨΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το 2014, ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης, έκανε μια σύντομη αποτίμηση των εξελίξεων που είχαν λάβει χώρα μέχρι τότε στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, σε μια σημαδιακή παράγραφο γράφει:

Υπάρχουν πρακτικές που χαρακτήριζαν για εκατό και πλέον χρόνια τη χώρα και εξακολουθούν να καθορίζουν την ελληνική κοινωνία παρότι συντελούν στην υστέρησή της. Είναι αποδεκτές από τους ψηφοφόρους. Τις ενέκριναν και τις επιδοκίμασαν σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.

Με τα άρθρα περί των «κοινωνικών» και των «περιουσιακών» δικαιωμάτων του Συντάγματος του 1975, θεμελιώθηκε εκ των άνω ένας αναδιανεμητικός μηχανισμός του εισοδήματος και του πλούτου των πολιτών, ο οποίος συνετέλεσε μεν σημαντικά στην πολιτική σταθερότητα, αλλά, μαζί με άλλους παράγοντες, συνετέλεσε επίσης καθοριστικά και στην οικονομική στασιμότητα.

Είναι αυτή η ισορροπία σταθερή; Κατά την άποψη μου, ενόσω η αναδιανομή θα συνεχίζεται και τα πολιτικά κόμματα θα αρνούνται να ασκήσουν την υποχρέωση της ηγεσίας που έχουν στη δημοκρατία Δυτικού τύπου, και να προχωρήσουν στις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα, η οικονομική στασιμότητα θα μεταφραστεί αργότερα ή γρηγορότερα σε πολιτική αστάθεια.

Γι’ αυτό, αντί τα κόμματα εξουσίας να ανέχονται τη συνεχιζόμενη απαξίωση του ρόλου τους στη συνείδηση των πολιτών, επιβάλλεται να συνεννοηθούν ώστε να προχωρήσουν οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, χωρίς τις οποίες η χώρα θα μονιμοποιηθεί στην αναπτυξιακή στασιμότητα, με όλους τους εθνικούς κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Πηγές στα Ελληνικά

-Κατρούγκαλος, Γ. Σ. -Π., (2010), «Το «παρασύνταγμα» του μνημονίου και ο άλλος δρόμος». Νομικό Βήμα, Φεβρουάριος 2011.

-Μπήτρος, Γ. Κ., Καραγιάννης, Α. Δ., (2011-2012), «Οι σοσιαλιστικές καταβολές του x-Φιλελευθερισμού στην Ελλάδα,» Επιστήμη και Κοινωνία, 28, 167-206.

-Σημίτης, Κ., (2014), «Η Μεταπολίτευση, μία σύντομη αποτίμηση,» Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20.07.2014, Η Μεταπολίτευση, μία σύντομη αποτίμηση | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr).

-Ζολώτας, Ξ. Ε., (1944/2009), Δημιουργικός Σοσιαλισμός, 2η εκδ. 2009, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.

Πηγές στα Αγγλικά

-Aisen, A., Veiga, F. J., (2011), “How does political instability affect economic growth?” IMF Working Paper, WP/11/, How Does Political Instability Affect Economic Growth? (imf.org).

* Ο Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

bitros@aueb.gr