Ο Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος είναι ένας από τους ποιητές της περιώνυμης «γενιάς του ’70», ίσως όχι τόσο γνωστός όσο άλλοι, με μεγάλη, όμως, ποιητική παραγωγή και ποιοτικό έργο. Το ότι δεν έγινε ευρύτερα γνωστός ίσως οφείλεται στην επιμονή του να παρουσιάζει συλλογές που τις χαρακτήριζε η ανομοιογένεια, αφού περιλάμβαναν ποιήματα σε ελεύθερο στίχο και με ρίμα, δεκαπεντασύλλαβα ή χαϊκού και ό,τι άλλο είχε δουλέψει στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο εκδόσεις, με έναν τρόπο που έδινε την εντύπωση του συνονθυλεύματος ή «ατάκτως ερριμμένου».
Αυτή την εντύπωση, τουλάχιστον, σχημάτιζε ο αναγνώστης που παρακολουθεί το έργο του – και δεν το λέω μόνο εγώ, είναι διαπίστωση π.χ. και του Στάθη Γ. Αρμενιακού στο μελέτημά του «Ο ποιητής Αντώνης Παπαδόπουλος» (εκδ. Έκφραση, Λέρος, 1995).
Με ευχαρίστηση λοιπόν πήρα στα χέρια μου το τελευταίο έργο του κ. Αντώνη Παπαδόπουλου, «Fast food & κέρματα», που περιλαμβάνει αποκλειστικά χαϊκού – το χαϊκού είναι μια περιοριστική φόρμα για πολλούς λόγους, αλλά έστω! Η συνέπεια και η ομοιογένεια της τυπολογίας έδωσε επιτέλους στον αναγνώστη την αίσθηση της ασφάλειας που του είναι απαραίτητη για να μπορέσει να αρχίσει να απολαμβάνει το ποιητικό έργο στην ουσία του. Και έτσι, παρ’ ότι συνήθως αποφεύγουμε στο στίγμαΛόγου να ασχολούμαστε με συλλογές που περιλαμβάνουν μόνο χαϊκού, αποφάσισα να γράψω σχετικά.
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος είναι ένας ποιητής έντιμος. Το έχει αποδείξει αυτό σε όλες του τις συλλογές. Γράφει τίμια, δεν θέλει να μας ξεγελάσει, να μας τάξει και μετά να μας μπερδέψει. Ίσα-ίσα, για να μη μείνει καμία αμφιβολία, γράφει με έναν τρόπο που αντιστέκεται στον ακαδημαϊσμό, τον ελιτισμό και τις λυρικές φιοριτούρες. Όχι ότι η ποίησή του δεν έχει λυρισμό. Έχει, αλλά είναι όσος πρέπει, δεν ξεφεύγει και δεν γίνεται δακρύβρεχτος συναισθηματισμός. Ο στίχος του είναι απέριττος, ισορροπημένος, κι ας είναι γεμάτος ψυχικές εξάρσεις, πάθος και πόθο. Πρόκειται για μια ποίηση απλή.
Το θέμα με την απλή ποίηση είναι ότι μπορεί να γίνει δίκοπο μαχαίρι. Θα υπάρξουν κάποιοι που θα την πουν μαγική, θα υπάρξουν και άλλοι που θα πουν ότι παίζει φθηνά παιχνίδια. Δεν έχει μεγαλείο, της λείπει το υψηλό, όμως ταυτόχρονα της λείπουν ο κομπασμός και η ξιπασιά. Για μένα η μεγαλοστομία δεν είναι από τις προϋποθέσεις της καλής ποίησης. Και όποιος επιζητεί το υψηλό μπορεί να πάρει την Αγία Γραφή να διαβάσει.
Εμένα μου αρκούν ποιήματα όπως αυτά:
IV
Ας ταξιδέψω.
Γι’ αποσκευές αρκούνε
οι λίγοι στίχοι.
V
Έρχονται… Φεύγουν…
Ο σταθμός ερημώνει.
Έρημος κι εσύ.
ΧΧ
Να γράψει στίχους
στο χαρτί ήθελε. Μα
αυτοί πετούσαν.
XLII
Βγήκα στη βροχή,
μα η φωτιά μέσα μου
άσβεστη μένει.
XLV
Ξέσκεπο κορμί
κολυμπά μες στο όνειρο
κι όμως ιδρώνει.
Αυτά από την πρώτη ενότητα, “Fast food”. Η δεύτερη ενότητα “Κέρματα” φέρει την αφιέρωση «Στην αλησμόνητη Μάρα μου» και προφανώς περιλαμβάνει χαϊκού γραμμένα με αφορμή την απώλεια της συντρόφου. Ωστόσο κάποια χαϊκού της πρώτης ενότητας θα μπορούσαν να είχαν ενταχθεί στη δεύτερη και το αντίστροφο, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τη συνέπεια της συλλογής. Μερικά χαϊκού από τη δεύτερη ενότητα:
Κοίταζε τόσα
μπροστά του. Τώρα βλέπει
κυπαρίσσια πια.
Καλοκαιράκι,
μα εσύ ακίνητη
και παγωμένη.
Πάνω του λάμπει
ο ουρανός. Μέσα του
σκοτάδι βαθύ.
Δύει ο ήλιος.
Αρχίζει η αγρύπνια
της μοναξιάς μου.
Ψέματα λέω
πως έφυγες. Ακόμα
σε βλέπω παντού.
Η μοναξιά της ύπαρξης, η αναμέτρηση με το μοιραίο και το αναπάντεχο, το στοίχημα του έρωτα, η απόρριψη ή η αποδοχή του παραμένουν τα βασικά θέματα που απασχολούν αυτόν τον ευαίσθητο και τρυφερό ποιητή, όπως και σε προηγούμενες συλλογές του. Χαίρομαι όμως πραγματικά που σε αυτήν εδώ βρήκε έναν ενιαίο, συνεπές τρόπο διαπραγμάτευσής τους και εύχομαι να συνεχίσει έτσι.