Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί των δημόσιων σχολείων στη Βικτώρια επιθυμούν να εγκαταλείψουν τη Δημόσια Εκπαίδευση, καθώς δηλώνουν ότι νιώθουν καταβεβλημένοι από τα πολλά και ποικίλα καθήκοντα που επωμίζονται, δεν πληρώνονται επαρκώς, αλλά και ότι βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με αυξανόμενα επίπεδα επιθετικής συμπεριφοράς τόσο από τους μαθητές όσο και από τους γονείς, σύμφωνα με νέα στοιχεία ακαδημαϊκής έρευνας.

Ειδικότερα, μια έρευνα του Πανεπιστημίου Monash, που διεξήχθη σε δείγμα 8.000 εκπαιδευτικών, διευθυντών και σχολικών βοηθών σε ολόκληρη την Πολιτεία, αποκάλυψε ότι μόνο τρεις στους δέκα εκπαιδευτικούς προγραμματίζουν να παραμείνουν στο δημόσιο σχολείο μέχρι τη συνταξιοδότησή τους, ενώ το 40% σκέφτεται ήδη την αποχώρηση από το εν λόγω επάγγελμα.

Σύμφωνα με αποτελέσματα της έρευνας, με επικεφαλής την καθηγήτρια Fiona Longmuir, από τη Σχολή Εκπαίδευσης του Monash, διαπιστώθηκε ότι ο διογκωμένος φόρτος εργασίας και οι χαμηλές αμοιβές αποτελούν τους κυριότερους λόγους για τους οποίους πολλοί εκπαιδευτικοί σκέφτονται να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους, ενώ ακολουθεί η έλλειψη σεβασμού από μέλη της κοινότητας προς το επάγγελμα των εκπαιδευτικών.

Η βία που υφίστανται οι εκπαιδευτικοί και τα άλλα μέλη του σχολικού προσωπικού από τους μαθητές, η παραβατική συμπεριφορά των μαθητών, καθώς και η τάση των γονέων να προκαλούν τριβές με την συμπεριφορά τους προς τους εκπαιδευτικούς, αναφέρθηκαν επίσης ως παράγοντες που ενδέχεται να ωθήσουν πολλούς εκπαιδευτικούς να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους.

«Ποτέ δεν προσλήφθηκα για να εργάζομαι με βίαιους μαθητές, αλλά αυτό έχει γίνει το αντικείμενο της δουλειάς μου», δήλωσε ένας ανώνυμος συμμετέχων στην έρευνα του Monash.

Το συνδικάτο των εκπαιδευτικών δήλωσε ότι τα αποτελέσματα της έρευνας αποκάλυψαν ότι η αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση ποιότητας στην εκπαίδευση.

Η κα Longmuir και η ομάδα της πρότειναν μια σειρά από συστάσεις οι οποίες έχουν ως στόχο να παροτρύνουν τους εκπαιδευτικούς και τους διευθυντές να παραμείνουν στις θέσεις τους, συμπεριλαμβανομένων αυξήσεων στους μισθούς, παροχής μεγαλύτερης ευελιξίας όσον αφορά τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου τους, μείωσης του φόρτου εργασίας τους, και παροχής πρόσθετης υποστήριξης.

Η διευθύντρια του δημοτικού σχολείου Victoria Road, Lisa Branch, ανέφερε ότι ενώ τα περιστατικά βίας και επιθετικότητας από μαθητές προς τους εκπαιδευτικούς είναι σπάνια στο σχολείο του Lilydale, παρατηρείται μία γενικότερη αύξηση περιστατικών σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα.

«Βλέπουμε περισσότερα τέτοια περιστατικά επειδή υπάρχει δυσφορία στην κοινότητα», είπε η κα Lisa Branch.

Επιπλέον επεσήμανε ότι η ύπαρξη της οικογενειακής βίας, αποτελεί ένα «ανησυχητικό» φαινόμενο κατά το οποίο «τα παιδιά γίνονται μάρτυρες καταστάσεων που δεν θα έπρεπε—έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο και εκτίθενται σε περιεχόμενο που δεν είναι κατάλληλο για την ηλικία τους».

«Αυτό εκδηλώνεται ως επιθετικότητα και βία για διάφορους λόγους, και είναι δύσκολο για τους ανθρώπους να το διαχειριστούν, ενώ είναι εξαιρετικά αποθαρρυντικό να εργάζονται σε τέτοιες συνθήκες», πρόσθεσε η κα Branch.

Επιπλέον, ολοένα και περισσότεροι γονείς επιδεικνύουν επιθετική συμπεριφορά προς το προσωπικό του σχολείου..

«Φαίνεται ότι οι γονείς δεν σέβονται ή υποτιμούν τη δουλειά που κάνουμε εδώ στο σχολείο», δήλωσε η κα Branch, συμπληρώνοντας ότι κάτι τέτοιο «μπορεί να οδηγήσει σε επιθετικότητα σε ορισμένες περιπτώσεις», και ότι το εν λόγω «φαινόμενο παρατηρείται σε όλη την Πολιτεία και σε ολόκληρη τη χώρα».

«Δεν μας αντιμετωπίζουν με τον σεβασμό που μας αξίζει».

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Monash ανέφεραν επίσης ότι οι πιο πιθανοί «υποψήφιοι» να εγκαταλείψουν το επάγγελμα, ήταν οι εκπαιδευτικοί που ανήκουν στη μέση φάση της επαγγελματικής τους πορείας, δηλαδή εκείνοι που έχουν αποκτήσει από έξι έως 20 χρόνια εμπειρίας όσον αφορά τη διδασκαλία στον τομέα της εκπαίδευσης.

«Αυτό θα είχε σοβαρές συνέπειες για τη μελλοντική ηγεσία (των σχολείων), καθώς ήδη παρατηρείται έλλειψη ‘ποιοτικών’ διευθυντών», διαπίστωσαν οι ερευνητές, αναφέροντας επίσης στην έκθεσή τους ότι υπάρχει αυξημένη «ανησυχία για το μέλλον της ηγεσίας στα σχολεία της Βικτώριας».

Το 2022, οι περισσότεροι από τους 52.000 εκπαιδευτικούς των κυβερνητικών σχολείων της Βικτώριας αποδέχθηκαν μια νέα τετραετή συμφωνία για τον εργασιακό χώρο, η οποία περιλάμβανε ετήσια αύξηση μισθών κατά 2% και μείωση του χρόνου διδασκαλίας κατά 1,5 ώρα κάθε εβδομάδα.

Η πολιτειακή κυβέρνηση συμφώνησε επίσης να προσλάβει επιπλέον 1.900 εκπαιδευτικούς.

Ωστόσο, οι συμμετέχοντες στην έρευνα του Πανεπιστημίου Monash ανέφεραν ότι εξακολουθούν να εργάζονται κατά μέσο όρο 12,5 ώρες απλήρωτης εργασίας κάθε εβδομάδα, κάτι που αποτελεί βασικό παράγοντα πηγής δυσαρέσκειας.

Μάλιστα οι διευθυντές των σχολείων που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν ότι εργάζονται κατά μέσο όρο 17,5 ώρες επιπλέον κάθε εβδομάδα.

Η κα Branch, η οποία επιβλέπει περισσότερους από 200 μαθητές σε σχολεία στα ανατολικά προάστια της Μελβούρνης, δήλωσε ότι έχει εργαστεί πολλές ώρες, συχνά υπερβαίνοντας τις απαιτούμενες εργάσιμες ώρες.

«Αν δεν αναγκαζόμασταν να ‘αποσυνδεθούμε’ [από τις επαγγελματικές μας υποχρεώσεις] θα μπορούσαμε να δουλεύουμε 24 ώρες το 24ωρο δεδομένης της ποσότητα της δουλειάς στην οποία καλούμαστε να ανταπεξέλθουμε», είπε.

«Οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα προτού οδηγηθούν σε επαγγελματική εξουθένωση (burn out)».

Η πρόεδρος του παραρτήματος της Αυστραλιανής Ένωσης Εκπαίδευσης στη Βικτώρια, Meredith Peace, δήλωσε ότι για η εν λόγω κρίση αποτελεί ευθύνη της πολιτειακής κυβέρνησης.

«Χωρίς σημαντική και άμεση δράση για τη διατήρηση του υπάρχοντος προσωπικού, η κρίση έλλειψης εκπαιδευτικών που πλήττει τα δημόσια σχολεία της Βικτώριας θα επιδεινωθεί», τόνισε η κα Peace.

Επιπλέον κατηγόρησε την κυβέρνηση των Εργατικών, για το γεγονός ότι «δεν έχει λάβει επαρκή μέτρα για να διορθώσει την κρίση έλλειψης εκπαιδευτικών και δεν έχει προχωρήσει σε νέες ενέργειες για την επίλυση του προβλήματος εδώ και πάνω από 12 μήνες».

«Αυτή η νέα έρευνα είναι μια προειδοποίηση για τον υπουργό Παιδείας [Ben] Carroll και τον πρωθυπουργό», συμπλήρωσε η κα Peace.

Τον Μάιο, ο υπουργός Παιδείας, Ben Carroll ανέλαβε την εκκίνηση μιας ευρείας επανεξέτασης του φόρτου εργασίας των εκπαιδευτικών, του βοηθητικού προσωπικού και των διευθυντών, και δήλωσε ότι η κυβέρνηση των Εργατικών είχε ήδη δαπανήσει 67 εκατομμύρια δολάρια για να απαλλάξουν τους εκπαιδευτικούς από τον φόρτο εργασίας που καλούνται να διαχειριστούν στο κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα.