Λένε ότι όσο μεγαλώνουμε γινόμαστε περισσότερο σαν τους γονείς μας. Μεγαλώνοντας στη Μελβούρνη ως μικρό παιδί στη δεκαετία του 1970, ένα από τα καθήκοντά μου ήταν να φέρνω στο σπίτι κάθε Δευτέρα και Πέμπτη ένα αντίτυπο της ελληνικής εφημερίδας «Νέος Κόσμος».

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει με αρκετή σιγουριά ότι ο «Νέος Κόσμος» ήταν στο σπίτι των περισσότερων ελληνικών νοικοκυριών, ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι στη ζωή των μεταναστών της πρώτης γενιάς. Δεν υπήρχαν πολλά ελληνικά ειδησιογραφικά πρακτορεία, δεν υπήρχε το διαδίκτυο.

Ο «Νέος Κόσμος» ήταν η πρώτη πηγή ειδήσεων για τις εξελίξεις στην Ελλάδα και την παροικία της Μελβούρνης. Ο πατέρας μου πήγαινε κατευθείαν στις πίσω, αθλητικές σελίδες για τα ποδοσφαιρικά νέα και αποτελέσματα. Ενώ η μητέρα μου κοίταζε στις σελίδες με τις αναγγελίες θανάτου και τα μνημόσυνα. Συχνά την κορόιδευα και έλεγα «πάλι με τους πεθαμένους ασχολούμαστε; Συμβαίνουν τόσο ενδιαφέροντα πράγματα στον κόσμο». Είχε μια τυπική απάντηση: «ίσως αναγνωρίσω κάποιον».

Οι γονείς μου είναι τώρα συνταξιούχοι, αλλά τους φέρνω ακόμα την εφημερίδα, μιας και οι συνήθειές τους δεν έχουν αλλάξει. Αλλά, οι δικές μου έχουν αλλάξει. Και εγώ στρέφομαι προς τις αναγγελίες θανάτου. Γιατί;

Λοιπόν, για να δω εάν αναγνωρίζω κάποιον. Είμαι σε μια ηλικία όπου όλοι οι συνομήλικοι και φίλοι μου έχουν ηλικιωμένους γονείς που ασχολούνται με θέματα γήρανσης και υγείας.

Δεύτερον, είναι μια γενιά που θαυμάζω και εκτιμώ αφάνταστα. Ήρθαν στην Αυστραλία φορτωμένοι με τις αναμνήσεις και τα τραύματα του ταραχώδους 20ού αιώνα της Ελλάδας (Κατοχή, Εμφύλιος Πόλεμος, τα χρόνια της Χούντας κ.λπ.). Εμείς, τα παιδιά τους, είμαστε οι κληρονόμοι της επιμονής τους, της στωικότητάς τους, της εργατικότητάς τους, των θυσιών τους, των απραγματοποίητων ονείρων τους, των αστοχιών τους και των πόνων τους.

Επιπλέον, μου αρέσει να κοιτάζω τις αναγγελίες θανάτου λόγω του πάθους μου για τη Γεωγραφία. Από πού προήλθε, συγκεκριμένα, αυτή η γενιά της μαζικής μετανάστευσης; Θυμάμαι τα χρόνια του δημοτικού σχολείου όπου γνώριζα όλες τις πρωτεύουσες των 52 Νομών της Ελλάδας μόνο, αργότερα έμαθα τις πρωτεύουσες των οκτώ Πολιτειών και Περιοχών της Αυστραλίας. Έτσι ήταν τότε το ελληνικό σχολείο. Πολλά πράγματα τα μάθαινες απ’ έξω και επικρατούσε μια κυρίαρχη μεθοδολογία διδασκαλίας – το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση.

Για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, αποφάσισα να εξετάσω 1.192 αναγγελίες θανάτου που δημοσιεύτηκαν στον «Νέο Κόσμο» και να καταγράψω τα στοιχεία των εκλιπόντων: ονόματα, ηλικίες, τόπους καταγωγής. Αποκλείστηκαν άτομα γεννημένα στην Αυστραλία. Σκοπός ήταν να εντοπιστεί ο τόπος καταγωγής των Ελλήνων μεταναστών που έφτασαν στη μεταπολεμική περίοδο και κατοικούσαν στη Μελβούρνη. Αυτό συνέβη κυρίως στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, αν και στις αρχές του ’70 αυτές οι ροές μειώθηκαν σημαντικά.

Πώς καθόρισα το μέγεθος του δείγματος που θα μου επέτρεπε με ένα εύστοχο τρόπο να κάνω ορθές γενικεύσεις και να βγάλω σωστά συμπεράσματα;

Περισσότεροι από 150.000 μεταπολεμικοί Έλληνες μετανάστες ήρθαν στην Αυστραλία, η πλειοψηφία εκ των οποίων εγκαταστάθηκε στην Πολιτεία της Βικτώριας.

Η στατιστική ανάλυση δείχνει ότι με μεγέθη πληθυσμού άνω των 100.000 ατόμων, ένα δείγμα που αποτελείται από 1.056 άτομα, θα οδηγήσει σε δεδομένα που καταγράφουν τάσεις με απόκλιση συν ή πλην 3% και όριο αξιοπιστίας 95%. Για απόκλιση συν ή πλην 2% απαιτεί το μέγεθος του δείγματος των 2.345 ατόμων, ενώ το 1% χρειάζεται 8.763 άτομα.

Αν και είναι χρονοβόρο, μπορεί κανείς να προσπαθήσει να αυξήσει το μέγεθος του δείγματος για να ελαχιστοποιήσει την απόκλιση, αλλά αυτό δεν θα έχει αντίκτυπο στις γενικές τάσεις και στα βασικά συμπεράσματα που εξάγονται από ένα μέγεθος του δείγματος των 1.056 ατόμων. Τα μόνα νέα δεδομένα που θα εμφανιστούν θα είναι περιφερειακά στοιχεία, στατιστικά ασήμαντα. Χρησιμοποιήθηκε ένα ελαφρώς μεγαλύτερο μέγεθος του δείγματος των 1.192 ατόμων, καθώς αυτό συγκέντρωσε δεδομένα από τους τελευταίους 12 μήνες (14 Αυγούστου 2023 έως 15 Αυγούστου 2024).

Επιπλέον πληροφορίες από γραφεία κηδειών που ειδικεύονται σε ελληνικές κηδείες αναφέρουν ότι σε πολύ λίγες περιπτώσεις η οικογένεια επιλέγει να μη δημοσιευθεί η αναγγελία θανάτου στον «Νέο Κόσμο».

Το μέγεθος του δείγματος των 1.192 ατόμων είχε ελαφρώς περισσότερους άνδρες (54,7%) από γυναίκες (45,3%). Έδειξε μέσο προσδόκιμο ζωής 85,3 χρόνια, 86,1 χρόνια για τις γυναίκες και 84,7 χρόνια για τους άντρες. Αυτό το αποτέλεσμα συγκρίνεται πολύ ευνοϊκά με τον εθνικό μέσο όρο της Αυστραλίας των 83,9 ετών, σχεδόν ενάμιση χρόνο υψηλότερο.

Ο μέσος όρος στην Ελλάδα είναι 82,8 χρόνια. Χωρίς αμφιβολία ο τρόπος ζωής και η διατροφή έπαιξαν ρόλο σε αυτά τα στοιχεία. Αυτό έχει αποδειχθεί και από προηγούμενες μελέτες. Η επικράτηση του μαγειρεμένου σπιτικού φαγητού, η συγκέντρωση στο οικογενειακό τραπέζι, ο μεσημεριανός ύπνος μετά τα γεύματα είναι μερικοί παράγοντες που συμβάλλουν.

Η πρόκληση για τους Ελληνοαυστραλούς της δεύτερης γενιάς είναι εάν μπορούν να διατηρήσουν κάποιες από αυτές τις θετικές συνήθειες ή θα επιστρέψουν στον χαμηλότερο αυστραλιανό μέσο όρο.

Η συμβουλή μου στις νεότερες γενιές είναι: απολαύσετε τα όσπρια, αναπτύξετε μια εκτίμηση για τα χόρτα, δεν υπάρχει καλύτερο από το ελαιόλαδο, λίγο μέτρο στα παϊδάκια, να βελτιώσετε τις δεξιότητές σας στη μαγειρική στο σπίτι και να ασχοληθείτε με την κηπουρική.

*Τα στοιχεία στον παραπάνω πίνακα αφορούν Έλληνες της Μελβούρνης μόνο

Από ποιες περιοχές κατάγονταν οι μεταπολεμικοί μετανάστες; Το ότι παραπάνω από μισοί (56,1%) κατάγονται από Πελοπόννησο (31,0%) και Μακεδονία (25,1%) νομίζω δεν αποτελεί έκπληξη εάν υπολογίσουμε τις προσωπικές μας εμπειρίες. Μακρινός τρίτος προορισμός αποτελούν τα Νησιά του Αιγαίου, όπου κυριαρχούν σε μεγάλο βαθμό μετανάστες από τη Λήμνο και τη Λέσβο.

Στην τέταρτη θέση, που μπορεί να είναι και λίγο έκπληξη, είναι η Στερεά Ελλάδα, κυρίως ο νομός της Αιτωλοακαρνανίας που περιέχει τις πόλεις Μεσολόγγι, Αγρίνιο και Ναύπακτο.

Η Κύπρος είναι στην πέμπτη θέση και αυτό είναι ενδιαφέρον καθώς το μεγαλύτερο μέρος της κυπριακής μετανάστευσης πιθανώς πραγματοποιήθηκε μετά την τουρκική εισβολή του 1974.

Η Λευκάδα κυριαρχεί από τα Επτάνησα και τα Χανιά από την Κρήτη, ως τόποι προέλευσης μεταναστών.

Οι χαμηλές κατατάξεις για τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Θράκη, πιθανότατα οφείλονται στη μεγαλύτερη μετανάστευση προς τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες.

Η καταγωγή των μεταναστών που πήγαν στη Δυτική Γερμανία ήταν κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία, Θεσσαλία, Ήπειρος και Θράκη), αλλά και από τα Επτάνησα και την Κρήτη. Ήταν πολύ λιγότεροι από τη νότια Ελλάδα.

Η Αυστραλία έγινε προορισμός για τους Αιγυπτιώτες Έλληνες μετά την επικράτηση του Νασσερισμού στην Αίγυπτο τη δεκαετία του 1950, ενώ η Τουρκία βρίσκεται στον πίνακα λόγω της μείωσης των ελληνικών πληθυσμών στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Είναι κατανοητό το ότι υπάρχει η Γεωργία στις περιοχές. Υπάρχει ελληνική παρουσία στον Καύκασο από την αρχαιότητα. Επίσης, ο Καύκασος υπήρξε και καταφύγιο για διωγμένους Ποντιακούς πληθυσμούς.

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι εάν το μέγεθος του δείγματος αυξανόταν, περισσότερες περιοχές θα εμφανίζονταν στον πίνακα. Για παράδειγμα, θα εμφανίζονταν πρώην σοβιετικά κράτη όπως Καζακστάν και Ουζμπεκιστάν (Τασκένδη).

*Τα στοιχεία στον παραπάνω πίνακα αφορούν Έλληνες της Μελβούρνης μόνο

Ο παραπάνω πίνακας, ο οποίος περιγράφει την επαρχιακή καταγωγή των μεταπολεμικών μεταναστών, ίσως δεν αποτελεί έκπληξη για πολλούς. Βάση των δραστηριοτήτων των τοπικών ελληνικών συλλόγων και τις εμπειρίες και συναναστροφές των Ελλήνων της Μελβούρνης, πιο πολλοί έχουν κάποιες εκτιμήσεις.

Ποιος δε γνωρίζει κάποιον από τη Μεσσηνία (Καλαμάτα), ειδικά εάν μένεις στα νοτιοδυτικά προάστια; Θα συναντήσετε πολλούς Φλωρινιώτες στα βόρεια προάστια της Μελβούρνης, ενώ οι Λάκωνες κυριαρχούν στο Brunswick και το Coburg. Πέντε (Μεσσηνία, Λακωνία, Αρκαδία, Αχαΐα, Κόρινθο) από τους επτά Νομούς της Πελοποννήσου βρίσκονται στις δέκα πρώτες θέσεις καταγωγής. Η Λέσβος κατέχει την τρίτη θέση, όπου οι Λημνιοί και οι Λέσβιοι είναι σχεδόν ισάριθμοι.

Στα αποτελέσματα δεν εμφανίζονται μετανάστες από τους Νομούς Ροδόπης (Κομοτηνή) και Πρέβεζα. Σίγουρα, θα εμφανίζονταν εάν είχαμε μεγαλύτερο δείγμα, αλλά δε θα είχε αντίκτυπο στη μεγάλη εικόνα. Αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι έφτασαν στη Μελβούρνη από τη θρακική Ροδόπη- μεγάλωσα με πολλούς από αυτούς. Αλλά επειδή ανήκουν στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, τα στοιχεία τους δεν αναγράφονται στις αναγγελίες θανάτου του «Νέου Κόσμου».

Όσον αφορά τα ονόματα, όλα φαίνονται αρκετά προβλέψιμα. Τα πιο συνηθισμένα ανδρικά ονόματα σε φθίνουσα σειρά είναι Γεώργιος, Κωνσταντίνος, Ιωάννης, Δημήτριος και Νικόλαος. Ενώ στις γυναίκες η Μαρία και η Ελένη προηγούνται με μεγάλη διαφορά και ακολουθούν η Παναγιώτα, η Βασιλική και η Αναστασία.

Είναι δύσκολο να γίνει μια ακριβής αξιολόγηση αυτών των ατόμων με μικρασιαστική και ποντιακή καταγωγή, καθώς το επώνυμο δεν είναι πάντα προφανές. Μετρώντας τις καταλήξεις επωνύμων που τελειώνουν σε -ίδης, -ιάδης και -όγλου, δίνει μια εκτίμηση στο περίπου 10% ως κατώτερο όριο.

Τις δεκαετίες του ’70 και ’80 υπήρχαν μόνο μία ή δύο σελίδες με αναγγελίες θανάτων και μνημόσυνα στον «Νέο Κόσμο». Σήμερα σε μια… κακή μέρα, αυτό θα μπορούσαν να είναι πέντε ή έξι σελίδες.

Σε 10-15 χρόνια, αυτή η θαυμαστή μεταπολεμική γενιά θα έχει φύγει από αυτόν τον Κόσμο.

Οι λίγες χιλιάδες, γεννημένοι στην Ελλάδα Έλληνες, που θα έχουν απομείνει στη Μελβούρνη θα αποτελούνται κυρίως από αυτούς που έχουν φτάσει την τελευταία δεκαετία εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Πώς θα αναλογίζονται οι υπάρχουσες γενιές την εξαφάνιση αυτής της πρωτοποριακής γενιάς; Η μελέτη των αναγγελιών θανάτου επιτρέπει να έχουμε πρόσβαση σε σημαντικό πολιτιστικό και κοινωνικό υλικό για να κατανοήσουμε καλύτερα την προσφορά τους.

*Ο Δρ Νίκος Ντάλλας είναι ερευνητής και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης.