Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπό την προεδρία της Α.Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, με την παρουσία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Μακαρίου, προέβη ομοφώνως στην έγκριση του νέου Συντάγματος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, σύμφωνα με σχετικό ανακοινωθέν.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται, το νέο Σύνταγμα, το οποίο αντικαθιστά εκείνο του 1959, «αποσκοπεί στην αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των σύγχρονων αναγκών και στην καλύτερη διαχείριση των προκλήσεων που ανακύπτουν για την τοπική Εκκλησία κατά την είσοδο στη δεύτερη εκατονταετία της ζωής της».
Επισημαίνεται ότι το νέο Σύνταγμα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας:
– Προβλέπει τη διατήρηση των θεσμών της Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως και του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου.
– Εισάγει το Συνοδικό Σύστημα ως σύστημα αποτελεσματικότερης διοίκησης επί τη βάσει των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας (Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος) και την σύσταση έξι Επισκοπών.
– Προβλέπει ότι τα οικονομικά – διαχειριστικά ζητήματα των Ενοριών παραμένουν στην αρμοδιότητα του Consolidated Trust της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, των δε Κοινοτήτων στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Συμβουλίων τους, όπως ισχύει μέχρι και σήμερα.
Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Μακάριος, οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι, ο ιερός Κλήρος και ο ευσεβής λαός της Ορθοδόξου εν Αυστραλία Εκκλησίας εκφράζουν, εκ βάθους καρδίας, την ευγνωμοσύνη τους προς την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και προς τα μέλη της περί Αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου, για την ιστορική αυτή απόφαση και κυρίως για την επαναβεβαίωση της αδιαπτώτου μέριμνας της Μητρός Εκκλησίας και του Πατριάρχου για την κατά Θεόν πρόοδο και προκοπή του χριστεπωνύμου πληρώματος της πέμπτης ηπείρου.
Προετοιμάζονται δε με χαρά να υποδεχθούν τον Πρώτο της ιερωσύνης των Ορθοδόξων, τον προσεχή Οκτώβριο για να εορτασθεί, με την ευλογητή παρουσία του Πατριάρχου του Γένους, η εκατοστή επέτειος από της ιδρύσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας.
Το ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου επισήμανε ότι συνήλθε «ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου καί συνεζήτησεν ἐκτενῶς τό θέμα τοῦ νέου Συντάγματος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, τό ὁποῖον καί ἐνεκρίθη ὁμοφώνως.
Προσκληθείς παρέστη κατά τήν συζήτησιν καί ὁ Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Μακάριος, ὁ ὁποῖος ἀπήντησεν εἰς σχετικάς ἀπορίας καί ἐρωτήσεις τῶν ἁγίων συνοδικῶν παρέδρων καί ἐδέχθη ἐν τέλει τά θερμά συγχαρητήρια αὐτῶν».
ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ
Ακόμα, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου απεφάσισε ομόφωνα να γίνει δεκτή η εισήγηση της Εκκλησίας της Ελλάδος περί κατατάξεως στο αγιολόγιο της Εκκλησίας του μακαριστού μοναχού Χριστοφόρου Παναγιωτοπούλου, του επιλεγομένου Παπουλάκου.
Η μνήμη του θα τιμάται στις 18 Ιανουαρίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.
Ο Όσιος Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε το 1770 στο χωριό ‘Αρμπουνας της επαρχίας Καλαβρύτων του Νομού Αχαΐας και αρχικά εργαζόταν ως κρεοπώλης. Όταν πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο αρχικά μόνασε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, ενώ αργότερα ασκήτεψε σε καλύβι κοντά στο χωριό του.
Έμεινε στην απομόνωση για περίπου 20 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθε γραφή και ανάγνωση. Σε ηλικία 80 ετών πήρε την απόφαση να κηρύξει. Η φήμη του διαδόθηκε γρήγορα, αφού είχε τον δικό του μοναδικό τρόπο να συνεπαίρνει το κοινό. Κυρίως κήρυττε εναντίον της μοιχείας και της κλοπής και υπέρ της προσευχής. Μέσα από τα κηρύγματά του καυτηρίαζε την πολιτική της Βαυαρικής διακυβέρνησης στη χώρα και τη συγκατάβαση σε αυτήν της Συνόδου της Εκκλησίας. Παραπέμφθηκε ενώπιον του Επισκόπου Καλαβρύτων, ο οποίος τον επέπληξε και του ζήτησε να περιορίσει τα κηρύγματά του.
Έξι μήνες αργότερα ο «Παπουλάκος» ξεκίνησε περιοδεία στη νότια Πελοπόννησο, συγκεντρώνοντας χιλιάδες κόσμο στο πέρασμά του. Ύστερα από πιέσεις, ο Βασιλιάς Όθων υπέγραψε διάταγμα για τον περιορισμό του «Παπουλάκου» σε μοναστήρι.
Ο «Παπουλάκος» κατέφυγε στη Μάνη για να σωθεί. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να στείλει άμεσα τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη με επιτελείο αξιωματικών για να τον συλλάβουν, αλλά ο στρατός βρέθηκε περικυκλωμένος από 2.000 Μανιάτες.
Στις 21 Ιουνίου 1852 συνελήφθη από τον στρατό, και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ρίου, όπου έμεινε δύο χρόνια στην απομόνωση. Επρόκειτο να δικαστεί από το κακουργιοδικείο Αθηνών ως στασιαστής, όμως τα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου υποχρέωσαν τον Όθωνα να του δώσει αμνηστία, αλλά εξορίστηκε στη Μονή Παναχράντου της ‘Ανδρου, όπου εκοιμήθη και ετάφη το 1861.