Μια φορητή συσκευή στο μέγεθος ενός… κουτιού σπίρτων ενδέχεται να μεταβάλει ριζικά τον τρόπο διάγνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ παγκοσμίως.
Η πρώτη -στο είδος της- εξέταση αίματος για τη νόσο Αλτσχάιμερ, που αναπτύχθηκε από μηχανικούς του Πανεπιστημίου Monash στη Βικτώρια, θα μπορούσε να προσφέρει τη δυνατότητα σε γιατρούς να διαγιγνώσκουν γρήγορα τη νόσο, η οποία είναι η πιο κοινή μορφή άνοιας.
Ειδικότερα, υπολογίζεται ότι περίπου 472.000 Αυστραλοί ζουν με άνοια και Αλστχάιμερ, μια ασθένεια του εγκεφάλου που επηρεάζει τη μνήμη, τη σκέψη και τη συμπεριφορά και πιθανότατα πυροδοτείται από τη συσσώρευση πλακών β-αμυλοειδών και πρωτεϊνών που ονομάζονται tau.
Έως τώρα η ανίχνευση της νόσου γινόταν μόνο με τη χρήση παρεμβατικών μεθόδων, όπως απεικονίσεις του εγκεφάλου που απαιτούν έκθεση σε ακτινοβολία ή οσφυονωτιαίων παρακεντήσεων για την αφαίρεση εγκεφαλονωτιαίου υγρού
Οι «αρχιτέκτονες» του νέου εργαλείου ανίχνευσης υποστηρίζουν ότι ενώ υπάρχουν φάρμακα υπό έρευνα για την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου, αυτό το ηλεκτρονικό τεστ με τρύπημα στο δάχτυλο είναι το πρώτο που προσφέρει ανώδυνη και έγκαιρη ανίχνευση με άμεσα αποτελέσματα από μία μόνο σταγόνα αίματος.
Το Πανεπιστήμιο Monash αναφέρει ότι χρησιμοποιεί την πρώτη καινοτόμο πατενταρισμένη τεχνολογία αισθητήρων που μπορεί να ανιχνεύσει εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις δεικτών της νόσου στο αίμα μέσα σε λίγα λεπτά.
Η Sudha Mokkapati από το τμήμα Επιστήμης και Μηχανικής Υλικών (Materials Science and Engineering) του Πανεπιστημίου Monash ανέπτυξε το μικροσκοπικό εργαλείο που ονομάζεται CansenS, το οποίο αναμένεται να κοστίζει περίπου 100 δολάρια όταν κυκλοφορήσει στην αγορά.
Η κα Mokkapati δήλωσε ότι η συσκευή ανιχνεύει την αύξηση πλακών β-αμυλοειδών και των πρωτεϊνών tau πριν από την εμφάνιση των πρώιμων συμπτωμάτων.
«Εργαζόμασταν για τη δημιουργία της συσκευής για τέσσερα χρόνια με στόχο να ανιχνέυσουμε του βιοδείκτες σε σπάνιους καρκίνους για τους οποίους δεν υπάρχει έγκαιρη διάγνωση», ανέφερε η καθηγήτρια Mokkapati.
Η ίδια πρόσθεσε ότι ερωτήθηκε για το εάν η συσκευή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επίσης για την ανίχνευση βιοδεικτών της νόσου Αλτσχάιμερ σε μεσήλικες.
«Είπα ναι, γιατί ήξερα ότι το ηλεκτρονικό σήμα μας ήταν η μοναδική μέθοδος για να τους ανιχνεύσουμε (βιοδείκτες) μέσω της λήψης ενός δείγματος αίματος».
Εξήγησε ότι οι βιοαισθητήρες ανιχνεύουν βιολογικές ουσίες (όπως οι πλάκες β-αμυλοειδών και οι πρωτεΐνες tau) μετρώντας τις αλλαγές στα ηλεκτρικά σήματα που προκαλούνται από την αλληλεπίδραση των ουσιών με την επιφάνεια του αισθητήρα.
«Έχουμε ολοκληρώσει δοκιμές που αποδεικνύουν ότι η τεχνολογία είναι εξαιρετικά προηγμένη όσον αφορά το σχεδιασμό και τις δυνατότητές της», πρόσθεσε.
Επιπλέον, υποστήριξε ότι το εν λόγω εργαλείο ανίχνευσης θα μπορούσε να μεταβάλει ριζικά τη θεραπεία για πολλούς ασθενείς με Αλτσχάιμερ και να εξοικονομήσει εκατομμύρια δολάρια σε σχέση με τις δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης.
Ο βασικός συνεργάτης Matthew Pase από τη Σχολή Ψυχολογικών Επιστημών του Monash περιέγραψε τη συσκευή ως «συναρπαστική», εκφράζοντας την πεποίθηση ότι «θα μπορούσε να βελτιώσει τα υπάρχοντα εργαλεία, καθώς είναι πιο προσιτή, πιο εύκολη στη χρήση και οικονομικά αποδοτικότερη».
Πρόσθεσε επίσης ότι χρησιμοποιώντας τη συσκευή η ανίχνευση μπορεί «να γίνει στο ιατρείο ενός γιατρού».
Δήλωσε επίσης ότι αν διατεθεί χρηματοδότηση για κλινικές δοκιμές, η συσκευή θα μπορούσε να κυκλοφορήσει «αρκετά γρήγορα» στην αγορά, αλλά ότι έχει ανάμεικτα συναισθήματα σχετικά με τη χρήση του εργαλείου για τον πληθυσμιακό έλεγχο.
Συγκεκριμένα εξέφρασε ανησυχίες για την χρήση του εργαλείου ανίχνευσης σε ανθρώπους που δεν έχουν συμπτώματα, υποστηρίζοντας ότι ο έλεγχος θα πρέπει να γίνεται κυρίως σε άτομα που έχουν λόγο ανησυχίας, όπως αυτά που αντιμετωπίζουν προβλήματα μνήμης και σκέψης.
«Μπορείτε να κάνετε μια τέτοια εξέταση για να διαπιστώσετε αν τα συμπτώματά σας σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ», είπε, συμπληρώνοντας ότι αυτό μπορεί να βοηθήσει στην επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας για το εκάστοτε άτομο.
Ο καθηγητής Pase ανέφερε επίσης ότι έως σήμερα έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ.
«Το επόμενο βήμα είναι η έρευνα στο αίμα, η οποία είναι πολύ συναρπαστική και ‘ξεκλειδώνει’ νέες προοπτικές και δυνατότητες».
Η καθηγήτρια Mokkapati είπε επίσης ότι υπήρξε παγκόσμιο ενδιαφέρον για τη συσκευή και ελπίζει να προσελκύσει χρηματοδότηση για κλινικές δοκιμές «σύντομα».