Άτομα που αποκαλύπτουν κακόβουλα ιδιωτικές πληροφορίες για κάποιον στο διαδίκτυο θα μπορούσαν σύντομα να αντιμετωπίσουν ποινή φυλάκισης έως και επτά ετών, σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία που εισήγαγε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο.
Πιο συγκεκριμένα, αυτοί που κάνουν «doxing» σε κάποιον (δημοσιοποίηση προσωπικών πληροφοριών στο διαδίκτυο χωρίς συγκατάθεση με σκοπό την πρόκληση βλάβης) θα αντιμετωπίζουν ποινή φυλάκισης έξι ετών, η οποία μπορεί να αυξηθεί για έναν ακόμα χρόνο, εάν κάποιος έχει στοχοποιηθεί λόγω παραγόντων όπως η φυλή του, η θρησκεία του ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Mark Dreyfus, είχε δεσμευτεί σχετικά με τη νέα νομοθεσία μετά τη δημοσίευση στο διαδίκτυο λεπτομερειών εκατοντάδων Εβραίων, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών και στοιχείων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, νωρίτερα φέτος.
«Το doxing εκθέτει τα θύματα σε σημαντική και διαρκή βλάβη, συμπεριλαμβανομένων … του εξευτελισμού, της ντροπής, των διακρίσεων, της καταδίωξης και της κλοπής ταυτοτήτων και της οικονομικής απάτης», δήλωσε ο κ. Dreyfus.
«Είναι μια επιζήμια μορφή κακοποίησης που μπορεί να επηρεάσει όλους τους πολίτες, αλλά συχνά χρησιμοποιείται εναντίον των γυναικών στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας».
Υπογράμμισε ότι η καταστολή θα ενισχύσει την προστασία στο διαδίκτυο και θα δώσει στους ανθρώπους μεγαλύτερο έλεγχο των προσωπικών τους πληροφοριών.
Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία θα μπορεί κάποιος να μηνύει άτομα ή εταιρείες για παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής.
Έχει συμπεριληφθεί επίσης ένας κώδικας προστασίας της ιδιωτικής ζωής των παιδιών ειδικά από διαδικτυακές βλάβες.
Ο νόμος δε θα καλύπτει την αλλαγή «εξαιρέσεων» για τις μικρές επιχειρήσεις, την άτυπη συναίνεση ώστε οι μεγάλες εταιρείες να μην μπορούν να παγιδεύουν τους καταναλωτές με περίπλοκους όρους και προϋποθέσεις και το δικαίωμα στη λήθη, το οποίο καλύπτει την ανάκληση της πρόσβασης σε δημόσιες πληροφορίες.
Η κυβέρνηση εισήγαγε επίσης νόμους που θα δημιουργήσουν νέες ποινές για τα εγκλήματα μίσους. Ορισμένες οργανώσεις ανέφεραν ωστόσο ότι η νέα αυτή νομοθεσία δεν «προχωρά αρκετά μακριά» για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Ποινές φυλάκισης πέντε ετών θα επιβάλλονται σε άτομα που χρησιμοποιούν βία εναντίον μιας ομάδας και επτά ετών για απειλές κατά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Ο κ. Dreyfus είπε ότι οι νόμοι αυτοί ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ρητορική μίσους στην κοινότητα και στέλνουν ένα «σαφές μήνυμα» ότι «δεν υπάρχει χώρος σε αυτή τη χώρα» για συμπεριφορές μίσους.
Το αναθεωρημένο νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει σοβαρές ποινές για τη διαπόμπευση (vilification), οι οποίες φέρονταν ως απάντηση στα αυξανόμενα επίπεδα αντισημιτισμού και στόχευσης μειονοτικών ομάδων.
Οι προβλέψεις αυτές αποσύρθηκαν μετά την αποτυχία των πολιτικών διαπραγματεύσεων για ξεχωριστή νομοθεσία περί θρησκευτικής ελευθερίας και κατά των διακρίσεων.
Η διευθύνουσα σύμβουλος της LGBTIQ+ οργάνωσης Equality Australia, Anna Brown, υποστήριξε ότι στους νέους νόμους δεν υπάρχει καμία προστασία κατά της ρητορικής μίσους ή της σοβαρής διαπόμπευσης.
«Οι LGBTIQ+ κοινότητες δεν έχουν επαρκή προστασία από το νόμο. Για τις κοινότητές μας η ανάγκη για μεγαλύτερη προστασία από το μίσος και τη διαπόμπευση είναι επείγουσα», ανέφερε.
«Θέλουμε έναν ομοσπονδιακό νόμο που να μας προστατεύει όλους. Το συνονθύλευμα των νόμων σε όλη τη χώρα έχει κρίσιμα κενά και δεν είναι κατάλληλο για τον σκοπό του».
Ο συνδιευθύνων σύμβουλος του Executive Council of Australian Jewry, Peter Wertheim, σχολίασε ότι το νομοσχέδιο αποτελεί «ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά εξακολουθεί να υπολείπεται των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων».
Είπε ότι δε θα είναι δυνατόν «να διωχθούν οι κήρυκες μίσους που έχουν καλέσει σε ‘τελική λύση’ κατά των ‘Εβραίων’ και έχουν περιγράψει τους Εβραίους συλλογικά ως εκ φύσεως ‘αιμοδιψείς’, ‘προδότες’, ‘εγκληματίες’ και ‘τέρατα’».
Άλλοι εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο στην ελευθερία του λόγου. Οι νόμοι των Πολιτειών και των Περιοχών καλύπτουν τη διαπόμπευση, επισήμανε το SBS.