Την περασμένη εβδομάδα από άλλες στήλες της εφημερίδας διαβάσαμε με περηφάνεια το 2 στα 2 της Εθνικής Ελλάδας στο πλαίσιο του Nations League. Όμως μετά τους πρώτους πανηγυρισμούς προσγειωθήκαμε στην πραγματικότητα από τους ίδιους που θριαμβολογούσαν όταν παραδέχτηκαν ότι παρά τις νίκες η απόδοση της Ελλάδας ήταν από μέτρια έως κακή. Βέβαια -και εύλογα- ακολούθησαν οι δικαιολογίες του τύπου «νέος προπονητής», «νέοι παίκτες», «αναδείχθηκε ένας παικταράς ο Φώτης Ιωαννίδης», «γκολάρα ο Τζόλης» κ.λπ.
ΕΠΙΣΗΣ, την περασμένη εβδομάδα είχαμε και δυο απανωτές «καρπαζιές» που έφαγαν οι Socceroos. Ήττα εντός έδρας από το Μπαχρέιν στο Gold Coast και λευκή ισοπαλία με την Ινδονησία στην Τζακάρτα. Εδώ βέβαια δεν υπήρξαν δικαιολογίες αφού απώλεια 5 βαθμών σε δυο παιχνίδια δεν σηκώνει ελαφρυντικά.
ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ με το θέμα γιατί υπάρχει κάτι κοινό στη μοίρα και των δύο ομάδων, της Ελλάδας και της Αυστραλίας. Είναι η έλλειψη «χημείας» στις ομάδες. Για την Ελλάδα τα είπαμε την περασμένη εβδομάδα: επιστρατεύονται οι Έλληνες που παίζουν σε ευρωπαϊκες ομάδες και ό,τι μπορεί να βρεθεί από το ελληνικό πρωτάθλημα και γίνεται προσπάθεια από ένα έμπειρο προπονητή να δημιουργήσει κάποιο σύνολο με συνοχή. Δύσκολη δουλειά. Οι δυο νίκες σκέπασαν τα προβλήματα.
ΑΣ ΕΡΘΟΥΜΕ τώρα στην Αυστραλία. Εδώ έχουμε άλλη μια «λεγεώνα των ξενιτεμένων» και δεν έχουμε νίκες (ούτε καν μια νίκη) για να σκεπάσουμε το πρόβλημα. Με μια μικρή έρευνα διαπιστώνει κάποιος ότι οι παίκτες των Socceroos που τα έκαναν «θάλασσα» αγωνίζονται σε διάφορα σωματεία της Ευρώπης -κυρίως- και ένας ή δύο στην Ιαπωνία και την Σαουδική Αραβία. Μόνο ένας (ίσως δύο) αγωνίζονται στο πρωτάθλημα A-League.
ΥΠΟ αυτές τις συνθήκες το τελευταίο που μπορεί να δείξει η ομάδα των Socceroos είναι ομοιογένεια. Και, ναι μεν, στα παιχνίδια της Ελλάδας «ένας κούκος (άντε δύο) έφερε την άνοιξη» -και εννοούμε φυσικά τους Ιωαννίδη και Τζόλη- στην Αυστραλία όμως ο ένας «κούκος» ο 18χρoνος Irankunda, που παίζει στην Μπάγερν Μονάχου, δεν κατάφερε να δώσει κάποιες ελπίδες για το μέλλον, ούτε να φέρει μια νίκη.
Η ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ, η «χημεία» που λέμε στη γλώσσα των ομαδικών αθλημάτων, είναι το χαρακτηριστικό που βοηθάει μια ομάδα να αναπτύξει αυτοματισμούς και ταχύτητα στο παιχνίδι. Όταν τα μέλη μια ομάδας μαζεύονται μια εβδομάδα πριν τους αγώνες και κάνουν δύο προπονήσεις, δεν μπορούμε να περιμένουμε θεαματικά αποτελέσματα. Είναι τυχερή η Ελλάδα που πήρε δυο νίκες με δυο πολύ μέτριες εμφανίσεις. Βέβαια μας περιμένει η Αγγλία στο Γουέμπλεϊ τον Νοέμβριο και εκεί θα δούμε τις πραγματικές δυνατότητες της ομάδας. Ελπίζουμε να μην «κατηφορίσει» το γήπεδο προς τη μεριά της ελληνικής εστίας.
ΑΤΥΧΗ η Αυστραλία που οι δυο κακές της εμφανίσεις συνοδεύτηκαν από άσχημα αποτελέσματα. Οι Socceroos έχουν πλέον Γολγοθά μπροστά τους για να φτάσουν σε πρόκριση για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026. Θα μου πείτε φυσικά «τι μπορεί να κάνουν Ελλάδα και Αυστραλία». Η απάντηση είναι απλή: Τίποτα! Το πρόβλημα το έχουμε για χρόνια και στις δυο χώρες. Οι καλοί παίκτες πάντα σκορπίζονται στους τέσσερις ανέμους ανάλογα με τα συμβόλαια που καταφέρνουν να κλείσουν. Απλά να ελπίζουμε ότι κάποτε θα βρεθεί κάποιο σύνολο που θα μας δώσει και θετικά αποτελέσματα. Συμβαίνει αυτό αλλά όχι πολύ συχνά.
ΒΕΒΑΙΑ το «δεν μπορεί να κάνουν τίποτα» Ελλάδα και Αυστραλία ισχύει αν δεν υπάρχει θέληση, θάρρος και ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων. Αν και στις δυο χώρες έπαιρναν μια απόφαση να συγκροτήσουν μια μόνιμη 20άδα παικτών η οποία ελάχιστα θα αλλάζει (πρακτική Ότο Ρεχάγκελ) τότε θα βλέπαμε σε μικρό χρονικό διάστημα τουλάχιστον ομοιογενείς ομάδες.
ΣΤΗΝ Αυστραλία επίσης θα πρέπει να αποφασίσουν ότι οι αντιπροσωπευτικές ομάδες θα βασίζονται σε παίκτες που αγωνίζονται στην A-League κυρίως. Δεν είναι ρεαλιστικό να ταξιδεύουν 10.000 χιλιόμετρα οι παίκτες που αγωνίζονται στην Ευρώπη για να έρθουν στην άλλη άκρη της Γης για ένα ή δυο παιχνίδια. Η κόπωση του ταξιδιού σίγουρα αφαιρεί κάτι από την φρεσκάδα που είναι απαραίτητη για να σταθούν όπως πρέπει στο γήπεδο.
ΕΦΥΓΕ από κοντά μας την περασμένη εβδομάδα για το μεγάλο ταξίδι ο Γιαννέλος Μαργαρίτης. Με πολλή συγκίνηση και πολύ περισσότερες ωραίες αναμνήσεις τον αποχαιρετίσαμε όλοι όσοι τον γνωρίζαμε αλλά και εκείνοι που δεν τον γνώριζαν προσωπικά αλλά είχαν ακούσει γι’ αυτόν.
Ο ΓΙΑΝΝΕΛΟΣ ήρθε στην Αυστραλία όταν ήταν 24 χρόνων. Δηλαδή στην εποχή που αναδυόταν το ταλέντο του. Όχι στα «τελειώματά» του, όπως ήρθαν πολλοί άλλοι, άξιοι βέβαια, ποδοσφαιριστές από την πατρίδα. Γιατί άραγε ήρθε τόσο νέος; Τον λόγο μας τον είχε αποκαλύψει ο ίδιος σε κάποια από τις πολλές συζητήσεις μας.
ΕΙΧΕ ζητήσει από τη διοίκηση του ΠΑΟΚ να παραχωρήσει το κυλικείο του καινούργιου τότε γηπέδου της Τούμπας στον πατέρα του. Είχε πάρει μάλιστα και σχετική υπόσχεση. Βλέπετε, εκείνα τα χρόνια που το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα δεν ήταν επαγγελματικό, η αμοιβή που περίμενε ένας καλός ποδοσφαιριστής ήταν να διοριστεί σε κάποια επιχείρηση ή να βοηθηθεί ο ίδιος ή κάποιο μέλος της οικογένειάς του να ξεκινήσει μια δουλειά.
ΤΟ ΓΗΠΕΔΟ της Τούμπας εγκαινιάστηκε το 1959, αλλά η υπόσχεση στον Γιαννέλο δεν τηρήθηκε, με τη δικαιολογία ότι ο πατέρας του δεν είχε «καθαρό μητρώο κοινωνικών φρονημάτων». Τα χρόνια τότε ήταν δύσκολα. Ο καθένας μπορούσε να κατηγορήσει κάποιον άλλον ότι ήταν «κουκουές» και αν δεν υπήρχαν αποδείξεις υποβάθμιζε λίγο την καταγγελία σε «κρυπτο-κουκουές». Αυτό ήταν αρκετό για να χάσει κάποιος τη δουλειά του ή να μη βρει δουλειά. Ηταν αρκετό για να μην πάρει το κυλικείο της Τούμπας ο πατέρας του Γιανέλου.
ΕΤΣΙ ο άσος του ΠΑΟΚ αποφάσισε να βάλει την οργή του και απογοήτευσή του σε μια βαλίτσα και να έρθει στην Αυστραλία το 1961 στην «τρυφερή» για ποδοσφαιριστή ηλικία των 24 χρόνων.