Ένα άτομο ελληνικής καταγωγής συνελήφθη στην Ιταλία κατηγορούμενο για ένα διπλό φονικό που έγινε το 1977 και συγκλόνισε την Αυστραλία.

Έως τώρα, ο δολοφόνος της Suzanne Armstrong και της Susan Bartlett παρέμενε ασύλληπτος.

Τώρα η Αστυνομία πιστεύει ότι το άτομο που μαχαίρωσε πολλές φορές, μέχρι θανάτου, τις δυο γυναίκες -και βίασε την μία- μπορεί να είναι στα χέρια της.

Το όνομα του ατόμου, τον οποίο συνέλαβε η Ίντερπολ στο διεθνές αεροδρόμιο της Ρώμης, έγινε γνωστό.

Πρόκειται για τον 65χρονο Perry Kouroumblis, ο οποίος γεννήθηκε στην Αυστραλία το 1959 και ζούσε στην οδό Bendigo του Collingwood, λίγους δρόμους μακριά από εκεί που έγινε το φονικό.

Ο πρώην ντετέκτιβ, Ron Iddles, αποκάλυψε ότι δυο εβδομάδες μετά το φονικό, σταμάτησε τον τότε έφηβο, φερόμενο ως κατηγορούμενο μέσα στο αυτοκίνητό του.

Έκανε έλεγχο στο όχημα και βρήκε ένα μαχαίρι. Ο αστυνομικός γνώριζε τον νεαρό, ο οποίος ήταν ψύχραιμος και συνεργάσιμος και απάντησε ότι βρήκε το μαχαίρι κοντά σε σιδηροδρομικές γραμμές της περιοχής.

Αφέθηκε ελεύθερος, το μαχαίρι παραδόθηκε σε ανώτερους αστυνομικούς και πολύ αργότερα μπήκε στο στόχαστρο της Αστυνομίας

Η διπλή δολοφονία έγινε στο Easey Street του Collingwood (στη Μελβούρνη), μια περιοχή που τότε ζούσαν πολλοί Έλληνες και είχε συγκλονίσει την ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία, αλλά και την παροικία μας.

Μια αναγνώστριά μας έγραψε στο «Νέο Κόσμο» μετά τις τελευταίες εξελίξεις:
«Το θυμάμαι αυτό το φονικό. Έγινε απέναντι από το σπίτι μου. Μια από τις γυναίκες που δολοφονήθηκαν ήταν καθηγήτριά μου στο Γυμνάσιο».
Κ

αι ένας άλλος συμπάροικος συμπλήρωσε: «Κι εγώ το θυμάμαι πολύ καλά».

Αρκετοί Έλληνες που ζούσαν, τότε στην περιοχή, με σχόλιά τους στον «Νέο Κόσμο», αναφέρουν ότι θυμούνται τόσο τις δολοφονίες, αλλά και ότι γνώριζαν τις δυο γυναίκες.

Πάντως, συγγενής του Perry Kouroumblis, που δε θέλει να κατονομαστεί, είπε ότι «η Αστυνομία κάνει μεγάλο λάθος, αποκλείεται ο Perry Kouroumblis να διέπραξε αυτό το έγκλημα».

Ο φερόμενος ως δράστης, το 2017, όταν κατάλαβε ότι η Αστυνομία ήταν στα ίχνη του, διέφυγε στην Ελλάδα.

Εκεί δεν μπορούσε να συλληφθεί και να εκδοθεί (λόγω της ελληνικής νομοθεσίας) γιατί είχαν παρέλθει 15 χρόνια από την τέλεση του εγκλήματος. Ακόμα και οι σχετικές διπλωματικές ενέργειες, στο παρασκήνιο, δεν είχαν αποτέλεσμα.

Η Αστυνομία παρακολουθούσε, πάντως, τις ενέργειες του κατηγορουμένου και όταν αυτός (σήμερα είναι 65 ετών και πολίτης της Ελλάδας και της Αυστραλίας) έκανε το λάθος να πάει στην Ιταλία, κινητοποίησε την Ίντερπολ και το πρωί της Παρασκευής συνελήφθη στο αεροδρόμιο της Ρώμης.

Τώρα αναμένεται να εκδοθεί στην Αυστραλία για να του απαγγελθούν οι σχετικές κατηγορίες. Ενδέχεται, πάντως να περάσει καιρός πριν εκδοθεί.

Οι οικογένειες των δυο γυναικών ευχαρίστησαν τους αστυνομικούς για τις πολύχρονες και άοκνες προσπάθειές τους, προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Οι δυο γυναίκες σφαγιάστηκαν μέσα στο σπίτι τους, τον Ιανουάριο του 1977 στο Easey Street, Collingwood.

Όπως είπαμε, ο ύποπτος, έφηβος τότε, είχε ελεγχθεί από την αστυνομία, εκείνη την εποχή, όμως δεν του ασκήθηκε δίωξη.

Σε νέα έρευνα που ξεκίνησε αργότερα, ο ίδιος συμφώνησε να παράσχει DNA, αλλά διέφυγε από την Αυστραλία. Με το δείγμα DNA από συγγενή του διαπιστώθηκε η ταύτισή του με τον δράστη του φονικού.

Οι προσπάθειες μέσω της διπλωματικής οδού να εκδοθεί ο άνδρας απέτυχαν και τέθηκε σε διεθνή κατάλογο παρακολούθησης που οδήγησε στη σύλληψή του στη Ρώμη.

«Οι δολοφονίες της οδού Easey, όπως έγιναν γνωστές, αποτελούσαν πάντα προτεραιότητα για την Αστυνομία της Βικτώριας και έχει γίνει τεράστιο έργο από πολλούς, πολλούς ανθρώπους για να φτάσουμε στη θέση που βρισκόμαστε σήμερα», δήλωσε το Σάββατο ο επικεφαλής της Αστυνομίας, Shane Patton.

«Πρόκειται για ένα έγκλημα που έπληξε την καρδιά της κοινότητάς μας – δύο γυναίκες στο ίδιο τους το σπίτι, όπου θα έπρεπε να αισθάνονται πιο ασφαλείς. Αν και έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας, η σύλληψη αυτή αποτελεί σημαντική πρόοδο».

Η 27χρονη Armstrong μαχαιρώθηκε 29 φορές και βιάστηκε. Η συγκάτοικός της, Bartlett, 28 ετών, μαχαιρώθηκε περισσότερες από 50 φορές, με το ίδιο μαχαίρι, το οποίο δε βρέθηκε ποτέ. Είχε πάει να βοηθήσει τη φίλη της.

Ο 16 μηνών γιος της Armstrong, βρέθηκε σώος στην κούνια του.

Στην ανακοίνωση, οι οικογένειες των γυναικών δήλωσαν ότι είναι «για πάντα ευγνώμονες» για την υποστήριξη των αγαπημένων τους προσώπων και της αστυνομίας τα τελευταία 47 χρόνια.

«Για δύο ήσυχες οικογένειες από την επαρχία της Βικτώριας, ήταν πάντα αδύνατο να κατανοήσουν τον άσκοπο και βίαιο τρόπο με τον οποίο πέθαναν η Suzanne και η Susan», αναφέρεται στην ανακοίνωση.

«Η επιμονή και η αφοσίωση που απαιτήθηκε για να επιτευχθεί το σημερινό αποτέλεσμα είναι κάτι που πρέπει πραγματικά να δει κανείς. Επειδή πάντα μας δίνατε ελπίδα και ποτέ δεν το βάλατε κάτω, απλά σας λέμε, σας ευχαριστούμε».

Ο αρχικός φάκελος έδειχνε ότι τη νύχτα των δολοφονιών -10 Ιανουαρίου 1977- ένας έφηβος ερευνήθηκε από την Αστυνομία και διαπιστώθηκε ότι κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι. Δεν είχε καταγραφεί ως ύποπτος εκείνη τη στιγμή.

Εννοείται ότι το αγόρι δεν ανακρίθηκε ποτέ, καθώς η Αστυνομία επικεντρώθηκε σε βασικούς υπόπτους – άνδρες που γνώριζαν τα θύματα και μπορεί να είχαν πάει στο παρελθόν στο σπίτι της οδού Easey.

Τρεις ημέρες μετά το φονικό οι γείτονες βρήκαν τα πτώματα. Η Armstrong βρισκόταν στο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς της. Είχε μαχαιρωθεί 27 φορές, με τρεις πληγές να διαπερνούν την καρδιά της. Είχε επίσης βιαστεί.

Η Αστυνομία πιστεύει ότι η Bartlett, 28 ετών, ίσως προσπάθησε να βοηθήσει τη φίλη της πριν δεχτεί και αυτή επίθεση. Η έλλειψη ενδείξεων παραβίασης οδήγησε την Αστυνομία να σκεφτεί ότι μία ή και οι δύο γυναίκες μπορεί να γνώριζαν τον δολοφόνο.

Οι δύο φίλες από την Benalla είχαν νοικιάσει το μικρό σπίτι για περίπου 10 εβδομάδες πριν από την επίθεση.

Η Armstrong είχε επιστρέψει από την Ελλάδα μόλις λίγους μήνες νωρίτερα. Είχε αποκτήσει έναν γιο μετά τη σχέση της με έναν άντρα στα ελληνικά νησιά.

Το μωρό, ο Gregory, βρέθηκε σοβαρά αφυδατωμένο όταν ανακαλύφθηκαν τα πτώματα στις 13 Ιανουαρίου 1977.

Ο τότε επικεφαλής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, ντετέκτιβ Noel Jubb, περιέγραψε το έγκλημα ως «έναν από τους πιο βάρβαρους και σαδιστικούς σεξουαλικούς φόνους στην ιστορία της Βικτώριας».

Στην αρχική έρευνα βρέθηκε αίμα σε όλο το σπίτι, γεγονός που δείχνει ότι ο δολοφόνος έμενε για αρκετή ώρα εκεί για να πλυθεί. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να καθαρίσει τον τόπο του εγκλήματος.

Η Αστυνομία διέθετε κατάλογο οκτώ υπόπτων από την αρχική έρευνα, συμπεριλαμβανομένου ενός δημοσιογράφου και ενός αθλητικού παράγοντα. Το 1998 οι ντετέκτιβ έκαναν τεστ DNA σε όλους τους βασικούς υπόπτους, χωρίς να βρεθεί κάτι. Το βασικό δείγμα σπέρματος είχε βρεθεί το 1997 σε μια αποθήκη του σπιτιού της Easey Street μαζί με άλλα αντικείμενα.

Το 2017 το Τμήμα Ανθρωποκτονιών ανακοίνωσε αμοιβή ενός εκατομμυρίου δολαρίων, θέλοντας να εξετάσει το DNA όλων των προσώπων που εμπλέκονταν, 90 από αυτούς εν ζωή και 41 που είχαν πεθάνει.

Κατά τη διαδικασία, το αγόρι που βρέθηκε με το μαχαίρι -57χρονος πλέον άνδρας- ήρθε σε επαφή με την Αστυνομία και συμφώνησε να υποβληθεί σε εξέταση DNA, αλλά δεν προσήλθε σε συνάντηση για να δώσει δείγμα.

Και έτσι η Αστυνομία έφθασε στη σύλληψη του Έλληνα.