Μια μεγάλη νίκη σημείωσαν οι πολίτες της Μελβούρνης απέναντι στους θιασώτες της επιβολής αστυνομικού κράτους, την περασμένη Παρασκευή. Λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση πως αστυνομικοί της Αυστραλιανής Δύναμης Φύλαξης Συνόρων (Australian Border Force – ABF) θα διεξήγαγαν ελέγχους ατόμων στο κέντρο της πόλης, η Αστυνομία της Μελβούρνης αναγκάστηκε να ματαιώσει το σχέδιο, υπό το βάρος σφοδρής αντίδρασης από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και από την αυθόρμητη συγκέντρωση διαμαρτυρίας δεκάδων πολιτών στον σιδηροδρομικό σταθμό της Flinders Street.

“Σε μία ελεύθερη κοινωνία δεν περιμένει κανείς ότι θα πραγματοποιούνται τυχαίοι έλεγχοι περαστικών, οι οποίοι θα καλούνται να παρουσιάσουν τα χαρτιά τους. Δεν ζούμε σε ένα αστυνομικό κράτος.Η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει μία διαδικασία δημιουργίας κλίματος φόβου και δυσπιστίας μέσα στην κοινωνία”. Γιώργος Γεωργίου, πρόεδρος επιτροπής Liberty Victoria

Όλα ξεκίνησαν όταν, το πρωί της Παρασκευής, η νεοσύστατη δύναμη ABF, η οποία υπάγεται στις υπηρεσίες Μετανάστευσης και Τελωνειακού Ελέγχου, εξέδωσε ανακοίνωση ότι ομάδα αξιωματικών της, σε συνεργασία με μέλη του προσωπικού ασφαλείας των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, θα πραγματοποιούσαν επιχείρηση στο κέντρο της Μελβούρνης. Συγκεκριμένα, η “Επιχείρηση Σθένος”, όπως ονομάστηκε, είχε αναγγελθεί για την Παρασκευή, 28 και το Σάββατο, 29 Αυγούστου και θα απαιτούσε την συνεργασία της Αστυνομίας της Βικτώριας με τους οργανισμούς που διαχειρίζονται το μετρό και τα τραμ, την επιτροπή υπηρεσιών ταξί και το γραφείο επιβολής
προστίμων (Sheriff’s Office).

“Οι αξιωματικοί της ABF θα τοποθετηθούν σε διαφορετικές τοποθεσίες στο κέντρο της πόλης και θα μιλούν με οποιοδήποτε άτομο βρεθεί στον δρόμο τους” ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του διοικητή της ABF στην Βικτώρια και την Τασμανία, Don Smith, ο οποίος τόνισε πως όποιοι κυκλοφορούν στην πόλη “θα πρέπει να έχουν επίγνωση της κατάστασης της άδειας παραμονής τους (visa) στην χώρα” ενώ συνέχισε λέγοντας: “όποιος έχει διαπράξει απάτη σε σχέση με τη βίζα θα πρέπει να ξέρει ότι είναι θέμα χρόνου μέχρι να συλληφθεί”.

Αυτή η τελευταία αποστροφή ήταν που προκάλεσε την οργή των πολιτών, οι οποίοι εξεγέρθηκαν απέναντι σε αυτό που φαινόταν πως θα είναι μία πρωτοφανής επίδειξη κρατικής αυθαιρεσίας. Η ιδέα ότι αστυνομικοί θα προχωρούσαν σε τυχαίους ελέγχους ανθρώπων στον δρόμο, ζητώντας τα χαρτιά τους, αντιμετωπίστηκε αμέσως ως ένα μέτρο επιβολής αστυνομικού κράτους, ανάρμοστο για μία χώρα όπως η Αυστραλία, καθώς η ανακοίνωση υπαινισσόταν ότι ο έλεγχος δεν θα προϋπέθετε τη διάπραξη αδικήματος, ενώ ήταν σαφές ότι το κριτήριο θα ήταν ο έλεγχος ατόμων που μοιάζουν ξένοι. Εκτός από τη μαζική αντίδραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η άμεση κινητοποίηση των πολιτών που έσπευσαν με φυσική παρουσία στον σταθμό Flinders, την ώρα που είχε ανακοινωθεί ότι θα γινόταν η επίσημη έναρξη της επιχείρησης. Μέσα σε μόλις μία ώρα, ήταν δεκάδες εκείνοι που συνέρρευσαν στο σημείο, φωνάζοντας το σύνθημα “Όχι στον ρατσισμό, όχι στο μίσος, αυτό δεν είναι ένα αστυνομικό κράτος”.

ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Υπό το βάρος των αντιδράσεων, η Αστυνομία της Βικτώριας αναγκάστηκε να ακυρώσει, την τελευταία στιγμή, την επιχείρηση.

“Κατανοούμε πως υπήρχε υψηλό επίπεδο ανησυχίας από την πλευρά της κοινωνίας, το οποίο λάβαμε υπ’ όψιν, όταν πήραμε την απόφαση (σ.σ. της ακύρωσης)”, σημειώνει η ανακοίνωση της Αστυνομίας, συνεχίζοντας: “Η προτεραιότητα της Αστυνομίας της Βικτώριας είναι η ασφάλεια και η ευημερία του συνόλου της κοινότητας και θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε από κοινού με τις συνεργαζόμενες υπηρεσίες για να το κατορθώσουμε”. Η κίνηση αυτή χαιρετίστηκε από τον Δήμαρχο της Μελβούρνης, Robert Doyle, ο οποίος τόνισε πως η Αστυνομία πήρε μία “καλή απόφαση”, ενώ πολλοί εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου, κυρίως από την αντιπολίτευση, έσπευσαν να ενώσουν τις φωνές τους με εκείνες των πολιτών. Πιο οργισμένη υπήρξε η αντίδραση του ανεξάρτητου βουλευτή Andrew Wilkie, ο οποίος δήλωσε πως “ο Ιωσήφ Στάλιν θα ήταν περήφανος για τον Tony Abbott, όπως και η Ανατολικογερμανική Στάζι για την Australian Border Force – ακόμη και ο (σ.σ. Δικτάτορας της Χιλής) Στρατηγός Pinochet θα εντυπωσιαζόταν”. Από την μεριά του Εργατικού Κόμματος, ο Anthony Albanese χαρακτήρισε την πρόταση ως “εξωφρενική”, χαιρετίζοντας την απόσυρσή της και τονίζοντας ότι δεν θα έπρεπε να έχει προταθεί ποτέ εξ αρχής. Ομοίως, ο βουλευτής του Πράσινου Κόμματος, Adam Bandt, σημείωσε πως “η κοινωνία έστειλε το μήνυμα ότι η Μελβούρνη δεν είναι ένα μέρος όπου μπορεί ένας κυβερνητικός αξιωματούχος να σταματήσει κάποιον στον δρόμο και να ζητήσει τα χαρτιά του, επειδή υποψιάζεται ότι είναι ξένος”.

Σύμφωνα με τους νόμους που διέπουν την Βικτώρια, η αστυνομία δεν μπορεί να ζητήσει από έναν πολίτη να παρουσιάσει στοιχεία ταυτότητας, εκτός αν αυτός θεωρείται, βάσει ενδείξεων, ύποπτος για διάπραξη αδικήματος, ή αν θεωρείται ότι μπορεί να βοηθήσει στην έρευνα για κάποιο αδίκημα. Αυτό είναι κάτι που οι αστυνομικοί οφείλουν να δηλώσουν, όταν ζητούν στοιχεία ταυτότητας. Σε καμία περίπτωση δε, δεν είναι υποχρεωμένος κάποιος να παρουσιάσει στην αστυνομία στοιχεία για την άδεια παραμονής του. Τα μοναδικά στοιχεία που μπορεί να ζητήσει η αστυνομία είναι το όνομα και η διεύθυνση του ατόμου που σταματά.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΦΟΒΟΥ

Για παρεξήγηση της πρόθεσης των αρχών κάνει λόγο η ABF, τονίζοντας ότι δεν επρόκειτο να πραγματοποιήσει ελέγχους η ίδια, παρά μόνο να παίξει βοηθητικό ρόλο στις περιπολίες της Αστυνομίας. Η παρεξήγηση οφείλεται σε ατυχή φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε κατά την σύνταξη της ανακοίνωσης και η οποία άφησε να αιωρείται μία αίσθηση απειλής κατά των πολιτών. “Πρέπει να πάμε πίσω από την επιλογή των λέξεων του Δελτίου Τύπου και να αναρωτηθούμε γιατί θεωρήθηκε ποτέ απαραίτητο να γίνει κάτι τέτοιο στην Μελβούρνη καθώς και τι κρύβεται πίσω από την απόφαση της ABF να προχωρήσει σε μία τέτοια επίδειξη δύναμης” δηλώνει στον “Νέο Κόσμο” ο δικηγόρος Γιώργος Γεωργίου, πρόεδρος της Επιτροπής Ατομικών Ελευθεριών “Liberty Victoria”, τονίζοντας πως “σε μία ελεύθερη κοινωνία δεν περιμένει κανείς ότι θα πραγματοποιούνται τυχαίοι έλεγχοι περαστικών, οι οποίοι θα καλούνται να παρουσιάσουν τα χαρτιά τους. Δεν ζούμε σε ένα αστυνομικό κράτος.

Η ανησυχία μας είναι ότι η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει μία διαδικασία δημιουργίας κλίματος φόβου και δυσπιστίας μέσα στην κοινωνία, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος. για κάτι τέτοιο. Αυτό που επίσης μας ανησυχεί είναι το ότι ανακοινώθηκε πως η αστυνομία θα σταματούσε οποιονδήποτε βρεθεί στον δρόμο της, χωρίς νομική βάση, χωρίς την βάσιμη υποψία ότι αυτός τον οποίον σταματούν δεν είναι νόμιμος πολίτης της χώρας. Φοβόμαστε πως οι άνθρωποι που θα διεξήγαγαν αυτούς τους ελέγχους θα στοχοποιούσαν ανθρώπους συγκεκριμένων φυλετικών χαρακτηριστικών και συγκεκριμένου χρώματος δέρματος”. Όσο για την σκοπιμότητα μίας τέτοιας κίνησης, ο κ. Γεωργίου δεν κρύβει τον προβληματισμό του: “Δεν μπορώ να αποκλείσω το ενδεχόμενο να πρόκειται για πολιτικό τέχνασμα, προκειμένου να καλλιεργηθεί ένα αδικαιολόγητο κλίμα φόβου, το οποίο στην συνέχεια χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να επιβάλει αυστηρότερα μέτρα αστυνόμευσης που επηρεάζουν τις ατομικές μας ελευθερίες”.

Στο ερώτημα αν απειλούνται οι ελευθερίες των Αυστραλών πολιτών, ο κ. Γεωργίου είναι κατηγορηματικός: “Ασφαλώς. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει μία σημαντική διάβρωση των ατομικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αυστραλία. Έχουμε νόμους που απαγορεύουν την αναφορά της κακομεταχείρισης ανθρώπων στα κέντρα κράτησης μεταναστών, έχουμε αυστηρούς νόμους για να αντιμετωπιστεί η απειλή της τρομοκρατίας”. Η ίδια η απειλή διογκώνεται υπερβολικά από την κυβέρνηση: “Περισσότεροι άνθρωποι σκοτώνονται κάθε εβδομάδα στην Αυστραλία από τροχαία δυστηχήματα ή περιστατικά οικογενειακής βίας, παρά από τρομοκρατικές ενέργειες” τονίζει ο κ. Γεωργίου, ο οποίος ότι η ισχυρή αντίδραση των πολιτών στο σχέδιο είναι ένα δείγμα ότι υπάρχει χάσμα ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτική ηγεσία για το συγκεκριμένο ζήτημα, χάσμα το οποίο η κυβέρνηση προσπαθεί να καλύψει με την ρητορική της που κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν ανασφάλεια και απειλή.

“Είμαι αισιόδοξος ότι οι άνθρωποι θα καταλάβουν πως δεν πρέπει να υπάρξει περιορισμός των δικαιωμάτων μας, προκειμένου να προστατευτούμε από το κακό. Οι κίνδυνοι στην κοινωνία μας θα αυξηθούν αν περιορίσουμε τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και αν συνεχίσουμε να περιθωριοποιούμε και να αποξενώνουμε τις μειονότητες στην χώρα μας”.