Έτυχε, με τη δουλειά που κάνω και λόγω του… καλού μου χαρακτήρα, να έχω λίγους φίλους και πολλούς γνωστούς. Όπως είναι φυσικό -και συμβαίνει με όλους μας και αφορά όλους τους φίλους και γνωστούς μας-, είναι όλοι τους διαφορετικών βαθμίδων, επιπέδων και κατατάξεων. Πλούσιος ο ένας, πολύ πλούσιος ο άλλος, εκατομμυριούχος, φτωχός και αυτός που έχει τον τρόπο του. Από άλλη οπτική γωνία και εκτίμηση ο έξυπνος, ο καθωσπρέπει, ο μορφωμένος, αυτός που έχει σπουδάσει στο πεζοδρόμιο, ο πονηρούλης και πάει λέγοντας.
Θυμάμαι, έπρεπε να πάω για δουλειά στην πόλη και προτίμησα να κάνω κάτι έξυπνο. Προκειμένου να πάρω ταο αυτοκίνητο, να ψάχνω για χώρο στάθμευσης, να με πιάσει ταχυπαλμία ψάχνοντας για ψιλά να ρίξω στο παρκόμετρο και να έχω και το χτυποκάρδι να με γράψουν και να μου κοστίσει το…σπουργίτι, παπαγάλος Τρικάλων, πήγα με το τραίνο. Τέλειωσα τη δουλειά μου, περπάτησα και ολίγον τι, κομμάτι της καθημερινής άσκησης και περίμενα ν’ ανάψει ο Γρηγόρης για να περάσω απέναντι, να μπω στο σταθμό και να πάρω το ωραίο μου τραίνο να γυρίσω στο γραφείο. Ξαφνικά ακούω μια φωνή άγρια, δυνατή φωνή, φωνή πλουσίου από σούπερ αυτοκίνητο.
– Κώστα έλα μέσα. Πού πας;
Μπήκα στο καινούργιο, ακριβό αυτοκίνητο του γνωστού μου, του… Λάκη, για να του πω πού πάω και γιατί αισθανόμουν ένοχος που είχε σταματήσει πίσω του, μια σειρά αυτοκινήτων με νομοταγείς οδηγούς που είχαν την ατυχία να τον ακολουθούν. Σκεφτόμουν πως αν συνέβαινε κάτι τέτοιο στην Αθήνα, κάπου στο Σύνταγμα, θα μας είχαν κατεβάσει πεντέμισι χιλιάδες καντήλια στα ελληνικά και άλλες γλώσσες.
– Λάκη μου ετοιμαζόμουν να μπω στο σταθμό να γυρίσω στο γραφείο και με απήγαγες. Βρες ένα χώρο να κατέβω και τα λέμε μια άλλη φορά.
– Κωστάκη, δεν πας πουθενά. Μένω λίγα μέτρα πιο κάτω, δίπλα στο ποτάμι, έλα να δεις το καινούργιο μας το σπίτι, να πιούμε έναν καφέ, ένα υγρό ή ένα κάτι τι, να σε δει και η Ντίνα που σε… διαβάζει και σου έχει και αδυναμία. Το μεγάλο το σπίτι το έδωσα στα παιδιά και πήραμε εμείς ένα μικρούλι, δίπλα στο ποτάμι, θα το δεις σε λίγο. Είναι μια σταλιά σε σχέση με το μεγάλο, αλλά για μας τους δύο είναι αρκετό. Είχες έλθει στο παλιό δυο-τρεις φορές απ’ ό,τι θυμάμαι. Η κυρία γκρίνιαζε στην αρχή γιατί της φαινόταν μικρό και τώρα της φτάνει και της περισσεύει.
Είχαμε ήδη φτάσει. Το σπίτι δεν ήταν μικρό καθόλου. Βέβαια, το μικρό και το μεγάλο είναι σχετικά. Για το ζευγάρι που είχε ένα σπίτι με οκτώ υπνοδωμάτια, πισίνες, μερικά μπάνια, σαλόνια, τραπεζαρίες, κήπους, έξι τουαλέτες και δε συμμαζεύεται, τώρα, σύμφωνα και με τη θεωρία της σχετικότητας, ένα διαμέρισμα με μόνο τρία υπνοδωμάτια , δύο σαλόνια, τραπεζαρία, κουζίνες και τα υπόλοιπα… αναγκαία και μόνο τρεις χώρους στάθμευσης, είναι ένα σπίτι… μικρό. Από το γκαράζ βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι σου με τον ανελκυστήρα.
Να μην σας τα πολυλογώ, ξεκινώντας από τη βεράντα που, εκτός από το ποτάμι, έχεις θέα και ένα πολύ όμορφο κομμάτι της πόλης, το κέντρο τέχνης (Art Centre), τα εντυπωσιακά κτίρια και τον ουρανό, το σύνολο του σπιτιού όλα αυτόματα, και λειτουργικά σε εντυπωσίαζαν τα μέγιστα.
Είπαμε και τι δεν είπαμε. Ήπιαμε και άρχισαν ν’ ανάβουν τα φώτα της πόλης, δίνοντάς της άλλη όψη, άλλο χρώμα. Τελικά όταν βραδιάζει λίγο-πολύ όλα παίρνουν άλλη όψη, αλλάζει και η διάθεση. Ο Λάκης, χάθηκε γι λίγο και επέστρεψε κρατώντας τρεις φωτογραφίες: «Βλέπεις; Είναι το πατρικό μου σπίτι. Ένα παλιό, μικρό, χωριάτικο σπίτι. Το σπίτι των γονιών μου. Σ’ αυτή την άκρη του μικρού κήπου πέθανε ο πατέρας μου παίζοντας με τον εγγονό του, το γιο μου. Όπως ο Μάρλον Μπράντο στο Νονό, το έχεις δει σίγουρα το έργο. Παίζανε κρυφτό και ο γέρος έκανε πως δεν τον έβλεπε και έψαχνε γύρω-γύρω. Τον πρόδωσε η γερασμένη του καρδιά. Κάθισε σ’ αυτή τη ψάθινη καρέκλα που βλέπεις δίπλα στο σιδερένιο τραπεζάκι, έγειρε το κεφάλι του κι έσβησε. Να σου πω κάτι; Άρχισε, από καιρό, να με κουράζει ο γκρίζος ποταμός, τα φώτα, τα μεγαλοπρεπή κτίρια, τα αυτόματα παραθυρόφυλλα και οι ανελκυστήρες. Αν τα καταφέρω, αν μ’ αξιώσει, αν μου κάνει, η τύχη μου, αυτή τη χάρη, θα ήθελα τα τελευταία μου χρόνια να τα περάσω στο χωριό, στο πατρικό μου. Ίδιο θα μείνει μέχρι να πεθάνω. Κι επειδή τα εγγόνια μου έχουν μεγαλώσει και δεν παίζουν πια κρυφτό, αν με προδώσει και μένα η καρδιά μου, της φαμίλιας μας κουσούρι, ας με προδώσει την ώρα που θα σκύβω να κόψω μια ντομάτα από τον μικρό μπαξέ μου.