ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ που έρχονται δεν αποτελούν γιορτή για τη δημοκρατία, είναι απλώς το αποτέλεσμα της αποτυχίας του πολιτικού συστήματος να υπερβεί τα όριά του και να συνεννοηθεί, να συναινέσει στα βασικά ζητήματα, ούτως ώστε να μπορέσουμε να σταθούμε κάποια στιγμή στα πόδια μας.

Το Σύνταγμα προβλέπει εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια για έναν απλό λόγο: την επικράτηση της απαιτούμενης πολιτικής σταθερότητας που ευνοεί την χάραξη μακροπρόθεσμης πολιτικής και αποθαρρύνει την αέναη άσκηση ψηφοθηρίας. Δυστυχώς, όμως, από το 1974 και μετά έχουν διεξαχθεί 17 εκλογές (μαζί με τις επερχόμενες), δηλαδή μία κάθε 2,5 χρόνια ανά μέσο όρο. [1] Η τόσο μεγάλη συχνότητα εκλογών, επιφέρει πολιτική αστάθεια, η οποία συντηρεί και αναπαράγει την διαφθορά.

Η διαφθορά δρα σαν ένα τεράστιο βαρίδι για την οικονομία επειδή: (α) αυξάνει την αβεβαιότητα (π.χ. σχετικά με τον χρόνο διεκπεραίωσης υποθέσεων που απαιτούν συναλλαγή με το Δημόσιο), (β) μειώνει την ανταγωνιστικότητα (π.χ. αν δεν «πληρώσεις» δεν κάνεις την δουλειά σου, οπότε το παραγωγικό κόστος αυξάνεται) και (γ) αποθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις επειδή η διαφθορά συνδέεται άμεσα με την γραφειοκρατία.

Επιπλέον, οι συχνές εκλογές προκαλούν αναβλητικότητα και χαλάρωση των οποιωνδήποτε στόχων έχουν τεθεί, αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από τα προβλήματα που έχει, ενώ συνοδεύονται συνήθως από αδικαιολόγητες, και πολλές φορές κοινωνικά άδικες παροχές. Χαρακτηριστικές είναι οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης κατά την περίοδο 1974-2012.[2] Τα έτη των εκλογών συνοδεύονται σχεδόν πάντα από σημαντικές αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες που διογκώνουν τα ελλείμματα και το χρέος. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσαν οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1996, όταν η χώρα βρισκόταν σε πορεία σύγκλισης για την ένταξη της στην ΟΝΕ και φυσικά το διακύβευμα οποιασδήποτε απόκλισης από τους στόχους ήταν πολύ μεγάλο.

ΔΑΠΑΝΕΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Το χειρότερο όμως είναι ότι η σημερινή κατάσταση μοιάζει περισσότερο με την τιμωρία του Σίσυφου στην αρχαία ελληνική μυθολογία παρά δείχνει να υπάρχει κάποια προοπτική για το μέλλον.

Από την μία πλευρά, τα δύο πρώην κραταιά κόμματα είναι ηθικά χρεοκοπημένα στη συνείδηση του κόσμου διότι ταυτίζονται με το καθεστώς της ευνοιοκρατίας και της μετριοκρατίας που τα ίδια έχουν εκθρέψει όλα τα προηγούμενα χρόνια. 

Έτσι και η τελευταία κυβερνητική τους συνεργασία απέδειξε ότι δεν έχουν ούτε την διάθεση, ούτε και την δύναμη να έρθουν σε σύγκρουση καταρχήν με ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού τους, για να στηρίξουν πραγματικά μεταρρυθμιστικά μέτρα. Μέτρα που αν είχαμε την απαιτούμενη αξιοπρέπεια και ένα μικρό όραμα για το μέλλον, θα είχαμε εφαρμόσει από μόνοι μας εδώ και αρκετά χρόνια, χωρίς να περιμένουμε τους άλλους να μας πουν τι να κάνουμε. Συν τοις άλλοις, ως θιασώτες του επικοινωνιακού μεν, πλην όμως ανέντιμου «συγνώμη, δεν το θέλαμε αλλά μας ανάγκασαν να το εφαρμόσουμε» (το οποίο έχει ακολουθήσει τελευταία και ο ΣΥΡΙΖΑ), έσπρωξαν ουσιαστικά την χώρα στην σφαίρα επιρροής ακραίων ομάδων (απ’όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος) που είχαν ένα σαφώς πιο ολοκληρωμένο μότο: «ούτε εμείς το θέλουμε και γι αυτό θα το ακυρώσουμε». 

Τέλος, τα κόμματα αυτά φαίνονται να είναι ανεπίδεκτα μαθήσεως, όπως αποδεικνύουν και οι πρόσφατες επιλογές για την ηγεσία τους, οι οποίες ανέδειξαν πρόσωπα που ναι μεν είναι πολύπειρα αλλά δεν παύουν να εκφράζουν το παλιό κατεστημένο.[3]

Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα σε μια μεγαλειώδη και διαρκή επίδειξη ανωριμότητας, είναι βασικός υπεύθυνος για την καταστροφική «διαχείριση» της οικονομίας μέσα στο 2015, η οποία είχε κατάληξη το κλείσιμο των τραπεζών, την διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος που ακόμα και τώρα κανείς δεν έχει καταλάβει για ποιο λόγο έγινε[4], και τελικά την επίτευξη μιας συμφωνίας που ήταν μεν απαραίτητη αλλά και πολύ πιο επώδυνη από την συμφωνία που βρισκόταν στο τραπέζι στις αρχές του έτους. Ως αποτέλεσμα, 

σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ανάκαμψη που αναμένεται για το 2015 (0.5% του ΑΕΠ, εφόσον φυσικά επαληθευτεί) θα είναι πολύ μικρότερη από αυτή που αρχικά προβλεπόταν.[5] Αυτό δυστυχώς θα κοστίσει αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ στον Έλληνα πολίτη. 

Επιπλέον, στον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως οφείλεται (μαζί με τους ΑΝΕΛ) η κοινωνική πόλωση της τελευταίας πενταετίας, η οποία πυροδοτήθηκε από έναν λόγο παντελώς αναχρονιστικό, δημαγωγικό και ανούσιο, που δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε ένα σοβαρό επιχείρημα για το πως θα βγούμε από την κρίση. Δεν έμαθαν ποτέ τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι σε μια δημοκρατία η αξιωματική αντιπολίτευση, τον ρόλο της οποίας υπηρέτησαν για 2.5 χρόνια, έχει και αυτή τεράστια ευθύνη για την πορεία μιας χώρας – είναι όπως ο συνοδηγός σε ένα αυτοκίνητο ράλι που καθοδηγεί τον οδηγό χαρτογραφώντας τα επόμενα εμπόδια, δεν προσπαθεί να του πάρει το τιμόνι με την βία οδηγώντας τον σε αδιέξοδο. Τα ίδια φυσικά έκαναν και οι αμέσως προηγούμενοι.[6] Όμως υποτίθεται ότι το ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπούσε κάτι καινούργιο…

Ακόμα και τώρα, όμως, υπάρχει η δυνατότητα να αλλάξουν κάπως τα πράγματα, προς το καλύτερο. Αλλά ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να κυριεύσει ο πολίτης τον πλασματικό φόβο τού «να μην πάει η ψήφος μου χαμένη», και να στηρίξει στις επερχόμενες εκλογές τα μικρά φιλοευρωπαϊκά κόμματα που δεν φέρουν την νόσο του κυβερνητισμού και έχουν αντισυστημικό λόγο. Εδώ αναφέρομαι φυσικά στην πραγματική έννοια της αντισυστημικότητας, που αφορά την διάθεση κάποιων ανθρώπων -λεκτική προς το παρόν αλλά δεκτή μέχρι αποδείξεως του εναντίον- να έρθουν αντιμέτωποι με τα κάστρα των βολεμένων και τις ξεπερασμένες νοοτροπίες του παρελθόντος. Μόνο μια πολυκομματική κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης θα μπορούσε να σηκώσει το πολιτικό βάρος των ημερών μας.

Ανεξάρτητα, πάντως, από το εκλογικό αποτέλεσμα, την επόμενη μέρα των εκλογών θα ισχύει και πάλι αυτό που είπε ο Σωκράτης πριν από 2,500 χρόνια: θα έχουμε την κυβέρνηση που μας αξίζει.

Σημειώσεις:

[1] Δες το ενδιαφέρον άρθρο της Νίκης Παπάζογλου στο http://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/780936/oloi-oi-hartes-ton-eklogon…

[2] Τα στατιστικά δεδομένα έχουν ληφθεί από την τράπεζα δεδομένων της Παγκόσμιας Τράπεζας και τον πίνακα Α3.1 του εξαιρετικού βιβλίου της Σοφίας Δημέλη με τίτλο «Μακροοικονομικά Μεγέθη και Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας» (2010). Την ευχαριστώ θερμά για την ευγενική παραχώρηση άδειας χρήσης 

των δεδομένων.

[3] Αυτό είναι βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιεί και η προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ αρθρογραφία, δες για παράδειγμα το ενδιαφέρον άρθρο του Θανάση Καρτερού στην «Αυγή», με τίτλο «Και με τις γάζες», 26.8.2015.

[4] Δες για το θέμα αυτό το άρθρο μου «Περί Δημοψηφίσματος».

[5] http://ec.europa.eu/economy_finance/eu/forecasts/2015_spring/el_en.pdf

[6] Δες για παράδειγμα το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη στην Καθημερινή με τίτλο «Επιστροφή στο 2012», 1.09.2015.

*Ο Βασίλης Σαραφίδης, είναι επίκουρος καθηγητής Οικονομετρίας στο Πανεπιστήμιο Monash και μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του Αυστραλιανού Ινστιτούτου 

Μακεδονικών Σπουδών.